einfüllen
 Verb

ρίχνω Verb
(1)
βάζω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Monk legt alles zurecht und ich muss nur Wasser einfüllen.Ο Μονκ τα έχει όλα έτοιμα. Εγώ μόνο στο νερό τα ρίχνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρίχνωρίχνουμε, ρίχνομερίχνομαιριχνόμαστε
ρίχνειςρίχνετερίχνεσαιρίχνεστε, ριχνόσαστε
ρίχνειρίχνουν(ε)ρίχνεταιρίχνονται
Imper
fekt
έριχναρίχναμεριχνόμουν(α)ριχνόμαστε, ριχνόμασταν
έριχνεςρίχνατεριχνόσουν(α)ριχνόσαστε, ριχνόσασταν
έριχνεέριχναν, ρίχναν(ε)ριχνόταν(ε)ρίχνονταν, ριχνόντανε, ριχνόντουσαν
Aoristέριξαρίξαμερίχτηκαριχτήκαμε
έριξεςρίξατερίχτηκεςριχτήκατε
έριξεέριξαν, ρίξαν(ε)ρίχτηκερίχτηκαν, ριχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρίξει
έχω ριγμένο
έχουμε ρίξει
έχουμε ριγμένο
έχω ριχτεί
είμαι ριγμένος, -η
έχουμε ριχτεί
είμαστε ριγμένοι, -ες
έχεις ρίξει
έχεις ριγμένο
έχετε ρίξει
έχετε ριγμένο
έχεις ριχτεί
είσαι ριγμένος, -η
έχετε ριχτεί
είστε ριγμένοι, -ες
έχει ρίξει
έχει ριγμένο
έχουν ρίξει
έχουν ριγμένο
έχει ριχτεί
είναι ριγμένος, -η, -ο
έχουν ριχτεί
είναι ριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρίξει
είχα ριγμένο
είχαμε ρίξει
είχαμε ριγμένο
είχα ριχτεί
ήμουν ριγμένος, -η
είχαμε ριχτεί
ήμαστε ριγμένοι, -ες
είχες ρίξει
είχες ριγμένο
είχατε ρίξει
είχατε ριγμένο
είχες ριχτεί
ήσουν ριγμένος, -η
είχατε ριχτεί
ήσαστε ριγμένοι, -ες
είχε ρίξει
είχε ριγμένο
είχαν ρίξει
είχαν ριγμένο
είχε ριχτεί
ήταν ριγμένος, -η, -ο
είχαν ριχτεί
ήταν ριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρίχνωθα ρίχνουμε, θα ρίχνομεθα ρίχνομαιθα ριχνόμαστε
θα ρίχνειςθα ρίχνετεθα ρίχνεσαιθα ρίχνεστε, θα ριχνόσαστε
θα ρίχνειθα ρίχνουν(ε)θα ρίχνεταιθα ρίχνονται
Fut
ur
θα ρίξωθα ρίξουμε, θα ρίξομεθα ριχτώθα ριχτούμε
θα ρίξειςθα ρίξετεθα ριχτείςθα ριχτείτε
θα ρίξειθα ρίξουν(ε)θα ριχτείθα ριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρίξει
θα έχω ριγμένο
θα έχουμε ρίξει
θα έχουμε ριγμένο
θα έχω ριχτεί
θα είμαι ριγμένος, -η
θα έχουμε ριχτεί
θα είμαστε ριγμένοι, -ες
θα έχεις ρίξει
θα έχεις ριγμένο
θα έχετε ρίξει
θα έχετε ριγμένο
θα έχεις ριχτεί
θα είσαι ριγμένος, -η
θα έχετε ριχτεί
θα είστε ριγμένοι, -ες
θα έχει ρίξει
θα έχει ριγμένο
θα έχουν ρίξει
θα έχουν ριγμένο
θα έχει ριχτεί
θα είναι ριγμένος, -η, -ο
θα έχουν ριχτεί
θα είναι ριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρίχνωνα ρίχνουμε, να ρίχνομενα ρίχνομαινα ριχνόμαστε
να ρίχνειςνα ρίχνετενα ρίχνεσαινα ρίχνεστε, να ριχνόσαστε
να ρίχνεινα ρίχνουν(ε)να ρίχνεταινα ρίχνονται
Aoristνα ρίξωνα ρίξουμε, να ρίξομενα ριχτώνα ριχτούμε
να ρίξειςνα ρίξετενα ριχτείςνα ριχτείτε
να ρίξεινα ρίξουν(ε)να ριχτείνα ριχτούν(ε)
Perfνα έχω ρίξει
να έχω ριγμένο
να έχουμε ρίξει
να έχουμε ριγμένο
να έχω ριχτεί
να είμαι ριγμένος, -η
να έχουμε ριχτεί
να είμαστε ριγμένοι, -ες
να έχεις ρίξει
να έχεις ριγμένο
να έχετε ρίξει
να έχετε ριγμένο
να έχεις ριχτεί
να είσαι ριγμένος, -η
να έχετε ριχτεί
να είστε ριγμένοι, -ες
να έχει ρίξει
να έχει ριγμένο
να έχουν ρίξει
να έχουν ριγμένο
να έχει ριχτεί
να είναι ριγμένος, -η, -ο
να έχουν ριχτεί
να είναι ριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρίχνερίχνετερίχνεστε
Aoristρίξερίξτε, ρίχτερίξουριχτείτε
Part
izip
Presρίχνοντας
Perfέχοντας ρίξει, έχοντας ριγμένοριγμένος, -η, -οριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristρίξειριχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback