reifen
 Verb

ωριμάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
'Gott, lass meine Seele vor der Ernte reifen!" 'Κύριε, άσε την ψυχή μου να ωριμάσει, προτού την δρέψεις!"

Übersetzung nicht bestätigt

"Gott, lass meine Seele vor der Ernte reifen!""Κύριε, άσε την ψυχή μου να ωριμάσει, προτού να την δρέψεις."

Übersetzung nicht bestätigt

Sie braucht Ärger, der sie reifen lässt.Θέλει προβλήματα για να ωριμάσει.

Übersetzung nicht bestätigt

"Miss Harrington äußerte sich ausführlich über wir zitieren die bedauerliche Praxis der Theater, die, höflich gesagt, reifen Schauspielerinnen Rollen geben, die eine Jugend und Vitalität verlangen, die lange hinter ihnen liegt.""Η δις Χάριγκτον είχε τόσα να μας πει και δεν θα παραλείψουμε ν' αναφέρουμε το πόσο απεχθάνεται το θλιβερό θεατρικό φαινόμενο της ώριμης ηθοποιού που συνεχίζει ν' αναλαμβάνει ρόλους που απαιτούν νιάτα και ζωντάνια μακριές πλέον αναμνήσεις γι' αυτές."

Übersetzung nicht bestätigt

Mrs. Keller, würden sie ihren mann bitten, sich meinen reifen anzusehen?Κυρία Κέλερ, λέτε στον άντρα σας να μου κοιτάξει το λάστιχο;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ωριμάζωωριμάζουμε, ωριμάζομε
ωριμάζειςωριμάζετε
ωριμάζειωριμάζουν(ε)
Imper
fekt
ωρίμαζαωριμάζαμε
ωρίμαζεςωριμάζατε
ωρίμαζεωρίμαζαν, ωριμάζαν(ε)
Aoristωρίμασαωριμάσαμε
ωρίμασεςωριμάσατε
ωρίμασεωρίμασαν, ωριμάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ωριμάσειέχουμε ωριμάσει
έχεις ωριμάσειέχετε ωριμάσει
έχει ωριμάσειέχουν ωριμάσει
Plu
per
fekt
είχα ωριμάσειείχαμε ωριμάσει
είχες ωριμάσειείχατε ωριμάσει
είχε ωριμάσειείχαν ωριμάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ωριμάζωθα ωριμάζουμε, θα ωριμάζομε
θα ωριμάζειςθα ωριμάζετε
θα ωριμάζειθα ωριμάζουν(ε)
Fut
ur
θα ωριμάσωθα ωριμάσουμε, θα ωριμάζομε
θα ωριμάσειςθα ωριμάσετε
θα ωριμάσειθα ωριμάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ωριμάσειθα έχουμε ωριμάσει
θα έχεις ωριμάσειθα έχετε ωριμάσει
θα έχει ωριμάσειθα έχουν ωριμάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ωριμάζωνα ωριμάζουμε, να ωριμάζομε
να ωριμάζειςνα ωριμάζετε
να ωριμάζεινα ωριμάζουν(ε)
Aoristνα ωριμάσωνα ωριμάσουμε, να ωριμάσομε
να ωριμάσειςνα ωριμάσετε
να ωριμάσεινα ωριμάσουν(ε)
Perfνα έχω ωριμάσεινα έχουμε ωριμάσει
να έχεις ωριμάσεινα έχετε ωριμάσει
να έχει ωριμάσεινα έχουν ωριμάσει
Imper
ativ
Presωρίμαζεωριμάζετε
Aoristωρίμασεωριμάστε
Part
izip
Presωριμάζοντας
Perfωριμασμένος, -η, -οωριμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristωριμάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback