βάλλω Verb  [vallo, ballw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
postulieren (geh.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
schießen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu βάλλω

βάλλω altgriechisch βάλλω proto-indogermanisch *gʷl̥-ne-h₁- *gʷelH- ‎(βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu βάλλω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάλλωβάλλουμε, βάλλομεβάλλομαιβαλλόμαστε
βάλλειςβάλλετεβάλλεσαιβάλλεστε, βαλλόσαστε
βάλλειβάλλουν(ε)βάλλεταιβάλλονται
Imper
fekt
έβαλλαβάλλαμεβαλλόμουν(α)βαλλόμαστε
έβαλλεςβάλλατεβαλλόσουν(α)βαλλόσαστε
έβαλλεέβαλλαν, βάλλαν(ε)βαλλόταν(ε)βάλλονταν
Aoristέβαλαβάλαμεβλήθηκαβληθήκαμε
έβαλεςβάλατεβλήθηκεςβληθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βλήθηκεβλήθηκαν, βληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλειέχουμε βάλειέχω βληθεί
είμαι βλημένος, -η
έχουμε βληθεί
είμαστε βλημένοι, -ες
έχεις βάλειέχετε βάλειέχεις βληθεί
είσαι βλημένος, -η
έχετε βληθεί
είστε βλημένοι, -ες
έχει βάλειέχουν βάλειέχει βληθεί
είναι βλημένος, -η, -ο
έχουν βληθεί
είναι βλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλειείχαμε βάλειείχα βληθεί
ήμουν βλημένος, -η
είχαμε βληθεί
ήμαστε βλημένοι, -ες
είχες βάλειείχατε βάλειείχες βληθεί
ήσουν βλημένος, -η
είχατε βληθεί
ήσαστε βλημένοι, -ες
είχε βάλειείχαν βάλειείχε βληθεί
ήταν βλημένος, -η, -ο
είχαν βληθεί
ήταν βλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάλλωθα βάλλουμε, θα βάλλομεθα βάλλομαιθα βαλλόμαστε
θα βάλλειςθα βάλλετεθα βάλλεσαιθα βάλλεστε, θα βαλλόσαστε
θα βάλλειθα βάλλουν(ε)θα βάλλεταιθα βάλλονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βληθώθα βληθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βληθείςθα βληθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βληθείθα βληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλειθα έχουμε βάλειθα έχω βληθεί
θα είμαι βλημένος, -η
θα έχουμε βληθεί
θα είμαστε βλημένοι, -ες
θα έχεις βάλειθα έχετε βάλειθα έχεις βληθεί
θα είσαι βλημένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βλημένοι, -ες
θα έχει βάλειθα έχουν βάλειθα έχει βληθεί
θα είναι βλημένος, -η, -ο
θα έχουν βληθεί
θα είναι βλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάλλωνα βάλλουμε, να βάλλομενα βάλλομαινα βαλλόμαστε
να βάλλειςνα βάλλετενα βάλλεσαινα βάλλεστε, να βαλλόσαστε
να βάλλεινα βάλλουν(ε)να βάλλεταινα βάλλονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βληθώνα βληθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βληθείςνα βληθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βληθείνα βληθούν(ε)
Perfνα έχω βάλεινα έχουμε βάλεινα έχω βληθεί
να είμαι βλημένος, -η
να έχουμε βληθεί
να είμαστε βλημένοι, -ες
να έχεις βάλεινα έχετε βάλεινα έχεις βληθεί
να είσαι βλημένος, -η
να έχετε βληθεί
να είστε βλημένοι, -ες
να έχει βάλεινα έχουν βάλεινα έχει βληθεί
να είναι βλημένος, -η, -ο
να έχουν βληθεί
να είναι βλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάλλεβάλλετεβάλλεστε
Aoristβάλεβάλετεβληθείτε
Part
izip
Presβάλλονταςβαλλόμενος
Perfέχοντας βάλειβλημένος, -η, -οβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβληθεί













Griechische Definition zu βάλλω

βάλλω [válo] -ομαι Ρ πρτ. έβαλλα, αόρ. έβαλα, απαρέμφ. βάλει, παθ. αόρ. βλήθηκα, απαρέμφ. βληθεί : (λόγ.) 1. ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο: Tο πυροβολικό βάλλει από το πρωί κατά των θέσεων του εχθρού. Ένα σύγχρονο πολυβόλο βάλλει χιλιάδες σφαίρες το λεπτό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback