Ενεργ.
Α´ Μτβ.
1) α) Κρατώ κ. ή κάπ. (με το χέρι)
: (Λόγ. παρηγ. L 234), (Ιστ. πατρ. 17518)·
β) φρ.
βαστάζω άρματα (εις πόλεμον με κάπ.
, προς κάπ.
) = εξεγείρομαι (εναντίον κάπ.), επαναστατώ
: (Χρον. Μορ. H 3337, 3411)·
γ) μεταφέρω κρατώντας στα χέρια
: τούτη απεθαίνει βέβαια …, πιάστε να τη βαστάξομε ομάδι την καημένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [864])·
δ) μεταφέρω
: (Λίβ. Sc. 1685), (Περί ξεν. 392).
2) (Προκ. για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ
: (Θυσ. 375).
3) Φορώ
: εις το κεφάλιν του εβάσταζε στεφάνιν (Λίβ. Esc. 298).
4) (Προκ. για ψυχή, κάλλη, κλπ.) έχω, διαθέτω
: (Λίβ. Sc. 710), (Διγ. Esc. 734).
5) Φρ.
βαστάζω καρπόν = (προκ. για ιστορικό γεγονός) έχω σημασία, είμαι σημαντικός
: (Χρον. Μορ. P 6263).
6) Επιφυλάσσω
: πάντως εβάσταξες εμέν ευλογιά (Πεντ. Γέν. XXVII 36).
7) (Μεταφ.) αισθάνομαι
: καταλλακτά βαστάζομεν τον πόθο (Φαλιέρ., Ιστ. 609).
8) Κατέχω
: τι πέραμαν εβάσταξεν … ο … βασιλεύς (Παρασπ., Βάρν. C 158).
9) Τηρώ
: τους όρκους εβαστάξαν (Χρον. Μορ. H 58)·
ουδέν ηθέλησεν να βαστάξει δίκαιον (Ασσίζ. 2268).
10) Υποστηρίζω κάπ. ηθικά·
(εδώ προκ. για το Θεό)
: (Στ. βοεβ. 53).
11) α) Υπομένω, υποφέρω
: ου δύναται πλέον βαστάξαι την … στέρησιν την ανδρικήν (Ελλην. νόμ. 53013)·
β) ανέχομαι κ.
: πολλά κακά εποίκασιν και ο Θεός δεν τα βάσταξεν (Μαχ. 67232).
12) Περιμένω κάπ.
: Βαστάξετέ με, φίλοι μου, μόνον και τρεις ημέρες (Αχιλλ. O 218).
13) Φρ.
βαστάζω τον λόγον κάπ. = μιλώ εκ μέρους κάπ.
: (Χρον. Μορ. P 976).
14) Συντηρώ
: Να μου βαστάζεις τη ζωή (Ριμ. Απολλων. [1779]).
Β´ Αμτβ.
1) α) Αντέχω
: Γλήγορα απεθάνασι, ποσώς δεν εβαστάξαν (Αλεξ. 1601)·
β) έχω ηθική αντοχή
: βάσταζε, πολύπονε καρδιά (Φλώρ. 543).
2) Διαρκώ
: έξε μήνες εβάσταξε … η μάχη (Κορων., Μπούας 88)·
δεν εβάσταξεν η βρόμα πολύ (Διήγ. εκρ. Θήρ. 1112).
3) Περιμένω
: λοιπόν καμπόσο βάσταξε τ’ άρματα να φορέσω (Θησ. Ε´ [604]).
4) Δέχομαι, συγκατανεύω
: εβάσταξεν και έδωκεν απέ τα δικαιώματά της (Ασσίζ. 3852).