ωριμάζω Verb  [orimazo, wrimazw]

  Verb
(0)

Etymologie zu ωριμάζω

ωριμάζω Koine-Griechisch ὡριμάζω altgriechisch ὥριμος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ωριμάζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ωριμάζωωριμάζουμε, ωριμάζομε
ωριμάζειςωριμάζετε
ωριμάζειωριμάζουν(ε)
Imper
fekt
ωρίμαζαωριμάζαμε
ωρίμαζεςωριμάζατε
ωρίμαζεωρίμαζαν, ωριμάζαν(ε)
Aoristωρίμασαωριμάσαμε
ωρίμασεςωριμάσατε
ωρίμασεωρίμασαν, ωριμάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ωριμάσειέχουμε ωριμάσει
έχεις ωριμάσειέχετε ωριμάσει
έχει ωριμάσειέχουν ωριμάσει
Plu
per
fekt
είχα ωριμάσειείχαμε ωριμάσει
είχες ωριμάσειείχατε ωριμάσει
είχε ωριμάσειείχαν ωριμάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ωριμάζωθα ωριμάζουμε, θα ωριμάζομε
θα ωριμάζειςθα ωριμάζετε
θα ωριμάζειθα ωριμάζουν(ε)
Fut
ur
θα ωριμάσωθα ωριμάσουμε, θα ωριμάζομε
θα ωριμάσειςθα ωριμάσετε
θα ωριμάσειθα ωριμάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ωριμάσειθα έχουμε ωριμάσει
θα έχεις ωριμάσειθα έχετε ωριμάσει
θα έχει ωριμάσειθα έχουν ωριμάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ωριμάζωνα ωριμάζουμε, να ωριμάζομε
να ωριμάζειςνα ωριμάζετε
να ωριμάζεινα ωριμάζουν(ε)
Aoristνα ωριμάσωνα ωριμάσουμε, να ωριμάσομε
να ωριμάσειςνα ωριμάσετε
να ωριμάσεινα ωριμάσουν(ε)
Perfνα έχω ωριμάσεινα έχουμε ωριμάσει
να έχεις ωριμάσεινα έχετε ωριμάσει
να έχει ωριμάσεινα έχουν ωριμάσει
Imper
ativ
Presωρίμαζεωριμάζετε
Aoristωρίμασεωριμάστε
Part
izip
Presωριμάζοντας
Perfωριμασμένος, -η, -οωριμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristωριμάσει





Griechische Definition zu ωριμάζω

ωριμάζω [orimázo] .1α μππ. ωριμασμένος : 1. φτάνω σε ένα ανώτατο και κατάλληλο για κτ. στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κτλ.· γίνομαι ώριμος. α. (για καρπούς) γίνομαι, μεστώνω: Tα σύκα ωριμάζουν τον Aύγουστο. Ωρίμασαν τα στάχυα· καιρός ν΄ αρχίσει το θέρισμα. || Tυρί που ωριμάζει στη μούχλα. β. για άνθρωπο που ωριμάζει από πνευματική ή βιολογική άποψη: H γενιά μας ωρίμασε πολιτικά μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα. γ. για καταστάσεις, συνθήκες κτλ. που έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να γίνουν πρόσφορες, ευνοϊκές για κτ.: Aν δεν περιμένουμε να ωριμάσουν οι συνθήκες, οι μεταρρυθμίσεις θα αποτύχουν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback