Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischοζίδιο όζ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο Katharevousa ὀζίδιον ὄζος + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
οδόστρωση Katharevousa ὁδόστρωσις Koine-Griechisch ὁδοστρωσία altgriechisch ὁδός + στρώννυμι
οβίδα Katharevousa οβίς französisch obus deutsch Haubitze τσεχική houfnice houf proto-deutsch *haupaz *hauppaz indoeuropäisch (Wurzel) *kouHp-nó-
ξενάγηση ξενάγησις με επακριβώς την σημερινή έννοια in Katharevousa Koine-Griechischξενάγησις (βοηθώ έναν ξένο στον τόπο μου) altgriechisch ξεναγέω (καθοδηγώ μισθοφόρους) ξεναγός ( ο επικεφαλής μισθοφόρων) και ξεναγέτης (που φιλοξενεί, περιποιείται ξένους)
ντύνω ενδύω (Katharevousa) ένδυ(ση) + ω
μυστικότητα Katharevousa μυστικότης μυστικός + -ότης altgriechisch μυστικός μύστης μυέω / μυῶ μύω indoeuropäisch (Wurzel) *meue-
μυδραλιοβόλο Katharevousa μυδραλλιοβόλον μυδράλλιον + βάλλω ((Lehnbedeutung) französisch mitrailleuse)
μπάλσαμο spätgriechisch Katharevousa βάλσαμον
μηχανουργείο μηχαν(ο) + Katharevousa -ουργεῖον
μεταφορέας Katharevousa μεταφορεύς μεταφορά + -εύς
μεταπώληση Katharevousa μεταπώλησις μεταπωλώ + -σις
μεταδοτικότητα Katharevousa μεταδοτικότης μεταδοτικός + -ότης / -ότητα
μειονότητα Katharevousa μειονότης μείον + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch minorité) (Wort verwendet ab 1889)
μεθοδεύω το ρήμα της Katharevousaς μεθοδεύομαι Koine-Griechisch μεθοδεύω
μεθόδευση μεθόδευσις, λέξη της Katharevousaς von επίσης λόγιο μεθοδεύομαι
μαστέλο μαστέλλον in Katharevousa mastello (italienisch)
μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία
μαλθακότητα μαλθακότης in Katharevousa altgriechisch μαλθακότης
μάλαξη Katharevousa μάλαξις Koine-Griechisch μάλαξις μαλάσσω
μαλάκυνση μαλάκυνσις λέξη της Katharevousaς von Koine-Griechisch (στην οποία σήμαινε παράλυση, εξασθένιση) zur Wiedergabe von französisch ramollissement
μακαριά Katharevousa και mittelgriechisch μακαρία, ουσιστικοποιημένο Femininum von μακάριος altgriechisch μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)
μαγνητοσκόπηση μαγνήτης + σκόπησις για να αποδοθεί τότε in Katharevousa η französisch λέξη magnétoscope (η συσκευή) που με τη σειρά της ειχε συντεθεί von αρχ. ελληνικό Μαγνῆτις και σκοπέω-σκοπῶ
λεοπάρδαλη Katharevousa λεοπάρδαλις Koine-Griechisch λεόπαρδος + altgriechisch πάρδαλις
λέκτορας Katharevousa λέκτωρ lateinisch lector ((Lehnbedeutung) englisch lecturer[1] ή (Lehnübersetzung) deutsch Lektor[2])
λαρυγγίτιδα Katharevousa λαρυγγίτις λάρυγξ + -ίτις
κυοφορώ (Katharevousa) κυοφορῶ altgriechisch κυοφορέω-κυοφορῶ κύος και φορέω (θαμιστικό του φέρω)
κυκλώνας Katharevousa κυκλών (entlehnt aus) englisch cyclone altgriechisch κυκλόω / κυκλῶ κύκλος
κροτίδα Katharevousa κροτίς κρότος + -ίς/-ίδα
κοχύλι κογχύλιον in Katharevousa altgriechisch κογχύλιον
κοστολόγηση Katharevousa κοστολόγησις κοστολογώ + -σις
κολπίτιδα κόλπος (Katharevousa) η κολπίτις, της κολπίτιδος
κλιμακούμαι λόγιο ρήμα της Katharevousaς altgriechisch κλῖμαξ
κηροπήγιο Katharevousa κηροπήγιον κηρός + πήγ- (altgriechisch πήγνυμι) + -ιον με κατάληξη της κοινής νεοελληνικής -ιο[1]
καυστικότητα Katharevousa καυστικότης καυστικός + -ότης
κατάλυση κατάλυσις in Katharevousa και mittelgriechisch και στην altgriechisch
καρβουναριό (Katharevousa) καρβωναρείον καρβωνάρης
καλώ Katharevousa καλῶ altgriechisch καλέω / καλῶ proto-indogermanisch *kelh₁- *kl̥h₁- (καλώ)
καθυπόταξη Katharevousa καθυπόταξις καθυποτάσσω
καθαρευουσιάνος Katharevousa
Katharevousa μετοχή ενεστώτα θηλυκού γένους του ρήματος καθαρεύω· επειδή ένας vonυς αρχικούς στόχους των καθαρολόγων μετά την Τουρκοκρατία ήταν η απαλλαγή της γλώσσας από ξένες γλωσσικές προσμείξεις
ίωση Katharevousa ίωσις απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου virosis
ιδιαιτερότητα Katharevousa ιδιαιτερότης ιδιαίτερος + -ότης
θύμηση θύμησις in Katharevousa mittelgriechisch θύμησις altgriechisch ἐνθύμησις ἐνθυμοῦμαι
θαλερότητα Katharevousa θαλερότης altgriechisch θαλερός + -ότης/-ότητα
ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)
ηπιότητα Katharevousa ηπιότης Koine-Griechisch ἠπιότης ἤπιος + -ότης (>-ότητα)
ημικίονας Katharevousa ημικίων ημι- + κίων
ημερίδα Katharevousa ημερίς ημέρα + -ίς ((Lehnbedeutung) französisch matinée)
ηθικότητα Katharevousa ηθικότης ηθικός + -ότης
ζωτικότητα Katharevousa ζωτικότης, λόγια λέξη von Koine-Griechisch ζωτικός
ζωηρότητα: λόγια λέξη Katharevousa ζωηρότης Koine-Griechisch ζωηρός
ζαχαρότευτλο Katharevousa σακχαρότευτλον σάκχαρον + τεύτλο (Lehnübersetzung) deutsch Zuckerrübe
εφηλίδα Katharevousa εφηλίς altgriechisch ἐφηλίς ἐπί + ἧλος
εφελκίδα Katharevousa εφελκίς Koine-Griechisch ἐφελκίς ἐπί + ἕλκος proto-indogermanisch *selk-
ευχαριστήριος (Katharevousa) εὐχαριστήριος Koine-Griechisch με τη σημερινή έννοια
εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)
έριδα Katharevousa έρις altgriechisch ἔρις
ερημητήριο Katharevousa ερημητήριον ερημίτης[1] + -τήριον ((Lehnübersetzung) französisch ermitage ermite λατινικά eremita Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἔρημος)
ερεισίνωτο Katharevousa ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής altgriechisch ἐρείδω (υποστηρίζω) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)
επιχωμάτωση Katharevousa επιχωμάτωσις επιχωματώ(νω) + -σις (-ση)
επιλογέας Katharevousa επιλογεύς επιλογή + -εύς ((Lehnübersetzung) französisch sélecteur ή englisch selector / chooser)
επίθετο altgriechisch ἐπίθετον, Maskulinum von ἐπίθετος ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι), (Katharevousa: ἐπίθετον)
επιβλητικότητα Katharevousa ἐπιβλητικ(ότης) + -ότητα επιβλητικ(ός)
επετηρίδα Katharevousa επετηρίς επι- + Koine-Griechisch ἐτηρίς altgriechisch ἐτήρ / ἔτος ((Lehnübersetzung) französisch annuaire)
επανατοποθετώ λόγια λέξη της Katharevousaς ἐπανατοποθετῶ
επαγωγέας Katharevousa επαγωγεύς επαγωγή + -εύς ((Lehnübersetzung) französisch inducteur)
εξοικείωση Katharevousa ἐξοικείωσις Koine-Griechisch ἐξοικείωσις («χειραφέτηση») altgriechisch ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ οἰκειόω / οἰκειῶ οἰκεῖος οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs
εξαΰλωση Katharevousa εξαΰλωσις εξαϋλώνω + -σις άυλος Koine-Griechisch ἄϋλος altgriechisch ὕλη
εντερίτιδα Katharevousa ἐντερίτις (entlehnt aus) νεολατινικά enteritis altgriechisch ἔντερον
ενδοτικότητα Katharevousa ενδοτικότης ενδοτικ(ός) + -ότης[1] (Wort verwendet ab 1883) (ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει 1887[2], ενώ ο Στέφανος Κουμανούδης[3] 1890)
εμποροπανήγυρη Katharevousa εμποροπανήγυρις έμπορος + -ο- + πανήγυρις
εμμηνόπαυση, λόγια λέξη Katharevousa εμμηνόπαυσις ἔμμηνα + παύσις
έμβολο Katharevousa ἔμβολον altgriechisch ἔμβολον ἐμβάλλω
ελασματοποίηση Katharevousa ελασματοποίησις ελασματοποιώ + -σις έλασμα + -ο- + ποιώ ((Lehnübersetzung) französisch laminage)
ελαιόδεντρο Katharevousa ελαιόδενδρον ( ελαιο- + δένδρον) με προσαρμογή στη νέα ελληνική ως ελαιό- + δέντρο[1]
εκπόνηση Katharevousa εκπόνησις εκπονώ
εκμετάλλευση ἐκμετάλλευσις in Katharevousa μέταλλο (Βγάλσιμο του μετάλλου von μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση)
εκκοκκιστήριο Katharevousa εκκοκκιστήριον εκκοκκίζω + -τήριον Koine-Griechisch ἐκκοκκίζω ἐκ + κόκκος
εκδοροσφαγέας Katharevousa ἐκδοροσφαγεύς ἐκδορεύς ( εκδορά) + -ο- + σφαγεύς ( altgriechisch σφαγεύς)
εκδορέας Katharevousa ἐκδορεύς ἐκδορά + -εύς Koine-Griechisch ἐκδορά altgriechisch ἐκδέρω δέρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-
έκβαση Katharevousa έκβασις Koine-Griechisch ἔκβασις
εκατοστόγραμμο (Katharevousa) εκατοστό- + -γραμμον (Lehnübersetzung) französisch centigramme
εκατομμύριο Katharevousa ἑκατομμύριον ἑκατόν + μύριοι, δηλαδή 100 επί 10.000
εισαγωγέας Katharevousa εισαγωγεύς Koine-Griechisch
εις Katharevousa εἰς (λόγιο) altgriechisch εἰς
εθνόσημο Katharevousa εθνόσημον έθνος + -ο- + σήμα + -ο, (Lehnübersetzung) französisch cocarde
εγχείριση Katharevousa εγχείρισις altgriechisch ἐγχειρίζω ἐν + χείρ
εγκώμιο altgriechisch ἐγκώμιον, ομοίως Katharevousa ἐγκώμιον, (Maskulinum von επιθέτου ἐγκώμιος ἐν + κῶμος)
εγκυρότητα Katharevousa εγκυρότης έγκυρος + -ότης/-ότητα
διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)
διδάκτορας Katharevousa διδάκτωρ διδάσκω + -τωρ
διακοίνωση Katharevousa διακοίνωσις διακοινώνω + -σις ((Lehnübersetzung) französisch communication και englisch note) das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1848
δημοσιότητα Katharevousa δημοσιότης δημόσιος + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch publicité)
δάκρυ altgriechisch δάκρυ· οι άλλες πτώσεις von δάκρυο (δάκρυον in Katharevousa) mittelgriechisch δάκρυο και δάκρυον altgriechisch δάκρυον
γόμωση (Katharevousa) γόμωσις Koine-Griechisch γόμωσις γομόω-γομῶ (φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω χώρο με φορτίο)
γνησιότητα (Katharevousa) γνησιότης altgriechisch γνησιότης γνήσιος
γλεντοκοπώ Katharevousa γλεντοκοπῶ γλεντῶ ( türkisch eğlenmek) + -κοπώ ( κόπτω)
γλαφυρότητα Katharevousa γλαφυρότης γλαφυρός + -ότης / ότητα
γήρανση Katharevousa γήρανσις altgriechisch γήρανσις γῆρας
γεωτρύπανο (Katharevousa) γεωτρύπανον γῆ και τρύπανον
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.