ασκώ Verb  [asko, askw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ασκώ

ασκώ altgriechisch ἀσκέω, ἀσκῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ασκώ

ασκώ [askó] -ούμαι : 1α.καθοδηγώ κπ. σε μια μεθοδική και συστηματική προσπάθεια που θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης σωματικής ή πνευματικής ικανότητας: Οι μαθητές πρέπει να ασκηθούν στο κολύμπι / στην ερμηνεία αρχαίων κειμένων / στην πειθαρχία. || ασκώ το σώμα / την ψυχή / την κρίση / τη μνήμη μου. Ο καλός πιανίστας έχει πολύ ασκημένα δάχτυλα. Έχει ασκημένο μάτι / αυτί, μπορεί να διακρίνει όλες τις λεπτομέρειες, κυριολεκτικά και μτφ. β. (παθ.) ασχολούμαι μεθοδικά με κτ., προσπαθώ να αναπτύξω μια ικανότητα με τη συνεχή επανάληψη: Aσκείται κάθε μέρα στο γυμναστήριο. Είναι ασκημένος στο σώμα. Aσκούμαι στα μαθηματικά / στο χορό. || Aσκούμενος δικηγόρος, που κάνει τη δικηγορική άσκησή του και ως ουσ. ο ασκούμενος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback