anbieten
 Verb

δίδω Verb
(0)
βάλλω Verb
(0)
κερνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Darf ich Ihnen auch einen Apfel anbieten?Μπορώ να σας προσφέρω ένα μήλο;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich soll dir vom Boss einen Job anbieten.Μ' έστειλε να σου προσφέρω δουλειά.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn sich mal ein Liebster anbieten will, muss er mit lhrer Mutter sprechen, nicht mit Ihnen.Όταν έλθει η ώρα ένας αγαπημένος να προσφερθεί θα πρέπει να μιλήσει μαζί σου και όχι με την μητέρα σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Leider kann ich euch keinen Platz anbieten.Συγνώμη που δεν σας λέω να καθίσετε.

Übersetzung nicht bestätigt

Du würdest ihr natürlich einen Brandy anbieten.Θα μου προσέφερες ένα κονιάκ, βέβαια.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάλλωβάλλουμε, βάλλομεβάλλομαιβαλλόμαστε
βάλλειςβάλλετεβάλλεσαιβάλλεστε, βαλλόσαστε
βάλλειβάλλουν(ε)βάλλεταιβάλλονται
Imper
fekt
έβαλλαβάλλαμεβαλλόμουν(α)βαλλόμαστε
έβαλλεςβάλλατεβαλλόσουν(α)βαλλόσαστε
έβαλλεέβαλλαν, βάλλαν(ε)βαλλόταν(ε)βάλλονταν
Aoristέβαλαβάλαμεβλήθηκαβληθήκαμε
έβαλεςβάλατεβλήθηκεςβληθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βλήθηκεβλήθηκαν, βληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλειέχουμε βάλειέχω βληθεί
είμαι βλημένος, -η
έχουμε βληθεί
είμαστε βλημένοι, -ες
έχεις βάλειέχετε βάλειέχεις βληθεί
είσαι βλημένος, -η
έχετε βληθεί
είστε βλημένοι, -ες
έχει βάλειέχουν βάλειέχει βληθεί
είναι βλημένος, -η, -ο
έχουν βληθεί
είναι βλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλειείχαμε βάλειείχα βληθεί
ήμουν βλημένος, -η
είχαμε βληθεί
ήμαστε βλημένοι, -ες
είχες βάλειείχατε βάλειείχες βληθεί
ήσουν βλημένος, -η
είχατε βληθεί
ήσαστε βλημένοι, -ες
είχε βάλειείχαν βάλειείχε βληθεί
ήταν βλημένος, -η, -ο
είχαν βληθεί
ήταν βλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάλλωθα βάλλουμε, θα βάλλομεθα βάλλομαιθα βαλλόμαστε
θα βάλλειςθα βάλλετεθα βάλλεσαιθα βάλλεστε, θα βαλλόσαστε
θα βάλλειθα βάλλουν(ε)θα βάλλεταιθα βάλλονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βληθώθα βληθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βληθείςθα βληθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βληθείθα βληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλειθα έχουμε βάλειθα έχω βληθεί
θα είμαι βλημένος, -η
θα έχουμε βληθεί
θα είμαστε βλημένοι, -ες
θα έχεις βάλειθα έχετε βάλειθα έχεις βληθεί
θα είσαι βλημένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βλημένοι, -ες
θα έχει βάλειθα έχουν βάλειθα έχει βληθεί
θα είναι βλημένος, -η, -ο
θα έχουν βληθεί
θα είναι βλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάλλωνα βάλλουμε, να βάλλομενα βάλλομαινα βαλλόμαστε
να βάλλειςνα βάλλετενα βάλλεσαινα βάλλεστε, να βαλλόσαστε
να βάλλεινα βάλλουν(ε)να βάλλεταινα βάλλονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βληθώνα βληθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βληθείςνα βληθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βληθείνα βληθούν(ε)
Perfνα έχω βάλεινα έχουμε βάλεινα έχω βληθεί
να είμαι βλημένος, -η
να έχουμε βληθεί
να είμαστε βλημένοι, -ες
να έχεις βάλεινα έχετε βάλεινα έχεις βληθεί
να είσαι βλημένος, -η
να έχετε βληθεί
να είστε βλημένοι, -ες
να έχει βάλεινα έχουν βάλεινα έχει βληθεί
να είναι βλημένος, -η, -ο
να έχουν βληθεί
να είναι βλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάλλεβάλλετεβάλλεστε
Aoristβάλεβάλετεβληθείτε
Part
izip
Presβάλλονταςβαλλόμενος
Perfέχοντας βάλειβλημένος, -η, -οβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κερνάω, κερνώκερνάμε, κερνούμεκερνιέμαικερνιόμαστε
κερνάςκερνάτεκερνιέσαικερνιέστε, κερνιόσαστε
κερνάει, κερνάκερνάν(ε), κερνούν(ε)κερνιέταικερνιούνται, κερνιόνται
Imper
fekt
κερνούσα, κέρναγακερνούσαμε, κερνάγαμεκερνιόμουν(α)κερνιόμαστε, κερνιόμασταν
κερνούσες, κέρναγεςκερνούσατε, κερνάγατεκερνιόσουν(α)κερνιόσαστε, κερνιόσασταν
κερνούσε, κέρναγεκερνούσαν(ε), κέρναγαν, κερνάγανεκερνιόταν(ε)κερνιόνταν(ε), κερνιούνταν, κερνιόντουσαν
Aoristκέρασακεράσαμεκεράστηκακεραστήκαμε
κέρασεςκεράσατεκεράστηκεςκεραστήκατε
κέρασεκέρασαν, κεράσαν(ε)κεράστηκεκεράστηκαν, κεραστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κεράσει
έχω κερασμένο
έχουμε κεράσει
έχουμε κερασμένο
έχω κεραστεί
είμαι κερασμένος, -η
έχουμε κεραστεί
είμαστε κερασμένοι, -ες
έχεις κεράσει
έχεις κερασμένο
έχετε κεράσει
έχετε κερασμένο
έχεις κεραστεί
είσαι κερασμένος, -η
έχετε κεραστεί
είστε κερασμένοι, -ες
έχει κεράσει
έχει κερασμένο
έχουν κεράσει
έχουν κερασμένο
έχει κεραστεί
είναι κερασμένος, -η, -ο
έχουν κεραστεί
είναι κερασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κεράσει
είχα κερασμένο
είχαμε κεράσει
είχαμε κερασμένο
είχα κεραστεί
ήμουν κερασμένος, -η
είχαμε κεραστεί
ήμαστε κερασμένοι, -ες
είχες κεράσει
είχες κερασμένο
είχατε κεράσει
είχατε κερασμένο
είχες κεραστεί
ήσουν κερασμένος, -η
είχατε κεραστεί
ήσαστε κερασμένοι, -ες
είχε κεράσει
είχε κερασμένο
είχαν κεράσει
είχαν κερασμένο
είχε κεραστεί
ήταν κερνημενος, -η, -ο
είχαν κεραστεί
ήταν κερασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κερνάω, θα κερνώθα κερνάμε, θα κερνούμεθα κερνιέμαιθα κερνιόμαστε
θα κερνάςθα κερνάτεθα κερνιέσαιθα κερνιέστε, θα κερνιόσαστε
θα κερνάει, θα κερνάθα κερνάν(ε), θα κερνούν(ε)θα κερνιέταιθα κερνιούνται, θα κερνιόνται
Fut
ur
θα κεράσωθα κεράσουμε, θα κεράσομεθα κεραστώθα κεραστούμε
θα κεράσειςθα κεράσετεθα κεραστείςθα κεραστείτε
θα κεράσειθα κεράσουν(ε)θα κεραστείθα κεραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κεράσει
θα έχω κερασμένο
θα έχουμε κεράσει
θα έχουμε κερασμένο
θα έχω κεραστεί
θα είμαι κερασμένος, -η
θα έχουμε κεραστεί
θα είμαστε κερασμένοι, -ες
θα έχεις κεράσει
θα έχεις κερασμένο
θα έχετε κεράσει
θα έχετε κερασμένο
θα έχεις κεραστεί
θα είσαι κερασμένος, -η
θα έχετε κεραστεί
θα είστε κερνημενοι, -ες
θα έχει κεράσει
θα έχει κερασμένο
θα έχουν κεράσει
θα έχουν κερασμένο
θα έχει κεραστεί
θα είναι κερνημένος, -η, -ο
θα έχουν κεραστεί
θα είναι κερασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κερνάω, να κερνώνα κερνάμε, να κερνούμενα κερνιέμαινα κερνιόμαστε
να κερνάςνα κερνάτενα κερνιέσαινα κερνιέστε
να κερνάει, να κερνάνα κερνάν(ε), να κερνούν(ε)να κερνιέταινα κερνιούνται, να κερνιόνται
Aoristνα κεράσωνα κεράσουμε, να κεράσομενα κεραστώνα κεραστούμε
να κεράσειςνα κεράσετενα κεραστείςνα κεραστείτε
να κεράσεινα κεράσουν(ε)να κεραστείνα κεραστούν(ε)
Perfνα έχω κεράσει
να έχω κερασμένο
να έχουμε κεράσει
να έχουμε κερασμένο
να έχω κεραστεί
να είμαι κερασμένος, -η
να έχουμε κεραστεί
να είμαστε κερνημενοι, -ες
να έχεις κεράσει
να έχεις κερασμένο
να έχετε κεράσει
να έχετε κερασμένο
να έχεις κεραστεί
να είσαι κερασμένος, -η
να έχετε κεραστεί
να είστε κερασμένοι, -η
να έχει κεράσει
να έχει κερασμένο
να έχουν κεράσει
να έχουν κερασμένο
να έχει κεραστεί
να είναι κερνημένος, -η, -ο
να έχουν κεραστεί
να είναι κερασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέρνα, κέρναγεκερνάτεκερνιέστε
Aoristκέρασε, κέρνακεράστεκεράσουκεραστείτε
Part
izip
Presκερνώντας
Perfέχοντας κεράσει, έχοντας κερασμένοκερασμένος, -η, -οκερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκεράσεικεραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback