Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischζορμπάς türkisch zorba
μπουντρούμι türkisch bodrum (υπόγειο σήμερα) άλλοι ειδικοί θεωρούν ρίζα τον altgriechisch ιππόδρομος (επειδή της Κωνσταντινούπολης είχε υπόγεια που έγιναν φυλακές) και άλλοι τον υπόδρομο, δηλαδή χώρο κάτω von επίπεδο του δρόμου -τα υπόγεια
κισμέτ türkisch kısmet arabisch قسمة
παράς türkisch para persisch پاره (pāra)
κάλπης türkisch kalp persisch قلب (qalb, "ψεύτικος", "απομίμηση") arabisch قلب (qalb "μεταβολή", επίσης "καρδιά")
μπουλούκος türkisch bolluk (αφθονία). Διαφορετικό το μπουλούκι
αραλίκι türkisch aralık ara + -lık παλαιοτουρκικά āra prototürkisch *hār- (χώρισμα, διαίρεση)
φλιτζάνι türkisch filcan (διάλεκτος), fincan (/finˈʤan/) με μετάθεση του [i] και [l] arabisch فنجان (finjān) persisch پنگان (pengān)[1] (συγGenitivς του αρχαιοελληνικού πίναξ).
τράμπα osmanisch türkisch trampa italienisch tramutare, "μετατρέπω"
πιλάφι türkisch pilav + -ι persisch پلاو pilāv
ουστ türkisch uşt
καζάνι türkisch kazan + -ι οθωμανικά τουρκικά قزان παλαιοτουρκικά kazgan
σαράι mittelgriechisch σαράι türkisch saray persisch سرای (sarây)
μπαϊράκι türkisch bayrak
ταβάνι türkisch tavan + -ι. Και νταβάνι με [t] > [d][1]
τσιράκι türkisch çırak osmanisch türkisch چراغ (çerâg, çirâg) persisch چراغ (čerâğ, čarâğ)
μασούρι mittelgriechisch μασούριον (υποκοριστικό για το οθωμανικό τουρκικό) osmanisch türkisch masura persisch ماسوره (māsūra)
κατσίκι mittelgriechisch κατσίκι türkisch keçi αρχαία türkisch eçkü prototürkisch *kü- / *ke- (ή albanisch kats)
κάλφας mittelgriechisch κάλφας türkisch kalfa arabisch خليفة (halife: χαλίφης, διάδοχος)
χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
ραχάτι türkisch rahat arabisch راحة (rāḥa: ξεκούραση, άνεση)
καλέμι türkisch kalem arabisch قَلَم (kalam) altgriechisch κάλαμος (αντιδάνειο)
γιλέκο türkisch yelek οθωμανικά τουρκικά یلك (yelek) prototürkisch
τσόχα türkisch çuha persisch چوخا (chukha, μάλλινο ένδυμα)
τόπι türkisch top
ντουλάπι türkisch dolap + -ι persisch dōlāb دولاب
αχταρμάς türkisch aktarma (δημιουργία αναστάτωσης) + -ς με τροπή [kt] > [xt][1]
γούρι türkisch uğur παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch
ρεζίλι türkisch rezil arabisch رذيل (razīl, αχρείος)
πετιμέζι türkisch pekmez
χαλβάς türkisch helva arabisch حلوى (ḥalwā)
μαράζι türkisch maraz (αρρώστια, ασθένεια) arabisch مرض (marad) (αρρώστια, ασθένεια)
κουμάρι türkisch kumar arabisch قمار (kumār)
χατίρι türkisch hatır "χάρη" arabisch خاطر (χātir)
κουμπές türkisch kubbe arabisch قبة (qúbba τρούλος, θόλος) persisch کپه (koppe)
καϊμάκι türkisch kaymak
ρουσφέτι türkisch rüşvet arabisch رشوة (rişwat, δωροδοκία)
σούμπασης türkisch subaşı / sübaşı + -ς
τζιέρι türkisch ciğer persisch جگر (cīgar) (συκώτι)
νέφτι türkisch neft persisch نفت (νάφτ, πετρέλαιο)
μούλκι türkisch mülk arabisch ملك (mulk)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
καβγάς mittelgriechisch καβγάς türkisch kavga osmanisch türkisch غوغا (ğavğa, kavga) persisch غوغا (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)
πελτές türkisch pelte
λαδομπογιά λάδι + -ο- + μπογιά ( türkisch boya)
