Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )
αρχιθύτης mittelgriechisch αρχιθύτης αρχι- + altgriechisch θύτης θύω
αρχιμηνιά mittelgriechisch αρχιμηνιά[1] Koine-Griechisch ἀρχιμηνία[2] ἀρχι- + altgriechisch μήν
αρχιτέκτονας altgriechisch ἀρχιτέκτων
αρχιτεκτονική θηλυκό des altgriechischen ἀρχιτεκτονικὸς
αρχιτελώνης Koine-Griechisch ἀρχιτελώνης altgriechisch ἀρχή + τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)
αρχονταρίκι mittelgriechisch αρχονταρίκι/αρχονταρίκιν αρχοντάρης άρχοντας altgriechisch ἄρχω
άρχοντας altgriechisch ἄρχων μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ἄρχω
άρχων (λόγιο) altgriechisch ἄρχων, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
αρωγή altgriechisch ἀρωγή ἀρήγω (βοηθώ)
άρωμα altgriechisch ἄρωμα
αρωματικός Koine-Griechisch ἀρωματικός altgriechisch ἄρωμα ἀρόω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erh₃- (οργώνω) (2. (Lehnbedeutung) englisch aromatic)
ασάλευτα ασάλευτος + -α altgriechisch ἀσάλευτος
ασάλευτος altgriechisch ἀσάλευτος
ασάφεια altgriechisch ἀσάφεια ἀσαφής ἀ- στερητικό + σαφής
ασαφώς altgriechisch ἀσαφῶς
ασβέστης mittelgriechisch altgriechisch ἄσβεστος
ασβέστιο Koine-Griechisch ἀσβέστιον altgriechisch ἄσβεστος
ασέβεια altgriechisch ἀσέβεια
ασεβής altgriechisch ἀσεβής
άσεβος ασεβής + -ος altgriechisch ἀσεβής σέβω σέβας proto-indogermanisch *tyegʷ- (αποφεύγω, υποκύπτω) (κατά το αβλαβής → άβλαβος)
ασεβώς Koine-Griechisch ἀσεβῶς altgriechisch ἀσεβής
ασελγής altgriechisch ἀσελγής
ασελγώ Koine-Griechisch ἀσελγέω altgriechisch ἀσελγής
ασετυλίνη (entlehnt aus) französisch acétylène acetyl lateinisch acetum ( aceo proto-italienisch *akēō proto-indogermanisch *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + altgriechisch ὕλη ( proto-indogermanisch *swel- / *sel-)
άσημος altgriechisch ἄσημος
ασθένεια altgriechisch ἀσθένεια
ασθενής altgriechisch ἀσθενής
ασθενώ altgriechisch ἀσθενέω / ἀσθενῶ
άσθμα altgriechisch ἄσθμα
ασιτία altgriechisch ἀσιτία ἀ- + σῖτος
ασκαρδαμυκτί altgriechisch ἀσκαρδαμυκτί ἀσκαρδάμυκτος
άσκηση altgriechisch ἄσκησις
Ασκληπιός altgriechisch Ἀσκληπιός
ασκόλυμπρος altgriechisch σκόλυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ασκός altgriechisch ἀσκός
ασκώ altgriechisch ἀσκέω, ἀσκῶ
άσμα altgriechisch ᾆσμα
ασπάζομαι altgriechisch ἀσπάζομαι
ασπάλαθος altgriechisch ἀσπάλαθος
ασπάλακας altgriechisch ἀσπάλαξ
ασπασμός altgriechisch ἀσπασμός
ασπερματισμός (entlehnt aus) aspermatism altgriechisch σπέρμα
ασπερμία (entlehnt aus) aspermia altgriechisch σπέρμα
ασπίδα altgriechisch ἀσπίς
άσπιλος altgriechisch ἄσπιλος ἀ- στερητικό + σπίλος
άσπλαγχνος altgriechisch ἄσπλαγχνος ἀ- + σπλάγχνον
άσπλαχνος altgriechisch ἄσπλαγχνος ἀ- + σπλάγχνον
ασπροπάρι *ασπογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ
Ασσυρία altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους
ασσυριολογία (entlehnt aus) französisch assyriologie altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + λέγω
ασσυριολόγος (entlehnt aus) französisch assyriologue altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + -λόγος
Ασσύριος altgriechisch Ἀσσύριος Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους)
αστακός altgriechisch ἀστακός
αστείος altgriechisch ἀστεῖος ἄστυ
αστέρας altgriechisch ἀστήρ
αστερίας altgriechisch ἀστερίας
Koine-Griechisch ἀστεροειδής von ἀστέριον (υποκοριστικό des altgriechischen ἀστήρ) + επίθημα -ειδής: που μοιάζει με αστέρα.
αστερόεσσα altgriechisch ἀστερόεσσα, Femininum von ἀστερόεις
αστιξία Koine-Griechisch ἀστιξία altgriechisch στίζω
άστοργος altgriechisch ἄστοργος
αστός altgriechisch ἀστός ἄστυ
άστοχα άστοχος + -α altgriechisch ἄστοχος ἀ- + στόχος indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)
αστοχία Koine-Griechisch ἀστοχία ἀ- + altgriechisch στόχος + -ία
αστράβη altgriechisch ἀστράβη
αστράγαλος altgriechisch ἀστράγαλος
αστρακιά mittelgriechisch αστρακιά altgriechisch ὄστρακον + -ία
αστραπή altgriechisch ἀστραπή
αστράφτω mittelgriechisch ἀστράφτω altgriechisch ἀστράπτω
άστριος altgriechisch ἄστριος
άστρο altgriechisch ἄστρον. Η σημασία "μοίρα" από τα μεσαιωνικά χρόνια. Για το γεωμετρικό σχήμα και έμβλημα, Lehnbedeutung από τη französisch étoile.[1] Για τον «πόλεμο των άστρων», Lehnbedeutung von englisch star.[2]
αστρολογία Koine-Griechisch ἀστρολογία (ίδια σημασία) altgriechisch ἀστρολογία (αστρονομία)
αστροναύτης (entlehnt aus) französisch astronaute altgriechisch ἄστρον + ναύτης ( ναῦς)
αστροναυτική (entlehnt aus) französisch astronautique altgriechisch ἄστρον + ναύτης ( ναῦς)
αστρονόμος altgriechisch ἀστρονόμος ἄστρον + νέμω. Συγχρονικά αναλύεται σε αστρο- + -νόμος
άστυ altgriechisch ἄστυ
αστυνομία altgriechisch ἀστυνομία ἀστυνόμος ἄστυ + νέμω
αστυνομικός altgriechisch ἀστυνομικός
αστυνόμος altgriechisch ἀστυνόμος ἄστυ + νέμω
ασυγκίνητα ασυγκίνητος + -α Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ
ασυγκίνητος Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ
ασυδοσία ασύδοτος mittelgriechisch *ασύνδοτος (=αυτός που έχει απαλλαγεί από τη φορολογία) ἀ- + Koine-Griechisch συνδίδωμι σύν + altgriechisch δίδωμι
ασυλία altgriechisch ἀσυλία
άσυλο altgriechisch ἄσυλον ἀ- στερητικό + συλάω-ῶ
ασυμβίβαστος mittelgriechisch ασυμβίβαστος altgriechisch συμβιβάζω
ασυμμετρία altgriechisch ἀσυμμετρία ἀσύμμετρος
ασυμπαθώς Koine-Griechisch ἀσυμπαθῶς ἀσυμπαθής altgriechisch συμπαθής
ασύμφορος altgriechisch ἀσύμφορος και ἀξύμφορος α στερητικό και συμφέρω
ασυμφωνία altgriechisch ἀσυμφωνία
ασυναίσθητα ασυναίσθητος + -α Koine-Griechisch ἀσυναίσθητος altgriechisch συναισθάνομαι σύν + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
ασυνέπεια α- + συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- (μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch inconséquence)
ασυνέχεια ασυνεχής + -εία Koine-Griechisch ἀσυνεχής ἀ- + altgriechisch συνεχής συνέχω σύν + ἔχω
ασύρματος α- + συρματ- (σύρμα) + -ος altgriechisch σύρμα σύρω proto-indogermanisch *tuer (αναδεύω, ανακατεύω) ((Lehnübersetzung) englisch wireless)
ασφάλεια (λόγιο) altgriechisch ἀσφάλεια [1]
ασφαλής altgriechisch ἀσφαλής
ασφαλίζω Koine-Griechisch ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής ἀ- + σφάλλω (2. (Lehnbedeutung) englisch insure)
άσφαλτος (λόγιο) altgriechisch ἄσφαλτος (το υλικό στερέωσης των τειχών της Βαβυλώνας για να μην σφάλλουν, δηλαδή να μην καταρρέουν) (Lehnbedeutung) französisch asphalte
ασφαλώς altgriechisch ἀσφαλῶς
ασφόδελος altgriechisch ἀσφόδελος
ασφυκτιώ Koine-Griechisch ἀσφυκτέω ἄσφυκτος altgriechisch σφύζω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.