ρίχνω Verb  [richno, rixnw]

  Verb
(8)
  Verb
(1)
abwerfen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ρίχνω

ρίχνω mittelgriechisch ρίφνω altgriechisch ῥίπτω


GriechischDeutsch
Και κάθε φορά που θα μετράω ως το πέντε, θα ρίχνω ένα από αυτά προς το μέρος σου.Und ich werde jedes Mal bei fünf eines nach dir werfen.

Übersetzung nicht bestätigt

Τίποτα δε συγκρίνεται με το να ξυπνάω στο σπίτι μου, να ρίχνω μια ματιά στον κόσμο μου, να ξεκινάω σιγά-σιγά τη μέρα.Es gibt nichts Herrlicheres, als zu Hause aufzuwachen, einen Blick auf die vertraute Umgebung zu werfen und den Tag locker angehen zu lassen.

Übersetzung nicht bestätigt

Κοίτα με να ρίχνω.Sie sahen mich nie werfen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και επιπλέον, μπορούσα να ρίχνω μπάλες ενέργειας.Außerdem konnte ich Energiebälle werfen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δρ. Κέλσο, έγινα γιατρός για να σώζω ζωές, να θεραπεύω πληγές, και περιστασιακά να πετάω την ατάκα "γιατρός", για να ρίχνω γκομενάκια στα μπαρ.Dr. Kelso, ich bin Arzt geworden um Leben zu retten um Wunden zu heilen... und um die "Doctor-Bombe" zu werfen um in Bars Mädels abzuschleppen

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ρίχνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρίχνωρίχνουμε, ρίχνομερίχνομαιριχνόμαστε
ρίχνειςρίχνετερίχνεσαιρίχνεστε, ριχνόσαστε
ρίχνειρίχνουν(ε)ρίχνεταιρίχνονται
Imper
fekt
έριχναρίχναμεριχνόμουν(α)ριχνόμαστε, ριχνόμασταν
έριχνεςρίχνατεριχνόσουν(α)ριχνόσαστε, ριχνόσασταν
έριχνεέριχναν, ρίχναν(ε)ριχνόταν(ε)ρίχνονταν, ριχνόντανε, ριχνόντουσαν
Aoristέριξαρίξαμερίχτηκαριχτήκαμε
έριξεςρίξατερίχτηκεςριχτήκατε
έριξεέριξαν, ρίξαν(ε)ρίχτηκερίχτηκαν, ριχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρίξει
έχω ριγμένο
έχουμε ρίξει
έχουμε ριγμένο
έχω ριχτεί
είμαι ριγμένος, -η
έχουμε ριχτεί
είμαστε ριγμένοι, -ες
έχεις ρίξει
έχεις ριγμένο
έχετε ρίξει
έχετε ριγμένο
έχεις ριχτεί
είσαι ριγμένος, -η
έχετε ριχτεί
είστε ριγμένοι, -ες
έχει ρίξει
έχει ριγμένο
έχουν ρίξει
έχουν ριγμένο
έχει ριχτεί
είναι ριγμένος, -η, -ο
έχουν ριχτεί
είναι ριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρίξει
είχα ριγμένο
είχαμε ρίξει
είχαμε ριγμένο
είχα ριχτεί
ήμουν ριγμένος, -η
είχαμε ριχτεί
ήμαστε ριγμένοι, -ες
είχες ρίξει
είχες ριγμένο
είχατε ρίξει
είχατε ριγμένο
είχες ριχτεί
ήσουν ριγμένος, -η
είχατε ριχτεί
ήσαστε ριγμένοι, -ες
είχε ρίξει
είχε ριγμένο
είχαν ρίξει
είχαν ριγμένο
είχε ριχτεί
ήταν ριγμένος, -η, -ο
είχαν ριχτεί
ήταν ριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρίχνωθα ρίχνουμε, θα ρίχνομεθα ρίχνομαιθα ριχνόμαστε
θα ρίχνειςθα ρίχνετεθα ρίχνεσαιθα ρίχνεστε, θα ριχνόσαστε
θα ρίχνειθα ρίχνουν(ε)θα ρίχνεταιθα ρίχνονται
Fut
ur
θα ρίξωθα ρίξουμε, θα ρίξομεθα ριχτώθα ριχτούμε
θα ρίξειςθα ρίξετεθα ριχτείςθα ριχτείτε
θα ρίξειθα ρίξουν(ε)θα ριχτείθα ριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρίξει
θα έχω ριγμένο
θα έχουμε ρίξει
θα έχουμε ριγμένο
θα έχω ριχτεί
θα είμαι ριγμένος, -η
θα έχουμε ριχτεί
θα είμαστε ριγμένοι, -ες
θα έχεις ρίξει
θα έχεις ριγμένο
θα έχετε ρίξει
θα έχετε ριγμένο
θα έχεις ριχτεί
θα είσαι ριγμένος, -η
θα έχετε ριχτεί
θα είστε ριγμένοι, -ες
θα έχει ρίξει
θα έχει ριγμένο
θα έχουν ρίξει
θα έχουν ριγμένο
θα έχει ριχτεί
θα είναι ριγμένος, -η, -ο
θα έχουν ριχτεί
θα είναι ριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρίχνωνα ρίχνουμε, να ρίχνομενα ρίχνομαινα ριχνόμαστε
να ρίχνειςνα ρίχνετενα ρίχνεσαινα ρίχνεστε, να ριχνόσαστε
να ρίχνεινα ρίχνουν(ε)να ρίχνεταινα ρίχνονται
Aoristνα ρίξωνα ρίξουμε, να ρίξομενα ριχτώνα ριχτούμε
να ρίξειςνα ρίξετενα ριχτείςνα ριχτείτε
να ρίξεινα ρίξουν(ε)να ριχτείνα ριχτούν(ε)
Perfνα έχω ρίξει
να έχω ριγμένο
να έχουμε ρίξει
να έχουμε ριγμένο
να έχω ριχτεί
να είμαι ριγμένος, -η
να έχουμε ριχτεί
να είμαστε ριγμένοι, -ες
να έχεις ρίξει
να έχεις ριγμένο
να έχετε ρίξει
να έχετε ριγμένο
να έχεις ριχτεί
να είσαι ριγμένος, -η
να έχετε ριχτεί
να είστε ριγμένοι, -ες
να έχει ρίξει
να έχει ριγμένο
να έχουν ρίξει
να έχουν ριγμένο
να έχει ριχτεί
να είναι ριγμένος, -η, -ο
να έχουν ριχτεί
να είναι ριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρίχνερίχνετερίχνεστε
Aoristρίξερίξτε, ρίχτερίξουριχτείτε
Part
izip
Presρίχνοντας
Perfέχοντας ρίξει, έχοντας ριγμένοριγμένος, -η, -οριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristρίξειριχτεί











Griechische Definition zu ρίχνω

ρίχνω [ríxno] -ομαι Ρ αόρ. έριξα, απαρέμφ. ρίξει, παθ. αόρ. ρίχτηκα, απαρέμφ. ριχτεί, μππ. ριγμένος : I1.αφήνω ή σπρώχνω κτ. να πέσει με το βάρος του· πετώ: Έκανε μια απρόσεχτη κίνηση και έριξε κάτω τα ποτήρια. Έριξε τον κουβά στο πηγάδι. Tον έριξαν από το παράθυρο. Aεροπλάνα του στρατού έριξαν τρόφιμα στα αποκλεισμένα χωριά. Έριξαν τα αγκίστρια στη θάλασσα. || (παθ.) αφήνω τον εαυτό μου να πέσει· πέφτω: Ρίχτηκαν στον γκρεμό και σκοτώθηκαν. Ρίχτηκε στη θάλασσα να πνιγεί. Tα ποτήρια, τα βάζα, όλα ήταν ριγμένα στο πάτωμα από μιαν άγνωστη αιτία. || (για χαρτοπαίγνιο) αφήνω κάτω ένα χαρτί που έχω στα χέρια μου: Ρίξε το βαλέ καρό. ρίχνω τα χαρτιά*. ΦΡ ρίχνω μαύρη* πέτρα (πίσω μου). [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback