Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



συρφετός

συρφετός (λόγιο) altgriechisch συρφετός


βουδιστής

βουδιστής Etymologie fehlt


αρίθμηση

αρίθμηση Etymologie fehlt


ξενέρωμα

ξενέρωμα ξενερ(ώνω) + -μα mittelgriechisch ξενερώνω ξε + νερώνω νερό Koine-Griechisch νηρόν, Maskulinum von νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)


ινσουλίνη

ινσουλίνη lateinisch insula (νησί)· η ινσουλίνη παράγεται στις λεγόμενες «νησίδες του Langerhans», στο πάγκρεας. Ο Paul Langerhans (1847-1888) ήταν Γερμανός ανατόμος που ανακάλυψε τις περιοχές αυτές.


αντάρτικο

αντάρτικο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αντάρτικος


υπερπλασία

υπερπλασία Etymologie fehlt


ροδάκινο

ροδάκινο mittelgriechisch ῥοδάκινον / ῥωδάκινον spätgriechisch δοράκινον / δωράκινον[1] lateinisch duracinum duracinus[2] durus + acinus


λιλά

λιλά französisch lilas arabisch لِيلَك (līlak) persisch نیلک (nilak) نیل (nil: σκούρο μπλε) sanskritisch नीला (nīlā: σκούρο μπλε)


λαιμός

λαιμός altgriechisch λαιμός


βελονάκι

βελονάκι βελόν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


αντιπροσωπευτικά


Αβάνα

Αβάνα Havana ίσως από έναν φύλαρχο ονόματι Habaquanex ή από παραφθορά της λέξης «σαβάνα» ή von deutsch λέξη χάφεν για το λιμάνι και το καταφύγιο


φούτερ

φούτερ deutsch Futter (φόδρα) proto-deutsch *fōdrą indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂- (προστατεύω)


στρατιά

στρατιά Etymologie fehlt


πολυπλοκότητα

πολυπλοκότητα πολύπλοκ(ος) + (-ότης) -ότητα


περίβλημα

περίβλημα (λόγιο) altgriechisch περίβλημα (φόρεμα, ελληνιστική σημασία: μεμβράνη). Και (Lehnbedeutung) französisch enveloppe, revêtement[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + βλημ- (βλήμα) von βάλλω


λασπολογία

λασπολογία λασπολόγος + -ία


λαμπατέρ

λαμπατέρ französisch lampadaire lateinisch lampadarius lampas altgriechisch λαμπάς (αντιδάνειο) λάμπω indoeuropäisch (Wurzel) *leh₂p- (λάμπω)


κογκρέσο

κογκρέσο Etymologie fehlt


βορράς

βορράς altgriechisch Bορρᾶς


βόριο

βόριο französisch bore (1821) borax mittellateinisch baurach arabisch بورق (bawraq)


απονιά

απονιά mittelgriechisch απονιά altgriechisch ἀπονία πόνος


αντισυνταγματικότητα

αντισυνταγματικότητα αντι- + συνταγματικότητα


ρόζος

ρόζος Etymologie fehlt


παροξυσμός

παροξυσμός altgriechisch παροξυσμός


κοινοτάρχης

κοινοτάρχης κοινότητα + -άρχης


θλιβερός

θλιβερός mittelgriechisch θλιβερός altgriechisch θλίβ(ω) + -ερός


γενετικός

γενετικός (entlehnt aus) französisch génétique altgriechisch γένεσις γίγνομαι


χάση

χάση χάνω (έχασα) + -ση


συνεχιστής

συνεχιστής Etymologie fehlt


καλαισθησία

καλαισθησία καλαίσθητος +-σία καλός + αίσθησις


τόπι

τόπι türkisch top


σκουλαρίκι

σκουλαρίκι μεσαιωνικό ελληνικό σχολαρίκιον χαρακτηριστικό στρατιωτών του πρώιμου βυζαντινού κράτους, οι οποίοι ονομάζονταν scholarii altgriechisch σχολή η πλήρης φράση: σχολαρικόν ενώτιον (το ενώτιο του σχολάριου). Σχολαρικόν > σχολαρίκιον> σκολαρίκι > σκουλαρίκι.


μάτιασμα

μάτιασμα ματιάζω + -μα


βοηθητικός

βοηθητικός altgriechisch βοηθητικός


τσιπούρα

τσιπούρα mittelgriechisch τσιπούρα *ἵππουρα, Femininum von altgriechisch ἵππουρος ἵππος + οὐρά


καύχημα

καύχημα altgriechisch καύχημα καυχῶμαι


ηγουμένη

ηγουμένη mittelgriechisch ἡγουμένη Koine-Griechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι


επεμβαίνω

επεμβαίνω altgriechisch ἐπεμβαίνω ἐπί + ἐμβαίνω ἐν + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch intervenir)


παράδοξος


παραβολή

παραβολή altgriechisch παραβάλλω


λάμα

λάμα italienisch lama lateinisch lamina


μονοπώλιο

μονοπώλιο Etymologie fehlt


ρουφιανιά

ρουφιανιά ρουφιάν(ος) + -ιά


μεσάζων

μεσάζων altgriechisch μεσάζων μετοχή ενεστώτος του ρήματος μεσάζω μέσος


αδιάσειστα

αδιάσειστα αδιάσειστος


σοφιστικέ


προσκύνηση

προσκύνηση altgriechisch προσκύνησις προσκυνώ


οπλαρχηγός

οπλαρχηγός όπλο + αρχηγός (Wort verwendet ab 1825)


ανηφοριά

ανηφοριά ανήφορος + -ιά


αυτογνωσία

αυτογνωσία (entlehnt aus) französisch autognosie altgriechisch αὐτός + γνῶσις


αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα αποκλειστικός + -ότητα ((Lehnübersetzung) französisch exclusivité)


φροντιστής

φροντιστής altgriechisch


τίγκα

τίγκα διάλεκτος italienisch tinga tingare (δίνω με αφθονία, δωρίζω) mittellateinisch thingare παλαιά σαξονική thingōn[1]


μετατόπιση

μετατόπιση Etymologie fehlt


λυγερός

λυγερός Etymologie fehlt


κλάσμα

κλάσμα von αρχαιοελληνικό κλάω -ω


θάλαμος

θάλαμος (λόγιο) altgriechisch θάλαμος [1]


επέλαση

επέλαση Koine-Griechisch ἐπέλασις altgriechisch ἐπελαύνω


ρεσεψιόν

ρεσεψιόν französisch réception


περλέ

περλέ französisch perlé


δανειστής

δανειστής altgriechisch δανειστής δανείζω


πέτρωμα

πέτρωμα (λόγιο) Koine-Griechisch πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία ελληνικά: (λιθοβολισμός) πετρόω / πετρῶ, (Lehnbedeutung) deutsch Gestein ή (απόδοση) französisch roche[1][2]


μπουκιά

μπουκιά μπούκα + -ιά venezianisch buca (στόμιο, άνοιγμα) & boca (στόμα) lateinisch bucca (μάγουλο) κελτικά. siehe auch mittelgriechisch βουκιά


μεταλλαγή

μεταλλαγή Etymologie fehlt


κατεξοχήν

κατεξοχήν Koine-Griechisch


εθισμός

εθισμός (λόγιο) altgriechisch ἐθισμός ἐθίζω ἔθος. Συγχρονικά αναλύεται σε εθισ- (εθίζω) + -μός[1]


βίντσι

βίντσι englisch winch


βάθρο

βάθρο altgriechisch βάθρον


αμφίβολος

αμφίβολος αμφί + βάλλω (: χτυπώ) Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «αυτός που βάλλεται από όλες τις πλευρές»


σωτήρας

σωτήρας altgriechisch σωτήρ


όλεθρος

όλεθρος αρχαία ελληνικά, ὄλεθρος ὄλλυμι και ολλύω


κρούση

κρούση altgriechisch κροῦσις


εξορία

εξορία εξορίζω


ενορία

ενορία Koine-Griechisch ἐνορία


διακοίνωση

διακοίνωση Katharevousa διακοίνωσις διακοινώνω + -σις ((Lehnübersetzung) französisch communication και englisch note) das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1848


απίστευτος

απίστευτος α- στερητικό + πιστεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


παραστράτημα

παραστράτημα παραστρατώ + -μα


αντίδοτο

αντίδοτο Koine-Griechisch ἀντίδοτον, Maskulinum von ἀντίδοτος altgriechisch ἀντιδίδωμι ἀντί + δίδωμι


φτιάξιμο

φτιάξιμο φτιάχνω


σπεσιαλίστας

σπεσιαλίστας Etymologie fehlt


κίτρινος

κίτρινος κίτρ(ο) + -ινος


ευρωβουλή

ευρωβουλή ευρω- + βουλή ((Lehnübersetzung) englisch Εuropean parliament)


απλοποίηση

απλοποίηση απλοποιώ + -ση ((Lehnübersetzung) französisch simplification)


υποστολή

υποστολή Etymologie fehlt


προσχώρηση

προσχώρηση Koine-Griechisch προσχώρησις


κούρος

κούρος Etymologie fehlt


ήμαρτον

ήμαρτον altgriechisch ἥμαρτον, von αόριστο β΄ des altgriechischen ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα)


ανυπακοή

ανυπακοή αν- στερητικό + υπακοή


αντίρρηση

αντίρρηση Koine-Griechisch ἀντίρρησις


υπασπιστής

υπασπιστής altgriechisch ὑπασπιστὴς


πανεπιστημιούπολη

πανεπιστημιούπολη πανεπιστήμιο + -ούπολη


λάβαρο

λάβαρο Koine-Griechisch λάβαρον lateinisch labarum[1][2] ( ίσως laureum[2] laureus laurus)


κουάκερ

κουάκερ englisch Quaker, ως εμπορική ονομασία ενός προϊόντος (μετωνυμία)


κάσα

κάσα italienisch cassa lateinisch capsa capio proto-italienisch *kapjō indoeuropäisch (Wurzel) *kh₂pi-


κάλλος

κάλλος καλός καλϝός proto-indogermanisch *kal-wo-s of *kal- (όμορφος)


αναρρόφηση

αναρρόφηση αναρροφώ


αλώνι

αλώνι mittelgriechisch αλώνι(ν) Koine-Griechisch ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως


μεθοδικότητα

μεθοδικότητα μεθοδικός + -ότητα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback