βαστάζω Verb  [vastazo, bastazw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu βαστάζω

βαστάζω altgriechisch βαστάζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu βαστάζω.



Griechische Definition zu βαστάζω

βαστάζω· μτχ. παρκ. βασταγμένος· βασταμένος.

I. Ενεργ.
Α´ Μτβ.
1)
α) Κρατώ κ. ή κάπ. (με το χέρι):
(Λόγ. παρηγ. L 234), (Ιστ. πατρ. 17518
β) φρ. βαστάζω άρματα (εις πόλεμον με κάπ., προς κάπ.) = εξεγείρομαι (εναντίον κάπ.), επαναστατώ:
(Χρον. Μορ. H 3337, 3411
γ) μεταφέρω κρατώντας στα χέρια:
τούτη απεθαίνει βέβαια …, πιάστε να τη βαστάξομε ομάδι την καημένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [864]
δ) μεταφέρω:
(Λίβ. Sc. 1685), (Περί ξεν. 392).
2) (Προκ. για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ:
(Θυσ. 375).
3) Φορώ:
εις το κεφάλιν του εβάσταζε στεφάνιν (Λίβ. Esc. 298).
4) (Προκ. για ψυχή, κάλλη, κλπ.) έχω, διαθέτω:
(Λίβ. Sc. 710), (Διγ. Esc. 734).
5) Φρ. βαστάζω καρπόν = (προκ. για ιστορικό γεγονός) έχω σημασία, είμαι σημαντικός:
(Χρον. Μορ. P 6263).
6) Επιφυλάσσω:
πάντως εβάσταξες εμέν ευλογιά (Πεντ. Γέν. XXVII 36).
7) (Μεταφ.) αισθάνομαι:
καταλλακτά βαστάζομεν τον πόθο (Φαλιέρ., Ιστ. 609).
8) Κατέχω:
τι πέραμαν εβάσταξεν … ο … βασιλεύς (Παρασπ., Βάρν. C 158).
9) Τηρώ:
τους όρκους εβαστάξαν (Χρον. Μορ. H 58
ουδέν ηθέλησεν να βαστάξει δίκαιον (Ασσίζ. 2268).
10) Υποστηρίζω κάπ. ηθικά·
(εδώ προκ. για το Θεό):
(Στ. βοεβ. 53).
11)
α) Υπομένω, υποφέρω:
ου δύναται πλέον βαστάξαι την … στέρησιν την ανδρικήν (Ελλην. νόμ. 53013
β) ανέχομαι κ.:
πολλά κακά εποίκασιν και ο Θεός δεν τα βάσταξεν (Μαχ. 67232).
12) Περιμένω κάπ.:
Βαστάξετέ με, φίλοι μου, μόνον και τρεις ημέρες (Αχιλλ. O 218).
13) Φρ. βαστάζω τον λόγον κάπ. = μιλώ εκ μέρους κάπ.:
(Χρον. Μορ. P 976).
14) Συντηρώ:
Να μου βαστάζεις τη ζωή (Ριμ. Απολλων. [1779]).
Β´ Αμτβ.
1)
α) Αντέχω:
Γλήγορα απεθάνασι, ποσώς δεν εβαστάξαν (Αλεξ. 1601
β) έχω ηθική αντοχή:
βάσταζε, πολύπονε καρδιά (Φλώρ. 543).
2) Διαρκώ:
έξε μήνες εβάσταξε … η μάχη (Κορων., Μπούας 88
δεν εβάσταξεν η βρόμα πολύ (Διήγ. εκρ. Θήρ. 1112).
3) Περιμένω:
λοιπόν καμπόσο βάσταξε τ’ άρματα να φορέσω (Θησ. Ε´ [604]).
4) Δέχομαι, συγκατανεύω:
εβάσταξεν και έδωκεν απέ τα δικαιώματά της (Ασσίζ. 3852).
II. Μέσ.
1) Συγκρατούμαι, στηρίζομαι:
ουδέ στο πονεμένον πλευρόν μπορώ να βασταχθώ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1496]).
2) Είμαι εγκρατής:
ποίος καλόγερος ή ποίος ερημίτης ήθελεν είσται εκείνος οπού να εβαστάχθη τόσον; (Άνθ. χαρ. 2979).
3) Αντέχω (ψυχικά):
(Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 709).
[αρχ. βαστάζω. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback