Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



άσχημος

άσχημος altgriechisch ἄσχημος


ασχημοσύνη

ασχημοσύνη altgriechisch ἀσχημοσύνη ἀσχήμων σχῆμα ἔχω


ασχολία

ασχολία altgriechisch ἀσχολία ἀ- + σχολή indoeuropäisch (Wurzel) *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)


ασχολούμαι

ασχολούμαι altgriechisch ἀσχολέομαι / ἀσχολοῦμαι ἀ- στερητικό + σχολή


ασωτία

ασωτία altgriechisch ἀσωτία


άσωτος

άσωτος altgriechisch ἄσωτος ἀ- + σῴζω


άτακτος

άτακτος altgriechisch ἄτακτος


αταξία

αταξία altgriechisch ἀταξία


ατάρακτος

ατάρακτος altgriechisch ἀτάρακτος ἀ- + ταράσσω


ατάραχος

ατάραχος altgriechisch ἀτάραχος


ατασθαλία

ατασθαλία altgriechisch ἀτασθαλία ἀτάσθαλος πιθανόν από τη φράση: ἄτας θάλλων (αυτός που προκαλεί συμφορές)


άτεκνος

άτεκνος altgriechisch ἄτεκνος τέκνον


ατέλεια

ατέλεια altgriechisch ἀτέλεια ἀτελής ἀ- στερητικό + τέλος


ατελείωτος

ατελείωτος altgriechisch ἀτελείωτος ἀ- (στερητικό) + τελειώνω


ατελής

ατελής altgriechisch ἀτελής ἀ- στερητικό + τέλος


ατελώς

ατελώς altgriechisch ἀτελῶς (χωρίς δασμούς)


ατενής

ατενής altgriechisch ἀτενής ἀ- + τείνω


ατενώς

ατενώς altgriechisch ἀτενῶς ἀτενής ἀ- + τείνω


ατεχνία

ατεχνία altgriechisch ἀτεχνία


άτεχνος

άτεχνος altgriechisch ἄτεχνος (‹ στερητικό α + -τεχνος ‹ τέκτων "δημιουργός"


ατημέλητα

ατημέλητα ατημέλητος + -α altgriechisch ἀτημέλητος


ατθιδογράφος

ατθιδογράφος altgriechisch Ἀτθίς + -γράφος


ατιμάζω

ατιμάζω altgriechisch ἀτιμάζω


ατιμαστής

ατιμαστής Koine-Griechisch ἀτιμαστής altgriechisch ἀτιμαστήρ


ατιμία

ατιμία altgriechisch ἀτιμία ἀ- + τιμή


άτιμος

άτιμος altgriechisch ἄτιμος ἀ- + τιμή


ατιμώρητος

ατιμώρητος altgriechisch ἀτιμώρητος


ατίμωση

ατίμωση altgriechisch ἀτίμωσις


άτλαντας

άτλαντας altgriechisch Ἄτλας ἀ- + indoeuropäisch (Wurzel) *telh₂- (υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω)


ατμός

ατμός altgriechisch ἀτμός


ατολμία

ατολμία altgriechisch ἀτολμία ἄτολμος ἀ- + τόλμη


άτολμος

άτολμος altgriechisch ἄτολμος ἀ- + τόλμη


ατομιστής

ατομιστής (1) (entlehnt aus) französisch atomiste atome altgriechisch ἄτομον ἀ- + τέμνω


άτομο

άτομο altgriechisch ἄτομον, Maskulinum von επιθέτου ἄτομος ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)


ατονία

ατονία altgriechisch ἀτονία


ατονικός

ατονικός (1,2) (entlehnt aus) französisch atonique atonie altgriechisch ἀτονία


άτονος

άτονος altgriechisch ἄτονος


ατονώ

ατονώ altgriechisch ἀτονέω / ἀτονῶ


ατόπημα

ατόπημα Koine-Griechisch ἀτόπημα ἀ- + altgriechisch τόπος


ατοπία

ατοπία altgriechisch ἀτοπία ἄτοπος ‎ ἀ- + τόπος (3. (entlehnt aus) englisch atopy altgriechisch ἀτοπία)


άτοπο

άτοπο ἄτοπον in Katharevousa και στην altgriechisch von Maskulinum von επιθέτου ἄτοπος


άτοπος

άτοπος altgriechisch ἄτοπος


άτρακτος

άτρακτος (λόγιο) altgriechisch ἄτρακτος όρος μηχανολογίας Lehnbedeutung από τη französisch fuselage[1]


ατραπός

ατραπός altgriechisch ἀτραπός ἀ- + τραπέω / τραπῶ τρέπω indoeuropäisch (Wurzel) *terkʷ-


Ατρείδης

Ατρείδης altgriechisch Ἀτρείδης Ἀτρε(ύς) + -ίδης


ατρησία

ατρησία (entlehnt aus) französisch atrésie altgriechisch ἄτρητος


άτρομος

άτρομος altgriechisch ἄτρομος


ατροφία

ατροφία altgriechisch ἀτροφία


ατροφώ

ατροφώ altgriechisch ἀτροφέω / ἀτροφῶ


άτσαλος

άτσαλος πιθανόν altgriechisch ἀτάσθαλος


ατσίδα

ατσίδα mittelgriechisch ἀτσίδα altgriechisch ἰκτίς


αττικίζω

αττικίζω altgriechisch ἀττικίζω


αττικισμός

αττικισμός altgriechisch ἀττικισμός


ατύχημα

ατύχημα altgriechisch ἀτύχημα ατυχέω, -ῶ α- στερητικό + τύχη


ατυχής

ατυχής altgriechisch ἀτυχής


ατυχώς

ατυχώς altgriechisch ἀτυχῶς


αυγό

αυγό mittelgriechisch αυγό(ν) / αβγό(ν) Koine-Griechisch ὠόν altgriechisch ᾠόν ᾠϝόν proto-griechisch *ōyyón proto-indogermanisch *h₂ōwyóm ‎(αυγό) *h₂éwis ‎(πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί)


αυθάδεια

αυθάδεια altgriechisch αὐθάδεια αὐθάδης αὐτός + ἥδομαι


αυθάδης

αυθάδης altgriechisch αὐθάδης


αυθαδιάζω

αυθαδιάζω mittelgriechisch αυθαδιάζω Koine-Griechisch αὐθαδιάζομαι altgriechisch αὐθαδίζομαι αὐθάδης


αυθέντης

αυθέντης altgriechisch αὐθέντης αὐτοέντης


αυθεντικός

αυθεντικός altgriechisch αὐθεντικός


αυθύπαρκτος

αυθύπαρκτος mittelgriechisch αυθύπαρκτος altgriechisch αὐτός + ὑπάρχω


αυλαία

αυλαία Koine-Griechisch αὐλαία altgriechisch αὐλή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew- (διανυκτερεύω)


αύλακας

αύλακας altgriechisch αὖλαξ


αυλή

αυλή altgriechisch αὐλή proto-indogermanisch *h₂wesleh₂[1] *h₂wes- (περνώ τη νύχτα) + *-leh₂


αυλητής

αυλητής altgriechisch αὐλητής


αυλητρίδα

αυλητρίδα altgriechisch αὐλητρίς


αυλικός

αυλικός Koine-Griechisch αὐλικός altgriechisch αὐλή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew- (παρατηρώ, κοιτάζω, φυλάγω)


αυλός

αυλός altgriechisch αὐλός indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eulos (σωλήνας)


αυξαίνω

αυξαίνω mittelgriechisch αυξαίνω altgriechisch αὐξάνω


αυξάνω

αυξάνω altgriechisch αὐξάνω


αύξηση

αύξηση altgriechisch αὔξησις


αϋπνία

αϋπνία altgriechisch ἀϋπνία ἀ- στερητικό + ὕπνος


αύριο

αύριο altgriechisch αὔριον αύως + -ριον


αυστηρός

αυστηρός altgriechisch αὐστηρός (σκληρός, ηθικά απαιτητηικός)[1] αὕω


αυστηρότητα

αυστηρότητα altgriechisch αὐστηρότης


αυτάδελφος

αυτάδελφος altgriechisch αὐτάδελφος αὐτός +ἀδελφός


αυτάρκεια

αυτάρκεια altgriechisch αὐτάρκεια αὐτός + ἀρκέω / ἀρκῶ


αυτενέργεια

αυτενέργεια Koine-Griechisch αὐτενέργεια altgriechisch αὐτός + ἐνέργεια ἔργον


αυτισμός

αυτισμός (entlehnt aus) deutsch Autismus altgriechisch αὐτός + -ismus (-ισμός)


αυτόβουλος

αυτόβουλος altgriechisch αὐτόβουλος


αυτογαμία

αυτογαμία (entlehnt aus) französisch autogamie altgriechisch αὐτός + γαμέω


αυτογνωσία

αυτογνωσία (entlehnt aus) französisch autognosie altgriechisch αὐτός + γνῶσις


αυτογραφία

αυτογραφία (entlehnt aus) französisch autographie altgriechisch αὐτός + γράφω


αυτόγραφο

αυτόγραφο altgriechisch αὐτόγραφον


αυτοδίδακτος

αυτοδίδακτος altgriechisch αὐτοδίδακτος


αυτοδικία

αυτοδικία αυτοδικώ + -ία Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτός + δίκη


αυτοδικώ

αυτοδικώ Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτόδικος αὐτός + δίκη


αυτόκλητος

αυτόκλητος αυτο- ( altgriechisch αὐτός) + κλητός ( altgriechisch καλέω)


αυτοκράτορας

αυτοκράτορας altgriechisch αὐτοκράτωρ


αυτοκριτική

αυτοκριτική (entlehnt aus) französisch autocritique altgriechisch αὐτός + κριτική ( κρίνω)


αυτοκτόνος

αυτοκτόνος altgriechisch αὐτοκτόνος


αυτοκτονώ

αυτοκτονώ altgriechisch αὐτοκτονέω / αὐτοκτονῶ αὐτοκτόνος αὐτός + κτείνω


αυτολεξεί

αυτολεξεί Koine-Griechisch αὐτολεξεί αὐτός + altgriechisch λέξις λέγω


αυτοματισμός

αυτοματισμός (entlehnt aus) englisch automatism altgriechisch αὐτόματος


αυτόματος

αυτόματος altgriechisch αὐτόματος


αυτομάτως

αυτομάτως altgriechisch αὐτομάτως


αυτομόληση

αυτομόληση Koine-Griechisch αὐτομόλησις altgriechisch αὐτομολῶ


αυτομολία

αυτομολία altgriechisch αὐτομολία



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback