Griechische Wörter mit Katharevousa-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



πονώ

πονώ (Katharevousa) πονῶ altgriechisch πονέω-πονῶ


διορίζομαι

διορίζομαι altgriechisch διορίζομαι είχε άλλη έννοια αλλά το δανείστηκαν οι λόγιοι της Katharevousaς για να αποδώσουν την τότε έννοια του γαλλικού désigner


ωτίτιδα

ωτίτιδα ὠτίτις λέξη της Katharevousaς για να αποδώσει τον ιατρικό όρο otitis altgriechisch Genitiv ὠτός οὖς


ώσμωση

ώσμωση Katharevousa ὤσμωσις (entlehnt aus) englisch osmosis französisch osmose altgriechisch ὠσμός ὠθέω / ὠθῶ


ωρολογοποιός

ωρολογοποιός Katharevousa ὡρολογοποιός ωρολόγιο + -ποιός


ωρολόγιο

ωρολόγιο ὡρολόγιον in Katharevousa Koine-Griechisch ὡρολόγιον


ωροδείκτης

ωροδείκτης ὡροδείκτης in Katharevousa ὥρα + δείκτης


ωριμότητα

ωριμότητα ὡριμότης in Katharevousa Koine-Griechisch ὡριμότης altgriechisch ὥριμος ὡραῖος


ωορρηξία

ωορρηξία ὠορρηξία in Katharevousa ᾠόν + ρῆξις ( ῥήγνυμι)


ωοθυλάκιο

ωοθυλάκιο ὠοθυλάκιον in Katharevousa ᾠόν + θυλάκιον


ωοθήκη

ωοθήκη ὠοθήκη in Katharevousa ᾠόν + θήκη


ωμοφόριο

ωμοφόριο ὠμοφόριον in Katharevousa ὦμος + φέρω


ωδείο

ωδείο ὠδεῖον in Katharevousa altgriechisch ᾠδεῖον ωδή + -είο


ωάριο

ωάριο ὠάριον in Katharevousa altgriechisch που άλλοτε ήταν υποκοριστικό ᾠάριον, δηλαδή το μικρό ωό (=αυγό)


ψωρίαση

ψωρίαση Katharevousa ψωρίασις psoriasis ψώρα


ψυχοσύσταση

ψυχοσύσταση Katharevousa ψυχοσύστασις ψυχή + -ο- + σύστασις


ψευδομάρτυρας

ψευδομάρτυρας (Katharevousa) ψευδομάρτυς altgriechisch


ψευδαργύρωση

ψευδαργύρωση Katharevousa ψευδαργύρωσις ψευδαργυρώνω + -σις ψευδάργυρος


ψεκαστήρας

ψεκαστήρας ψεκαστήρ in Katharevousa


ψαμμίαση

ψαμμίαση ψαμμίασις in Katharevousa altgriechisch ψάμμος


ψαλτήριο

ψαλτήριο Katharevousa ψαλτήριον altgriechisch ψαλτήριον ψάλλω


χωράφι

χωράφι Katharevousa χωράφιον Koine-Griechisch χωράφιον υποκοριστικό von altgriechisch χώρα


χωνί

χωνί Katharevousa χωνίον mittelgriechisch χωνίν και χωνίον altgriechisch χώνη χοάνη και χόανος


χρησιμοποίηση

χρησιμοποίηση Katharevousa χρησιμοποίησις χρησιμοποιώ + -σις


χόριο

χόριο (Katharevousa) χόριον altgriechisch χόριον


χολοκυστίτιδα

χολοκυστίτιδα Katharevousa χολοκυστίτις, (entlehnt aus) französisch cholécystite


χλώριο

χλώριο (αντιδάνειο) Katharevousa χλώριον französisch chlore altgriechisch χλωρός (λόγω του κιτρινοπράσινου χρώματος του)


χιλιοστόγραμμο

χιλιοστόγραμμο (Katharevousa) χιλιοστό- + -γραμμον (Lehnübersetzung) französisch milligramme


χειρουργώ

χειρουργώ Katharevousa χειρουργῶ altgriechisch χειρουργέω / χειρουργῶ


χειροσφαίριση

χειροσφαίριση Katharevousa χειροσφαίρισις χειρο- + altgriechisch σφαίρισις


χειροβομβίδα

χειροβομβίδα χειρο- + Katharevousa βομβίς > βομβίδα, (Lehnübersetzung) deutsch Handgranate[1]


χειριστήριο

χειριστήριο Katharevousa χειριστήριον von επίσης λόγια λέξη χειριστής


χαύνωση

χαύνωση Katharevousa χαύνωσις Koine-Griechisch χαύνωσις "χαλάρωση" αρχαία σημασία "σύγχυση"


χαρτοβασίλειο

χαρτοβασίλειο Katharevousa χαρτοβασίλειον χαρτί + -ο- + βασίλειον ((Lehnübersetzung) französisch écrivassière*)


χάραξη

χάραξη Katharevousa χάραξις Koine-Griechisch χάραξις με πικίλες έννοιες altgriechisch χάραξ


χαλίκωση

χαλίκωση χαλίκωσις in Katharevousa altgriechisch χάλιξ


φωτοβολίδα

φωτοβολίδα φωτοβολίς (Katharevousa) φωτο- + βολίς


φωνήεν

φωνήεν Katharevousa substantiviertes Adjektiv φωνῆεν altgriechisches Adjektiv φωνήεις, φωνήεσσα, φωνῆεν


φωνασκώ

φωνασκώ Katharevousa φωνασκῶ altgriechisch φωνασκέω-ῶ φωνή + ἀσκέω-ῶ (μαθαίνω να τραγουδώ/απαγγέλλω)


φυσιολάτρης

φυσιολάτρης Katharevousa φυσιολάτρις φύσις + -ο- + λάτρις


φυσικότητα

φυσικότητα Katharevousa φυσικότης altgriechisch φυσικός,ή,όν


φρούρηση

φρούρηση φρούρησις Katharevousa φρουρῶ φρουρέω φρουρός


φροντίζω

φροντίζω Katharevousa με την έννοια της δημοτικής mittelgriechisch φροντίζω (σκέφομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω altgriechisch φροντίζω φροντίς


φθορίωση

φθορίωση Katharevousa φθορίωσις φθόριο + -ωσις mittelgriechisch φθόριον altgriechisch φθορά φθείρω ((Lehnübersetzung) französisch fluoration)


φερεγγυότητα

φερεγγυότητα Katharevousa φερεγγυότης φερέγγυος + -ότης


φέουδο

φέουδο Katharevousa φέουδον italienisch feudo mittellateinisch feudum


φαντασίωση

φαντασίωση Katharevousa και mittelgriechisch φαντασίωσις Koine-Griechisch φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]


υψόμετρο

υψόμετρο Katharevousa υψόμετρον (entlehnt aus) französisch hypsomètre altgriechisch ὕψος + μέτρον


υπόψη

υπόψη υπόψιν Katharevousa υπ' όψιν υπό + altgriechisch ὄψιν, Akkusativ von ὄψις


υπόταξη

υπόταξη Katharevousa ὑπόταξις (ὑπότακ-σις + -ση) Koine-Griechisch ὑπόταξις ὑπο- + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + τάξη[1]


υποστήριξη

υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω


υποθηκοφύλακας

υποθηκοφύλακας Katharevousa υποθηκοφύλαξ υποθήκη + φύλαξ ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) conservateur des hypothèques) Λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1840 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1051)


υπηκοότητα

υπηκοότητα Katharevousa ὑπηκοότης ὑπήκοος + -ότης/-ότητα altgriechisch ὑπήκοος ὑπακούω


τυροκομείο

τυροκομείο Katharevousa τυροκομεῖον τυροκόμος + -εῖον


τρυφηλότητα

τρυφηλότητα Katharevousa τρυφηλότης τρυφηλός + -ότης / -ότητα


τροπάριο

τροπάριο spätgriechisch υποκοριστικό του τρόπος, (Katharevousa) τροπάριον


τοκομερίδιο

τοκομερίδιο Katharevousa τοκομερίδιον τόκος + -ο- + μερίδιον


τέμπλο

τέμπλο lateinisch templum, mittelgriechisch (Katharevousa) τέμπλον


ταύτιση

ταύτιση Katharevousa ταύτισις ταυτίζω + -σις/-ση


ταμπάκος

ταμπάκος Katharevousa ταμβάκος[1]. Ή ταμπάκ(ο) με μεταπλασμό σε αρσενικό + ος[2]. Από italienisch tabacco spanisch tabaco


σύφιλη

σύφιλη Katharevousa σύφιλις neulateinisch syphilis Syphilis[1]


συσχέτιση

συσχέτιση Katharevousa συσχέτισις συσχετίζω + -σις/-ση


συστολέας

συστολέας Katharevousa συστολεύς συστολή + -εύς


σύσταση

σύσταση Katharevousa σύστασις συν- + στάση ( στάσις)


συνδαιτυμόνας

συνδαιτυμόνας Katharevousa συνδαιτυμών, αιτιατική συνδαιτημόνα συν- + altgriechisch δαιτυμών (καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος, Lehnübersetzung από τη französisch commensal[1]


συν

συν σύν (Katharevousa και altgriechisch) αρχαιότατη πρόθεση ξύν


στύση

στύση Katharevousa στῦσις altgriechisch στύω


σαγόνι

σαγόνι Katharevousa σαγόνιον altgriechisch σιαγόνιον Diminutiv von σιαγών


σαγήνευση

σαγήνευση Katharevousa σαγήνευσις σαγηνεύω -σις / -ση


ρυθμιστήρας

ρυθμιστήρας Katharevousa ρυθμιστήρ ρυθμίζω + -τήρ altgriechisch ῥυθμίζω ῥυθμός ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew ((Lehnübersetzung) französisch régulateur)


ρότορας

ρότορας Katharevousa ρότωρ englisch rotor rotator rotate lateinisch rotatus roto rota (τροχός) indoeuropäisch (Wurzel) *Hroteh₂


ρόδακας

ρόδακας λόγιο Katharevousa ρόδαξ ρόδον + -αξ altgriechisch ῥόδον, σφαλερό Lehnübersetzung από τη französisch rosace[1]


ρινίτιδα

ρινίτιδα Katharevousa ρινίτις (entlehnt aus) neulateinisch rhinitis altgriechisch ῥίς ("μύτη")[1]


πτωχοκομείο

πτωχοκομείο Katharevousa πτωχοκομεῖον πτωχός + -κομεῖον / -κομείο


προωστήρας

προωστήρας Katharevousa προωστήρ πρόωσις + -τήρ altgriechisch πρόωσις προωθέω / προωθῶ ὠθέω / ὠθῶ ((Lehnübersetzung) französisch propulseur)


προώθηση

προώθηση Katharevousa προώθησις πρό+όθηση


προτιμώ

προτιμώ Katharevousa προτιμῶ altgriechisch προτιμάω-ῶ


προστατίτιδα

προστατίτιδα Katharevousa προστατῖτις[1](Wort verwendet ab 1896)[2], (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch prostatite prostat(e) (προστάτης) + -ite (-ῖτις) > -ίτιδα[3]


προσνήωση

προσνήωση Katharevousa προσνήωσις προς + νη- ( altgriechisch ναῦς) + -ωσις


πρόθεση

πρόθεση Katharevousa πρόθεσις altgriechisch πρόθεσις προτίθημι πρό (μπροστά) + τίθημι (βάζω)


πραγμάτευση

πραγμάτευση Katharevousa πραγμάτευσις πραγματεύομαι + -σις


πόλωση

πόλωση Katharevousa πόλωσις πολώνω + -σις πόλος altgriechisch πόλος πέλω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, [γυρίζω]]) ((Lehnübersetzung) französisch polarisation)


πολφίτιδα

πολφίτιδα Katharevousa πολφίτις πολφός + -ίτις ((Lehnübersetzung) französisch pulpite)


ποιητικότητα

ποιητικότητα, λόγια λέξη Katharevousa ποιητικότης ποιητικός + -ότης


πληροφόρηση

πληροφόρηση πληροφόρησις in Katharevousa Koine-Griechischπληροφόρησις (με άλλη έννοια)


πλαγιοκόπηση

πλαγιοκόπηση Katharevousa πλαγιοκόπησις πλαγιοκοπώ


πετοσφαίριση

πετοσφαίριση Katharevousa πετοσφαίρισις πετόσφαιρα πετώ + -ο +σφαίρα


περιοδικότητα

περιοδικότητα Katharevousa περιοδικότης περιοδικός + -ότης/-ότητα περίοδος


παρότρυνση

παρότρυνση Katharevousa παρότρυνσις παροτρύνω + -ση/-σις


παρεγκεφαλίτιδα

παρεγκεφαλίτιδα Katharevousa παρεγκεφαλίτις (entlehnt aus) französisch parencéphalite parencéphale altgriechisch παρά + ἐγκέφαλος κεφαλή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰebʰ-l-


παραμέληση

παραμέληση Katharevousa παραμέλησις παραμελώ altgriechisch παραμελέω παρἀ + μέλω


πανώλη

πανώλη Katharevousa πανώλης φράση «πανώλης νόσος» altgriechisch πανώλης (ολέθριος, ολοκληρωτικά καταστροφικός) πᾶς + ὄλλυμι


παθητικότητα

παθητικότητα Katharevousa παθητικότης παθητικός + -ότης / -ότητα


παγκρεατίτιδα

παγκρεατίτιδα (entlehnt aus) altgriechisch παγκρεατ- > Katharevousa παγκρεατίτις


ουσιαστικό

ουσιαστικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs ουσιαστικός, (Katharevousa: ουσιαστικόν)


όρχηση

όρχηση ὄρχηση στο πολυτονικό της δημοτικής ὄρχησις στο πολυτονικό της Katharevousaς και όπως επανέφεραν προτύτερα τη λέξη οι λόγιοι mittelgriechisch ὄρχησμα altgriechisch ὄρχημα και ὄρχησις ὄρχος ή ἔρχομαι ή ὄρνυμι ή ὀρούω (ορμώ)


ορατότητα

ορατότητα Katharevousa ορατότης (Lehnübersetzung) französisch visibilité · ορατός + -ότης / -ότητα


οξύαυλος

οξύαυλος οξύς + αυλός, (Lehnübersetzung) französisch hautbois. Λέξη που πλάστηκε von Katharevousa για να ονομάσει το όμποε στα ελληνικά.


ολκιμότητα

ολκιμότητα Katharevousa ολκιμότης όλκιμος + -ότης altgriechisch ὅλκιμος ὁλκή ἕλκω (Lehnübersetzung) französisch ductilité


οικειοποίηση

οικειοποίηση οικειοποιη- (οικειοποιούμαι) + Katharevousa -σις > -ση



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback