Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαυτόμολος (λόγιο) Koine-Griechisch αὐτόμολος altgriechisch αὐτομολῶ
αυτομολώ altgriechisch αὐτομολῶ αυτο- + μολών: μετοχή αορίστου του ρήματος βλώσκω (έρχομαι, πορεύομαι) έμολον, μολών, εξ ου και "μολών λαβέ"
αυτονομιστής (entlehnt aus) französisch autonomiste autonomie altgriechisch αὐτονομία
αυτονομούμαι altgriechisch αὐτονομέομαι / αὐτονομοῦμαι
αυτοπροσώπως Koine-Griechisch αὐτοπροσώπως altgriechisch αὐτοπρόσωπος αὐτός + πρόσωπον
αυτόπτης altgriechisch αὐτόπτης αὐτός ("ὀ ίδιος") + ὁράω (θέμα ὀπ- που απαντά στον μέλλοντα ὄψομαι και στον παρακείμενο ὄπωπα)
αυτόρριζος altgriechisch αὐτόρριζος αὐτός + ῥίζα
αυτός altgriechisch αὐτός indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew (αὖ) + *to-
αυτοσχεδιάζω altgriechisch αὐτοσχεδιάζω
αυτοσχεδιασμός altgriechisch αὐτοσχεδιασμός
αυτοσχεδιαστής altgriechisch αὐτοσχεδιαστής
αυτοτέλεια altgriechisch αὐτοτέλεια
αυτοτελής altgriechisch αὐτοτελής αὐτός + τέλος (πλήρης, ολοκληρωμένος)
αυτού altgriechisch αὐτοῦ
αυτουργός altgriechisch αὐτουργός αὐτός + ἔργον
αυτοφυής altgriechisch αὐτοφυής
αυτόχειρ altgriechisch αὐτόχειρ
αυτόχειρας altgriechisch αὐτόχειρ αὐτός (=ο ίδιος) + χείρ
αυτοχειρί altgriechisch αὐτοχειρί
αυτοχειρία altgriechisch αὐτοχειρία
αυτόχθονας altgriechisch αὐτόχθων
αυτόχθων altgriechisch αὐτόχθων αὐτός + χθών, χθονός (=γη)
αυχένας altgriechisch αὐχήν
αφαίρεση altgriechisch ἀφαίρεσις
αφαιρετέος altgriechisch ἀφαιρετέος
αφαιρώ altgriechisch ἀφαιρέω - ἀφαιρῶ ἀπό + αἱρέω-ῶ
αφαλός altgriechisch ὀμφαλός
αφάνεια altgriechisch ἀφάνεια
altgriechisch αφανής στερητικό α- + -φανής ( φαίνομαι)
αφανίζω altgriechisch ἀφανίζω
αφανισμός Koine-Griechisch ἀφανισμός altgriechisch ἀφανίζω ἀφανής + -ίζω
αφασία altgriechisch ἀφασία
αφέλεια altgriechisch ἀφέλεια
αφελής altgriechisch ἀφελής
αφελώς altgriechisch ἀφελῶς
αφέντης altgriechisch αὐθέντης
αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός + *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)
άφεση (λόγιο) altgriechisch ἄφεσις (απαλλαγή), ελληνιστική σημασία: συγχώρεση ἀφίημι
αφήγημα altgriechisch ἀφήγημα ((Lehnbedeutung) französisch récit. 2. (Lehnbedeutung) englisch narrative)
αφηγηματικός Koine-Griechisch ἀφηγηματικός altgriechisch ἀφηγοῦμαι
αφήγηση altgriechisch ἀφήγησις ἀφηγέομαι / ἀφηγοῦμαι ἀπό + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-
αφηγητής altgriechisch ἀφηγητής
αφηγούμαι altgriechisch ἀφηγοῦμαι
αφηνιάζω altgriechisch ἀφηνιάζω αφ- ( από) + ἡνία
αφηνίαση Koine-Griechisch ἀφηνίασις ἀφηνιάζω αφ- ( ἀπό) + altgriechisch ἡνία
αφηνίασμα αφηνιάζω + -μα Koine-Griechisch ἀφηνιάζω αφ- (ἀπό) + altgriechisch ἡνία
αφήνω altgriechisch ἀφίημι
άφθαρτος altgriechisch ἄφθαρτος
αφθονία altgriechisch ἀφθονία ἄφθονος ἀ- στερητικό + φθόνος
αφιερώνω altgriechisch ἀφιερόω ἀπό + ἱερόω ἱερός ((Lehnbedeutung) französisch consacrer)
αφικνούμαι altgriechisch ἀφικνέομαι, -οῦμαι
αφιλία altgriechisch ἀφιλία
άφιλος altgriechisch ἄφιλος
άφιξη altgriechisch ἄφιξις
αφιόνι mittelgriechisch αφιόνιον türkisch afyon arabisch أَفْيُون (ʾafyūn) Koine-Griechisch ὄπιον (αντιδάνειο) [1] altgriechisch ὀπός indoeuropäisch (Wurzel) *sokʷos (χυμός)
αφιππεύω altgriechisch ἀφιππεύω
αφίσταμαι altgriechisch ἀφίστημι από- + ἵστημι
αφκιασίδωτος α- + φκιασιδώνω + -τος φκιασίδι φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / αφκιασίδωτος)
άφλεκτος altgriechisch ἄφλεκτος
αφοβία altgriechisch ἀφοβία
άφοβος altgriechisch ἄφοβος,ος,ον
αφόδευμα Koine-Griechisch ἀφόδευμα altgriechisch ἀφοδεύω
αφόδευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀφόδευ(σις) + -ση altgriechisch ἀφοδεύω
αφοδευτήριο Koine-Griechisch ἀφοδευτήριον altgriechisch ἀφοδεύω
αφοδεύω altgriechisch ἀφοδεύω ἀπό + ὁδεύω ὁδός indoeuropäisch (Wurzel) *sodos
αφομοιώνω altgriechisch ἀφομοιόω / ἀφομοιῶ ἀπό + ὁμοιόω ὅμοιος (με δάσυνση του "π" σε "φ", λόγω του δασυνόμενου αρκτικού "ο")
αφοπλίζω Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ὁπλίζω ὅπλον ((Lehnbedeutung) französisch désarmer)
αφοπλισμός mittelgriechisch ἀφοπλισμός Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ἀπό + ὅπλον
αφόρητος altgriechisch ἀφόρητος
αφορία altgriechisch ἀφορία
αφορμή altgriechisch ἀφορμή ἀπό + ὁρμή
αφορμίζω mittelgriechisch αφορμίζω altgriechisch ἀφορμή
αφορώ altgriechisch ἀφοράω / ἀφορῶ ἀπό + ὁράω / ὁρῶ
αφοσιώνομαι altgriechisch ἀφοσιόομαι / ἀφοσιοῦμαι ((Lehnübersetzung) französisch se dévouer)
αφοσίωση altgriechisch ἀφοσίωσις
αφότου altgriechisch ἀφ' ὅτου
αφού Koine-Griechisch ἀφοῦ altgriechisch ἀφ' οὗ (χρόνου)
αφουγκράζομαι mittelgriechisch αφουκρούμαι altgriechisch ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι
άφραγος άφρακτος altgriechisch ἄφρακτος
άφρακτος altgriechisch ἄφρακτος
αφρίζω altgriechisch ἀφρίζω
άφρονας altgriechisch ἄφρων
αφρόντιστος altgriechisch ἀφρόντιστος
αφρός altgriechisch ἀφρός
αφτί Koine-Griechisch ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς altgriechisch οὖς indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ṓws (αφτί) *h₂ew- (βλέπω) (τά ὠτία > ταουτία > ταφτία > ταφτιά > τ’ αφτί· πβ. αβγό)
αφυΐα altgriechisch ἀφυΐα
αφύλακτος altgriechisch ἀφύλακτος
αφυπνίζω altgriechisch ἀφυπνίζω
αφύσικος altgriechisch ἀφύσικος ἀ- + φυσικός φύσις φύω
αφωνία altgriechisch ἀφωνία ἄφωνος ἀ- + φωνή
άφωνος altgriechisch ἄφωνος
Αχαιός altgriechisch Ἀχαιός
αχαμνός mittelgriechisch αχαμνός χαμνός altgriechisch χαῦνος
αχάριστος altgriechisch ἀχάριστος
αχείλι mittelgriechisch αχείλιν altgriechisch χεῖλος
Αχέρων altgriechisch Ἀχέρων
αχηβάδα mittelgriechisch ἀχηβάδα με ανάπτυξη προτακτικού ἀ- + mittelgriechisch χηβάδα ή *χημάδα altgriechisch χήμη[1], λέξη που ο Ησύχιος συνδέει με το χάσμα. Στο Λεξικό Σούδα: Χήμη, εἶδος ὀστρέου, τὸ κοινῶς χηβάδιον[2]
άχθος altgriechisch ἄχθος
αχίλλειος altgriechisch Ἀχίλλειος Ἀχιλλεύς
αχινός mittelgriechisch αχινός altgriechisch ἐχῖνος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.