zeigen
 Verb

δείχνω Verb
(81)
εβγάνω Verb
(0)
υποδεικνύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mit dem Finger auf die Leute zu zeigen oder vorgefaßte Meinungen von sich zu geben ist meine Sache nicht.Εγώ προσωπικά δεν θέλω να δείχνω με το δάχτυλο ή να κρίνω εκ των προτέρων.

Übersetzung bestätigt

Wenn ich, weil ich kein Rindvieh bin, den Paß vorzeigen muß, dann möchte ich wissen, als was die Grenzbeamten Herrn Nassauer wahrnehmen, wenn er seinen Paß nicht zeigen muß!Aν εγώ, επειδή δεν είμαι βόδι, είμαι υποχρεωμένος να δείχνω το διαβατήριό μου, τότε θα ήθελα να μάθω σαν τι αντιλαμβάνονται οι υπάλληλοι στα σύνορα τον κ. Nassauer, αφού δεν πρέπει να δείχνει το διαβατήριό του.

Übersetzung bestätigt

Normale Experimente zeigen das war die Magie, die ich Ihnen gezeigt habe und nun zeige ich es Ihnen in grafischer Form -Η ομάδα ελέγχου δείχνει αυτή ήταν η μαγεία που σας έδειξα, τώρα σας τη δείχνω σε γραφική μορφή-

Übersetzung nicht bestätigt

Und wie Sie sehen, wie Monate vergehen, wenn Sie die Hypothek zu bezahlen beachten und ich zeigen, dass genau hier, diese Hypothek Zahlung. Eine gewisse Menge an, dass die Linie 33 ist, bezahlt der Auftraggeber. Einige davon geht an den geschuldeten Betrag zu verringern.Και όπως βλέπετε, όσο οι μήνες περνούν, καθώς πληρώνετε τις δόσεις-και το δείχνω εδώ αυτό-κάποιο ποσό, το οποίο φαίνεται στην σειρά 33, πάει για να μειώσει το συνόλικό ποσό που χρωστάτε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kreierte Dinge für andere, um ihnen meine Zuneigung zu zeigen.Έφτιαχνα πράγματα γι' ανθρώπους σαν έναν τρόπο, ξέρετε, να δίνω, να τους δείχνω την αγάπη μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δείχνωδείχνουμε, δείχνομεδείχνομαιδειχνόμαστε
δείχνειςδείχνετεδείχνεσαιδείχνεστε, δειχνόσαστε
δείχνειδείχνουν(ε)δείχνεταιδείχνονται
Imper
fekt
έδειχναδείχναμεδειχνόμουν(α)δειχνόμαστε, δειχνόμασταν
έδειχνεςδείχνατεδειχνόσουν(α)δειχνόσαστε, δειχνόσασταν
έδειχνεέδειχναν, δείχναν(ε)δειχνόταν(ε)δείχνονταν, δειχνόντανε, δειχνόντουσαν
Aoristέδειξαδείξαμεδείχτηκαδειχτήκαμε
έδειξεςδείξατεδείχτηκεςδειχτήκατε
έδειξεέδειξαν, δείξαν(ε)δείχτηκεδείχτηκαν, δειχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δείξει
έχω δειγμένο
έχουμε δείξει
έχουμε δειγμένο
έχω δειχτεί
είμαι δειγμένος, -η
έχουμε δειχτεί
είμαστε δειγμένοι, -ες
έχεις δείξει
έχεις δειγμένο
έχετε δείξει
έχετε δειγμένο
έχεις δειχτεί
είσαι δειγμένος, -η
έχετε δειχτεί
είστε δειγμένοι, -ες
έχει δείξει
έχει δειγμένο
έχουν δείξει
έχουν δειγμένο
έχει δειχτεί
είναι δειγμένος, -η, -ο
έχουν δειχτεί
είναι δειγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δείξει
είχα δειγμένο
είχαμε δείξει
είχαμε δειγμένο
είχα δειχτεί
ήμουν δειγμένος, -η
είχαμε δειχτεί
ήμαστε δειγμένοι, -ες
είχες δείξει
είχες δειγμένο
είχατε δείξει
είχατε δειγμένο
είχες δειχτεί
ήσουν δειγμένος, -η
είχατε δειχτεί
ήσαστε δειγμένοι, -ες
είχε δείξει
είχε δειγμένο
είχαν δείξει
είχαν δειγμένο
είχε δειχτεί
ήταν δειγμένος, -η, -ο
είχαν δειχτεί
ήταν δειγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δείχνωθα δείχνουμε, θα δείχνομεθα δείχνομαιθα δειχνόμαστε
θα δείχνειςθα δείχνετεθα δείχνεσαιθα δείχνεστε, θα δειχνόσαστε
θα δείχνειθα δείχνουν(ε)θα δείχνεταιθα δείχνονται
Fut
ur
θα δείξωθα δείξουμε, θα δείξομεθα δειχτώθα δειχτούμε
θα δείξειςθα δείξετεθα δειχτείςθα δειχτείτε
θα δείξειθα δείξουν(ε)θα δειχτείθα δειχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δείξει
θα έχω δειγμένο
θα έχουμε δείξει
θα έχουμε δειγμένο
θα έχω δειχτεί
θα είμαι δειγμένος, -η
θα έχουμε δειχτεί
θα είμαστε δειγμένοι, -ες
θα έχεις δείξει
θα έχεις δειγμένο
θα έχετε δείξει
θα έχετε δειγμένο
θα έχεις δειχτεί
θα είσαι δειγμένος, -η
θα έχετε δειχτεί
θα είστε δειγμένοι, -ες
θα έχει δείξει
θα έχει δειγμένο
θα έχουν δείξει
θα έχουν δειγμένο
θα έχει δειχτεί
θα είναι δειγμένος, -η, -ο
θα έχουν δειχτεί
θα είναι δειγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δείχνωνα δείχνουμε, να δείχνομενα δείχνομαινα δειχνόμαστε
να δείχνειςνα δείχνετενα δείχνεσαινα δείχνεστε, να δειχνόσαστε
να δείχνεινα δείχνουν(ε)να δείχνεταινα δείχνονται
Aoristνα δείξωνα δείξουμε, να δείξομενα δειχτώνα δειχτούμε
να δείξειςνα δείξετενα δειχτείςνα δειχτείτε
να δείξεινα δείξουν(ε)να δειχτείνα δειχτούν(ε)
Perfνα έχω δείξει
να έχω δειγμένο
να έχουμε δείξει
να έχουμε δειγμένο
να έχω δειχτεί
να είμαι δειγμένος, -η
να έχουμε δειχτεί
να είμαστε δειγμένοι, -ες
να έχεις δείξει
να έχεις δειγμένο
να έχετε δείξει
να έχετε δειγμένο
να έχεις δειχτεί
να είσαι δειγμένος, -η
να έχετε δειχτεί
να είστε δειγμένοι, -ες
να έχει δείξει
να έχει δειγμένο
να έχουν δείξει
να έχουν δειγμένο
να έχει δειχτεί
να είναι δειγμένος, -η, -ο
να έχουν δειχτεί
να είναι δειγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδείχνεδείχνετεδείχνεστε
Aoristδείξεδείξτε, δείχτεδείξουδειχτείτε
Part
izip
Presδείχνοντας
Perfέχοντας δείξει, έχοντας δειγμένοδειγμένος, -η, -οδειγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδείξειδειχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback