werfen
 Verb

ρίχνω Verb
(8)
πετώ Verb
(1)
βάλλω Verb
(0)
γεννώ Verb
(0)
βροντώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und ich werde jedes Mal bei fünf eines nach dir werfen.Και κάθε φορά που θα μετράω ως το πέντε, θα ρίχνω ένα από αυτά προς το μέρος σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Es gibt nichts Herrlicheres, als zu Hause aufzuwachen, einen Blick auf die vertraute Umgebung zu werfen und den Tag locker angehen zu lassen.Τίποτα δε συγκρίνεται με το να ξυπνάω στο σπίτι μου, να ρίχνω μια ματιά στον κόσμο μου, να ξεκινάω σιγά-σιγά τη μέρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sahen mich nie werfen.Κοίτα με να ρίχνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Außerdem konnte ich Energiebälle werfen.Και επιπλέον, μπορούσα να ρίχνω μπάλες ενέργειας.

Übersetzung nicht bestätigt

Dr. Kelso, ich bin Arzt geworden um Leben zu retten um Wunden zu heilen... und um die "Doctor-Bombe" zu werfen um in Bars Mädels abzuschleppenΔρ. Κέλσο, έγινα γιατρός για να σώζω ζωές, να θεραπεύω πληγές, και περιστασιακά να πετάω την ατάκα "γιατρός", για να ρίχνω γκομενάκια στα μπαρ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρίχνωρίχνουμε, ρίχνομερίχνομαιριχνόμαστε
ρίχνειςρίχνετερίχνεσαιρίχνεστε, ριχνόσαστε
ρίχνειρίχνουν(ε)ρίχνεταιρίχνονται
Imper
fekt
έριχναρίχναμεριχνόμουν(α)ριχνόμαστε, ριχνόμασταν
έριχνεςρίχνατεριχνόσουν(α)ριχνόσαστε, ριχνόσασταν
έριχνεέριχναν, ρίχναν(ε)ριχνόταν(ε)ρίχνονταν, ριχνόντανε, ριχνόντουσαν
Aoristέριξαρίξαμερίχτηκαριχτήκαμε
έριξεςρίξατερίχτηκεςριχτήκατε
έριξεέριξαν, ρίξαν(ε)ρίχτηκερίχτηκαν, ριχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρίξει
έχω ριγμένο
έχουμε ρίξει
έχουμε ριγμένο
έχω ριχτεί
είμαι ριγμένος, -η
έχουμε ριχτεί
είμαστε ριγμένοι, -ες
έχεις ρίξει
έχεις ριγμένο
έχετε ρίξει
έχετε ριγμένο
έχεις ριχτεί
είσαι ριγμένος, -η
έχετε ριχτεί
είστε ριγμένοι, -ες
έχει ρίξει
έχει ριγμένο
έχουν ρίξει
έχουν ριγμένο
έχει ριχτεί
είναι ριγμένος, -η, -ο
έχουν ριχτεί
είναι ριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρίξει
είχα ριγμένο
είχαμε ρίξει
είχαμε ριγμένο
είχα ριχτεί
ήμουν ριγμένος, -η
είχαμε ριχτεί
ήμαστε ριγμένοι, -ες
είχες ρίξει
είχες ριγμένο
είχατε ρίξει
είχατε ριγμένο
είχες ριχτεί
ήσουν ριγμένος, -η
είχατε ριχτεί
ήσαστε ριγμένοι, -ες
είχε ρίξει
είχε ριγμένο
είχαν ρίξει
είχαν ριγμένο
είχε ριχτεί
ήταν ριγμένος, -η, -ο
είχαν ριχτεί
ήταν ριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρίχνωθα ρίχνουμε, θα ρίχνομεθα ρίχνομαιθα ριχνόμαστε
θα ρίχνειςθα ρίχνετεθα ρίχνεσαιθα ρίχνεστε, θα ριχνόσαστε
θα ρίχνειθα ρίχνουν(ε)θα ρίχνεταιθα ρίχνονται
Fut
ur
θα ρίξωθα ρίξουμε, θα ρίξομεθα ριχτώθα ριχτούμε
θα ρίξειςθα ρίξετεθα ριχτείςθα ριχτείτε
θα ρίξειθα ρίξουν(ε)θα ριχτείθα ριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρίξει
θα έχω ριγμένο
θα έχουμε ρίξει
θα έχουμε ριγμένο
θα έχω ριχτεί
θα είμαι ριγμένος, -η
θα έχουμε ριχτεί
θα είμαστε ριγμένοι, -ες
θα έχεις ρίξει
θα έχεις ριγμένο
θα έχετε ρίξει
θα έχετε ριγμένο
θα έχεις ριχτεί
θα είσαι ριγμένος, -η
θα έχετε ριχτεί
θα είστε ριγμένοι, -ες
θα έχει ρίξει
θα έχει ριγμένο
θα έχουν ρίξει
θα έχουν ριγμένο
θα έχει ριχτεί
θα είναι ριγμένος, -η, -ο
θα έχουν ριχτεί
θα είναι ριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρίχνωνα ρίχνουμε, να ρίχνομενα ρίχνομαινα ριχνόμαστε
να ρίχνειςνα ρίχνετενα ρίχνεσαινα ρίχνεστε, να ριχνόσαστε
να ρίχνεινα ρίχνουν(ε)να ρίχνεταινα ρίχνονται
Aoristνα ρίξωνα ρίξουμε, να ρίξομενα ριχτώνα ριχτούμε
να ρίξειςνα ρίξετενα ριχτείςνα ριχτείτε
να ρίξεινα ρίξουν(ε)να ριχτείνα ριχτούν(ε)
Perfνα έχω ρίξει
να έχω ριγμένο
να έχουμε ρίξει
να έχουμε ριγμένο
να έχω ριχτεί
να είμαι ριγμένος, -η
να έχουμε ριχτεί
να είμαστε ριγμένοι, -ες
να έχεις ρίξει
να έχεις ριγμένο
να έχετε ρίξει
να έχετε ριγμένο
να έχεις ριχτεί
να είσαι ριγμένος, -η
να έχετε ριχτεί
να είστε ριγμένοι, -ες
να έχει ρίξει
να έχει ριγμένο
να έχουν ρίξει
να έχουν ριγμένο
να έχει ριχτεί
να είναι ριγμένος, -η, -ο
να έχουν ριχτεί
να είναι ριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρίχνερίχνετερίχνεστε
Aoristρίξερίξτε, ρίχτερίξουριχτείτε
Part
izip
Presρίχνοντας
Perfέχοντας ρίξει, έχοντας ριγμένοριγμένος, -η, -οριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristρίξειριχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πετάω, πετώπετάμε,πετούμεpetao">πετάγομαιπεταγόμαστε
πετάςπετάτεπετάγεσαιπετάγεστε, πεταγόσαστε
πετάει, πετάπετάνε, πετούν(ε)πετάγεταιπετάγονται
Imper
fekt
πετούσα, πέταγαπετούσαμε, πετάγαμεπεταγόμουν(α)πεταγόμαστε, πεταγόμασταν
πετούσες, πέταγεςπετούσατε, πετάγατεπεταγόσουν(α)πεταγόσαστε, πεταγόσασταν
πετούσε, πέταγεπετούσαν(ε), πέταγαν, πετάγανεπεταγόταν(ε)πετάγονταν, πεταγόντανε, πεταγόντουσαν
Aoristπέταξαπετάξαμεπετάχτηκαπεταχτήκαμε
πέταξεςπετάξατεπετάχτηκεςπεταχτήκατε
πέταξεπέταξαν, πετάξαν(ε)πετάχτηκεπετάχτηκαν, πεταχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πετάξει
έχω πεταγμένο
έχουμε πετάξει
έχουμε πεταγμένο
έχω πεταχτεί
είμαι πεταγμένος, -η
έχουμε πεταχτεί
είμαστε πεταγμένοι, -ες
έχεις πετάξει
έχεις πεταγμένο
έχετε πετάξει
έχετε πεταγμένο
έχεις πεταχτεί
είσαι πεταγμένος, -η
έχετε πεταχτεί
είστε πεταγμένοι, -ες
έχει πετάξει
έχει πεταγμένο
έχουν πετάξει
έχουν πεταγμένο
έχει πεταχτεί
είναι πεταγμένος, -η, -ο
έχουν πεταχτεί
είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα πετάξει
είχα πεταγμένο
είχαμε πετάξει
είχαμε πεταγμένο
είχα πεταχτεί
ήμουν πεταγμένος, -η
είχαμε πεταχτεί
ήμαστε πεταγμένοι, -ες
είχες πετάξει
είχες πεταγμένο
είχατε πετάξει
είχατε πεταγμένο
είχες πεταχτεί
ήσουν πεταγμένος, -η
είχατε πεταχτεί
ήσαστε πεταγμένοι, -ες
είχε πετάξει
είχε πεταγμένο
είχαν πετάξει
είχαν πεταγμένο
είχε πεταχτεί
ήταν πεταγμενος, -η, -ο
είχαν πεταχτεί
ήταν πεταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πετάω, θα πετώθα πετάμε, θα πετούμεθα πετάγομαιθα πεταγόμαστε
θα πετάςθα πετάτεθα πετάγεσαιθα πετάγεστε, θα πεταγόσαστε
θα πετάει, θα πετάθα πετάν(ε), θα πετούν(ε)θα πετάγεταιθα πεταγόνται
Fut
ur
θα πετάξωθα πετάξουμε, θα πετάξομεθα πεταχτώθα πεταχτούμε
θα πετάξειςθα πετάξετεθα πεταχτείςθα πεταχτείτε
θα πετάξειθα πετάξουν(ε)θα πεταχτείθα πεταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πετάξει
θα έχω πεταγμένο
θα έχουμε πετάξει
θα έχουμε πεταγμένο
θα έχω πεταχτεί
θα είμαι πεταγμένος, -η
θα έχουμε πεταχτεί
θα είμαστε πεταγμένοι, -ες
θα έχεις πετάξει
θα έχεις πεταγμένο
θα έχετε πετάξει
θα έχετε πεταγμένο
θα έχεις πεταχτεί
θα είσαι πεταγμένος, -η
θα έχετε πεταχτεί
θα είστε πεταγμενοι, -ες
θα έχει πετάξει
θα έχει πεταγμένο
θα έχουν πετάξει
θα έχουν πεταγμένο
θα έχει πεταχτεί
θα είναι πεταγμένος, -η, -ο
θα έχουν πεταχτεί
θα είναι πεταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πετάω, να πετώνα πετάμε, να πετούμενα πετάγομαινα πεταγόμαστε
να πετάςνα πετάτενα πετάγεσαινα πετάγεστε, να πεταγόσαστε
να πετάει, να πετάνα πετάνε, να πετούνενα πετάγεταινα πετάγονται
Aoristνα πετάξωνα πετάξουμε, να πετάξομενα πεταχτώνα πεταχτούμε
να πετάξειςνα πετάξετενα πεταχτείςνα πεταχτείτε
να πετάξεινα πετάξουννα πεταχτείνα πεταχτούνε
Perfνα έχω πετάξει
να έχω πεταγμένο
να έχουμε πετάξει
να έχουμε πεταγμένο
να έχω πεταχτεί
να είμαι πεταγμένος, -η
να έχουμε πεταχτεί
να είμαστε πεταγμενοι, -ες
να έχεις πετάξει
να έχεις πεταγμένο
να έχετε πετάξει
να έχετε πεταγμένο
να έχεις πεταχτεί
να είσαι πεταγμένος, -η
να έχετε πεταχτεί
να είστε πεταγμένοι, -ες
να έχει πετάξει
να έχει πεταγμένο
να έχουν πετάξει
να έχουν πεταγμένο
να έχει πεταχτεί
να είναι πεταγμένος, -η, -ο
να έχουν πεταχτεί
να είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέτα, πέταγεπετάτεπετάγεστε
Aoristπέταξε, πέταπετάξτε, πετάχτεπετάξουπεταχτείτε
Part
izip
Presπετώντας
Perfέχοντας πετάξει, έχοντας πεταγμένοπεταγμένος, -η, -οπεταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπετάξειπεταχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάλλωβάλλουμε, βάλλομεβάλλομαιβαλλόμαστε
βάλλειςβάλλετεβάλλεσαιβάλλεστε, βαλλόσαστε
βάλλειβάλλουν(ε)βάλλεταιβάλλονται
Imper
fekt
έβαλλαβάλλαμεβαλλόμουν(α)βαλλόμαστε
έβαλλεςβάλλατεβαλλόσουν(α)βαλλόσαστε
έβαλλεέβαλλαν, βάλλαν(ε)βαλλόταν(ε)βάλλονταν
Aoristέβαλαβάλαμεβλήθηκαβληθήκαμε
έβαλεςβάλατεβλήθηκεςβληθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βλήθηκεβλήθηκαν, βληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλειέχουμε βάλειέχω βληθεί
είμαι βλημένος, -η
έχουμε βληθεί
είμαστε βλημένοι, -ες
έχεις βάλειέχετε βάλειέχεις βληθεί
είσαι βλημένος, -η
έχετε βληθεί
είστε βλημένοι, -ες
έχει βάλειέχουν βάλειέχει βληθεί
είναι βλημένος, -η, -ο
έχουν βληθεί
είναι βλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλειείχαμε βάλειείχα βληθεί
ήμουν βλημένος, -η
είχαμε βληθεί
ήμαστε βλημένοι, -ες
είχες βάλειείχατε βάλειείχες βληθεί
ήσουν βλημένος, -η
είχατε βληθεί
ήσαστε βλημένοι, -ες
είχε βάλειείχαν βάλειείχε βληθεί
ήταν βλημένος, -η, -ο
είχαν βληθεί
ήταν βλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάλλωθα βάλλουμε, θα βάλλομεθα βάλλομαιθα βαλλόμαστε
θα βάλλειςθα βάλλετεθα βάλλεσαιθα βάλλεστε, θα βαλλόσαστε
θα βάλλειθα βάλλουν(ε)θα βάλλεταιθα βάλλονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βληθώθα βληθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βληθείςθα βληθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βληθείθα βληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλειθα έχουμε βάλειθα έχω βληθεί
θα είμαι βλημένος, -η
θα έχουμε βληθεί
θα είμαστε βλημένοι, -ες
θα έχεις βάλειθα έχετε βάλειθα έχεις βληθεί
θα είσαι βλημένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βλημένοι, -ες
θα έχει βάλειθα έχουν βάλειθα έχει βληθεί
θα είναι βλημένος, -η, -ο
θα έχουν βληθεί
θα είναι βλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάλλωνα βάλλουμε, να βάλλομενα βάλλομαινα βαλλόμαστε
να βάλλειςνα βάλλετενα βάλλεσαινα βάλλεστε, να βαλλόσαστε
να βάλλεινα βάλλουν(ε)να βάλλεταινα βάλλονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βληθώνα βληθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βληθείςνα βληθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βληθείνα βληθούν(ε)
Perfνα έχω βάλεινα έχουμε βάλεινα έχω βληθεί
να είμαι βλημένος, -η
να έχουμε βληθεί
να είμαστε βλημένοι, -ες
να έχεις βάλεινα έχετε βάλεινα έχεις βληθεί
να είσαι βλημένος, -η
να έχετε βληθεί
να είστε βλημένοι, -ες
να έχει βάλεινα έχουν βάλεινα έχει βληθεί
να είναι βλημένος, -η, -ο
να έχουν βληθεί
να είναι βλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάλλεβάλλετεβάλλεστε
Aoristβάλεβάλετεβληθείτε
Part
izip
Presβάλλονταςβαλλόμενος
Perfέχοντας βάλειβλημένος, -η, -οβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεννάω, γεννώγεννάμε, γεννούμεγεννιέμαιγεννιόμαστε
γεννάςγεννάτεγεννιέσαιγεννιέστε, γεννιόσαστε
γεννάει, γεννάγεννάν(ε), γεννούν(ε)γεννιέταιγεννιούνται, γεννιόνται
Imper
fekt
γεννούσα, γένναγαγεννούσαμε, γεννάγαμεγεννιόμουν(α)γεννιόμαστε, γεννιόμασταν
γεννούσες, γένναγεςγεννούσατε, γεννάγατεγεννιόσουν(α)γεννιόσαστε, γεννιόσασταν
γεννούσε, γένναγεγεννούσαν(ε), γένναγαν, γεννάγανεγεννιόταν(ε)γεννιόνταν(ε), γεννιούνταν, γεννιόντουσαν
Aoristγέννησαγεννήσαμεγεννήθηκαγεννηθήκαμε
γέννησεςγεννήσατεγεννήθηκεςγεννηθήκατε
γέννησεγέννησαν, γεννήσαν(ε)γεννήθηκεγεννήθηκαν, γεννηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω γεννήσει
έχω γεννημένο
έχουμε γεννήσει
έχουμε γεννημένο
έχω γεννηθεί
είμαι γεννημένος, -η
έχουμε γεννηθεί
είμαστε γεννημένοι, -ες
έχεις γεννήσει
έχεις γεννημένο
έχετε γεννήσει
έχετε γεννημένο
έχεις γεννηθεί
είσαι γεννημένος, -η
έχετε γεννηθεί
είστε γεννημένοι, -ες
έχει γεννήσει
έχει γεννημένο
έχουν γεννήσει
έχουν γεννημένο
έχει γεννηθεί
είναι γεννημένος, -η, -ο
έχουν γεννηθεί
είναι γεννημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα γεννήσει
είχα γεννημένο
είχαμε γεννήσει
είχαμε γεννημένο
είχα γεννηθεί
ήμουν γεννημένος, -η
είχαμε γεννηθεί
ήμαστε γεννημένοι, -ες
είχες γεννήσει
είχες γεννημένο
είχατε γεννήσει
είχατε γεννημένο
είχες γεννηθεί
ήσουν γεννημένος, -η
είχατε γεννηθεί
ήσαστε γεννημένοι, -ες
είχε γεννήσει
είχε γεννημένο
είχαν γεννήσει
είχαν γεννημένο
είχε γεννηθεί
ήταν γεννημένος, -η, -ο
είχαν γεννηθεί
ήταν γεννημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεννάω, θα γεννώθα γεννάμε, θα γεννούμεθα γεννιέμαιθα γεννιόμαστε
θα γεννάςθα γεννάτεθα γεννιέσαιθα γεννιέστε, θα γεννιόσαστε
θα γεννάει, θα γεννάθα γεννάν(ε), θα γεννούν(ε)θα γεννιέταιθα γεννιούνται, θα γεννιόνται
Fut
ur
θα γεννήσωθα γεννήσουμε, θα γεννήσομεθα γεννηθώθα γεννηθούμε
θα γεννήσειςθα γεννήσετεθα γεννηθείςθα γεννηθείτε
θα γεννήσειθα γεννήσουν(ε)θα γεννηθείθα γεννηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεννήσει
θα έχω γεννημένο
θα έχουμε γεννήσει
θα έχουμε γεννημένο
θα έχω γεννηθεί
θα είμαι γεννημένος, -η
θα έχουμε γεννηθεί
θα είμαστε γεννημένοι, -ες
θα έχεις γεννήσει
θα έχεις γεννημένο
θα έχετε γεννήσει
θα έχετε γεννημένο
θα έχεις γεννηθεί
θα είσαι γεννημένος, -η
θα έχετε γεννηθεί
θα είστε γεννημένοι, -ες
θα έχει γεννήσει
θα έχει γεννημένο
θα έχουν γεννήσει
θα έχουν γεννημένο
θα έχει γεννηθεί
θα είναι γεννημένος, -η, -ο
θα έχουν γεννηθεί
θα είναι γεννημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεννάω, να γεννώνα γεννάμε, να γεννούμενα γεννιέμαινα γεννιόμαστε
να γεννάςνα γεννάτενα γεννιέσαινα γεννιέστε, να γεννιόσαστε
να γεννάει, να γεννάνα γεννάν(ε), να γεννούν(ε)να γεννιέταινα γεννιούνται, να γεννιόνται
Aoristνα γεννήσωνα γεννήσουμε, να γεννήσομενα γεννηθώνα γεννηθούμε
να γεννήσειςνα γεννήσετενα γεννηθείςνα γεννηθείτε
να γεννήσεινα γεννήσουν(ε)να γεννηθείνα γεννηθούν(ε)
Perfνα έχω γεννήσει
να έχω γεννημένο
να έχουμε γεννήσει
να έχουμε γεννημένο
να έχω γεννηθεί
να είμαι γεννημένος, -η
να έχουμε γεννηθεί
να είμαστε γεννημένοι, -ες
να έχεις γεννήσει
να έχεις γεννημένο
να έχετε γεννήσει
να έχετε γεννημένο
να έχεις γεννηθεί
να είσαι γεννημένος, -η
να έχετε γεννηθεί
να είστε γεννημένοι, -η
να έχει γεννήσει
να έχει γεννημένο
να έχουν γεννήσει
να έχουν γεννημένο
να έχει γεννηθεί
να είναι γεννημένος, -η, -ο
να έχουν γεννηθεί
να είναι γεννημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγέννα, γένναγεγεννάτεγεννιέστε
Aoristγέννησε, γένναγεννήστεγεννήσουγεννηθείτε
Part
izip
Presγεννώντας
Perfέχοντας γεννήσει, έχοντας γεννημένογεννημένος, -η, -ογεννημένοι, -ες, -α
InfinAoristγεννήσειγεννηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback