Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαχλάδα mittelgriechisch αχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς
αχλάδι mittelgriechisch ἀχλάδιον ἀχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς
αχλή altgriechisch ἀχλύς
αχλύς altgriechisch ἀχλύς
άχνα mittelgriechisch άχνα altgriechisch ἄχνη / (δωρικός τύπος) ἄχνα
άχνη altgriechisch ἄχνη
αχνός (ουσιαστικό) altgriechisch ἀτμός
αχός αχώ + -ός (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αχώ altgriechisch ἠχέω / ἠχῶ
άχραντος altgriechisch ἄχραντος
αχρείος altgriechisch ἀχρεῖος
αχρηστία altgriechisch ἀχρηστία
άχρηστος altgriechisch ἄχρηστος ἀ- στερητικό + altgriechisch χρηστός αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια δύσχρηστος, εύχρηστος, κοινόχρηστος)
αχρωμάτιστα αχρωμάτιστος + -α altgriechisch ἀχρωμάτιστος
αχρωματοψία (entlehnt aus) französisch achromatopsie altgriechisch χρῶμα + ὄψη
αχρωμία (entlehnt aus) neulateinisch achromia altgriechisch χρῶμα
αχτίδα altgriechisch ἀκτίς
άχυρο ἄχυρον altgriechisch ἄχνη (η φλούδα του σιταριού)
αχώριστος altgriechisch ἀχώριστος α στερητικό και χωρίζω
αψέντι französisch absinth(e) + -ι lateinisch absinthium altgriechisch ἀψίνθιον (ἄψινθος) (αντιδάνειο)
αψευδής altgriechisch ἀψευδής
άψη mittelgriechisch άψη altgriechisch ἅψις ἅπτομαι
αψήφιστος altgriechisch ἀψήφιστος α στερητικό και ψηφίζω
αψίδα altgriechisch ἁψίς
αψιμαχία altgriechisch ἁψιμαχία
άψυχος altgriechisch ἄψυχος ἀ- + ψυχή
άωρος α- στερητικό +ώρα (altgriechisch ἄωρος)
άωτον altgriechisch ἄωτον / ἄωτος (το εκλεκτότερο δείγμα ενός είδους / πράγματος) ἄημι
βάδην altgriechisch βάδην
βαδίζω altgriechisch βαδίζω
βάδιση altgriechisch βάδισις βαδίζω
βάδισμα altgriechisch βάδισμα βαδίζω
βάζω mittelgriechisch βάζω altgriechisch βιβάζω
βάθος altgriechisch βάθος βαθύς proto-indogermanisch *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
βαθουλός mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς + -ουλός
βαθουλώνω βαθουλός + -ώνω mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς
βάθρακας altgriechisch βάθρακος βάτραχος
βάθρο altgriechisch βάθρον
βαθύς altgriechisch βαθύς proto-indogermanisch *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
βαίνω altgriechisch βαίνω
βακτηρία altgriechisch βακτηρία proto-indogermanisch *bak-
βακτήριο altgriechisch βακτήριον, υποκοριστικό του βακτηρία ((Lehnbedeutung) französisch bactérie mittellateinisch bacterium altgriechisch βακτήριον)
βάκτρο altgriechisch βάκτρον
βαλανίδι altgriechisch βάλανος
βάλανος (λόγιο) altgriechisch βάλανος
βαλάντιο altgriechisch βαλάντιον[1] ή βαλλάντιον[2] με απλοποίηση των λλ> άγνωστης ετυμολογίας
βαλβίδα [1][2] μηχανική και ανατομική λόγια απόδοση της französisch valve lateinisch valva ("διπλό παραθυρόφυλλο") volvere ("κυλώ") με συμπτωματική ομοιότητα προφοράς με την αρχαία λέξη βαλβίς βαλβίδα στο στάδιο altgriechisch βαλβίς
βαλλίστρα (αντιδάνειο) mittelgriechisch βαλλίστρα lateinisch ballista altgriechisch βάλλω
βάλλω altgriechisch βάλλω proto-indogermanisch *gʷl̥-ne-h₁- *gʷelH- (βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)
βάλσαμο altgriechisch βάλσαμον
βάλσιμο mittelgriechisch βάλσιμο altgriechisch βάλλω indoeuropäisch (Wurzel) *gʷelh₁-
βαμβάκι mittelgriechisch βαμβάκιον altgriechisch βάμβαξ από Ασιατική λέξη, πιθανόν είτε την παλαιά αρμενική բամբոկ (bambok) είτε την παλαιο-ινδοϊρανική λέξη pambak, την πηγή της σύγχρονης persischς پانبا, και πιθανόν από Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει στρίβω ή γυρίζω.[1]
βάμβαξ altgriechisch βάμβαξ
βάμμα altgriechisch βάμμα
βάναυσος altgriechisch βαύνος (=κλίβανος) + -ασος (με μετάθεση) (=σιδηρουργός)
βαπτίζω altgriechisch βαπτίζω
βάπτω altgriechisch βάπτω
βάραθρο altgriechisch βάραθρον βέρεθρον βάρεθρον
βαραίνω mittelgriechisch βαραίνω altgriechisch βαρύνω βαρύς
βαράω altgriechisch βαρῶ (συνηρημένη μορφή του βαρέω) βάρος
βαρβαρισμός altgriechisch βαρβαρισμός βαρβαρίζω ονοματοποιημένη λέξη von βαρ-βαρ που για τους αρχαίους Έλληνες συνιστούσε κάθε ακατανόητο ήχο που άκουγαν από τις γλώσσες άλλων λαών.
βάρβαρος altgriechisch βάρβαρος Onomatopoetikum (von Onomatopoetikum βαρβαρ, έτσι όπως ηχούσε η ομιλία των άλλων γλωσσών στους αρχαίους Έλληνες)
βαρβαρότητα Koine-Griechisch βαρβαρότης altgriechisch βάρβαρος
βάρβιτος (λόγιο) altgriechisch βάρβιτος (αρσενικό ή θηλυκό) φρυγικής προέλευσης[1]
βαρεία altgriechisch βαρεῖα, το Femininum von επιθέτου βαρύς
βαρηκοΐα altgriechisch βαρυηκοΐα
βάριο (entlehnt aus) neulateinisch barium altgriechisch βαρύς
βάρκα mittelgriechisch βάρκα spätlateinisch barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) altägyptisch bꜣjr (bair)[1]
βαρκαρόλα venezianisch barcarola (τραγούδι των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων) barca (βάρκα) λατινικά barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) αρχαία αιγυπτιακά byra και bary
βάρος altgriechisch βάρος
βαρούλκο altgriechisch βαρουλκός (μηχανή) βάρος + ἕλκω
βαρυθυμία altgriechisch βαρυθυμία βαρύθυμος βαρύς + θυμός
βαρυθυμώ Koine-Griechisch βαρυθυμέω altgriechisch βαρύς + θυμός
βαρύνω altgriechisch βαρύνω βαρύς proto-indogermanisch *gʷréh₂us *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
βαρυπενθώ mittelgriechisch βαρυπενθώ altgriechisch βαρυπενθής βαρύς + πένθος
βαρύς altgriechisch βαρύς proto-indogermanisch *gʷréh₂us *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
βαρύτητα (λόγιο) altgriechisch βαρύτης von αιτιατική [[τήν|τὴν}} βαρύτητα.
βαρύτιμος Koine-Griechisch βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) altgriechisch βαρύτιμος
βασάλτης französisch basalte spätlateinisch basaltes lateinisch basanites altgriechisch βασανίτης βάσανος (αντιδάνειο) altägyptisch baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος) Η altgriechisch λέξη πέρασε στα λατινικά ως basanites στο έργο του Πλίνιου και έγινε basaltes από λάθος των αντιγραφέων του Μεσαίωνα.
βασανίζω altgriechisch βασανίζω
βασανισμός altgriechisch βασανισμός βασανίζω
βασανιστής altgriechisch βασανιστής βασανίζω
βάσανον mittelgriechisch βάσανον altgriechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
βάσανος (λόγιο) altgriechisch βάσανος (πέτρα στην οποία έλεγχαν τα μέταλλα)[1] altägyptisch baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
βάσει Katharevousa βάσει altgriechisch βάσει, δοτική του βάσις βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch sur la base de)
βάση altgriechisch βάσις βαίνω indoeuropäisch (Wurzel) *gʷem-
βασίλεμα mittelgriechisch βασίλεμα βασίλευμα altgriechisch βασιλεύω βασιλεύς
βασιλεύς altgriechisch βασιλεύς proto-griechisch *gʷatiléus vorhellenistisch (απαντάται και στις πινακίδες της Γραμμικής Β' ως ???????????????? (qa-si-re-u), με χειλοϋπερωϊκό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού β)
βασιλεύω είμαι βασιλιάς altgriechisch βασιλεύω δύω mittelgriechisch.[1] siehe auch βασιλεύς, βασιλιάς
βασιλιάς altgriechisch βασιλεύς proto-griechisch *gʷatiléus vorhellenistisch
βασιλικός altgriechisch βασιλικός
βασιλίσκος altgriechisch , υποκοριστικό του βασιλεύς
βασκαίνω altgriechisch βασκαίνω βάσκανος
βασκανία altgriechisch
βάσκανος altgriechisch βάσκανος
βάσταγμα altgriechisch βάσταγμα βαστάζω
βαστάζος altgriechisch βαστάζων, μετοχή του βαστάζω
βαστάζω altgriechisch βαστάζω
βατήρας altgriechisch βατήρ
βατίστα italienisch batista französisch batiste Baptiste Koine-Griechisch βαπτιστής (αντιδάνειο) altgriechisch βαπτίζω
βατράχι altgriechisch βατράχιον, υποκοριστικό του βάτραχος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.