χαράτσι mittelgriechisch χαράτσι türkisch haraç arabisch خراج (kharāj) συριακή altgriechisch χορηγία (αντιδάνειο)
τσουρέκι türkisch çörek çevrek (στρογγυλός, κυκλικός)
αρναούτης türkisch Arnavut (ο Αλβανός)
κεχαγιάς türkisch kâhya persisch kadxudā
ντιπ türkisch dip αρχαία türkisch tüp prototürkisch *tüp (κάτω μέρος, ρίζα)
ρεφενές türkisch refene persisch عارفانه (arefaneh)
φιρμάνι türkisch ferman persisch فرمان (farmân, διάταγμα)
ντόρτια türkisch dört + -ια (-ι)
νάζι türkisch naz + -ι persisch ناز (nāz) «φιλαρέσκεια», «επιτήδευση»
σινάφι türkisch esnaf arabisch أصناف (asnāf)
μπογιά türkisch boya osmanisch türkisch بویا (boya) αρχαία türkisch bodug prototürkisch
τσιμπούσι türkisch çümbüş [1] persisch جنبش (cunbīş)
βαλής türkisch vali arabisch والي (wālī)
τσιγκέλι türkisch çengel persisch چنگال (çangal)
κιμάς türkisch kıyma
φάκα türkisch fak arabisch فخ (fak)
σόμπα türkisch soba ουγγρική szoba (δωμάτιο) althochdeutsch stuba proto-deutsch *stubō (=δωμάτιο, καθιστικό, φούρνος)
πασάς türkisch paşa οθωμανικά τουρκικά پاشا (pāšā) persisch پادشاه (pādšāh: βασιλιάς)
μπόι türkisch boy (ύψος)
τουμπελέκι türkisch dümbelek
μπινελίκι μπινές + -λίκι türkisch ibne
αλατζάς türkisch alaca (παρδαλός) + -ς
τσιφούτης türkisch çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) Çıfıt (Εβραίος)
μαγιά türkisch maya persisch مايه (māya)
μουφτής türkisch müftü arabisch مفت (muftin)
καζάζης türkisch kazaz
μουρντάρης türkisch murdar (βρόμικος) + -ης persisch مردار (murdār)
ρούπι türkisch urup
μπουλούκι albanisch buluk + -ι [1] ή απευθείας türkisch bölük (στρατιωτικό σώμα ατάκτων) bölmek (μοιράζω, διανέμω)[2] Διαφορετικής ετυμολογίας το μπουλούκος
χαρούπι türkisch harup arabisch خرّوب (χarrūb)
λουκουμάς türkisch lokma arabisch لقمة (luqma(t), κομματάκι)
αμανάτι türkisch emanet arabisch أمانات (ʾamānāt), Mehrzahl von أمانة (ʾamāna)
τσεμπέρι türkisch çember persisch چنبر (chambar)
χαλάλι türkisch halal (ιδιωματικό) / helal arabisch حلال (halâl)
μαϊντανός türkisch maydanoz arabisch مقدونس (makdanws) mittelgriechisch μακεδονήσι / μακεδονήσιον lateinisch macedonense, Maskulinum von macedonensis Macedo altgriechisch Μακεδών (αντιδάνειο) Μακεδονία μακεδονία μακεδνός
τσαντίλα τσατίλα türkisch çatış (σύγκρουση, διαμάχη)
μαραφέτι türkisch marifet arabisch معرفة (maʿrifa, γνώση)
χάζι türkisch haz (απόλαυση) arabisch حظ (hazz)
χαβιάρι mittelgriechisch χαβιάρι [1] türkisch havyar osmanisch türkisch خاویار (havyar) persisch خاویار (xâvyâr) خایه (xâye: αβγό) proto-indogermanisch *h₂ōwyóm (ᾠόν / αβγό)
τσαρούχι türkisch çarık
μεντεσές türkisch menteşe persisch بندگشا (bandguşā). [1]
μπρίκι türkisch ibrik arabisch إبريق (ibrīk) persisch آبریز (âbriz)
άιντε άι + άντε, δάνειο von türkisch haydi[1] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi). Συγγενικά: αλβανικά hajde, σλαβομακεδονικά ајде, σερβοκροατικά ајде.
τάσι türkisch tas arabisch طاس (tās) persisch طاس (tās: γαβάθα)
τσιφτετέλι türkisch çiftetelli çift (ζευγάρι) ( persisch جفت (joft: ζευγάρι)) + telli ( tel + li οθωμανικά τουρκικά تل (tel: νήμα) αρμενική թել (tʿel: νήμα) παλαιά αρμενική թել (tʿel: νήμα))
ντιβάνι mittelgriechisch ντιβάνι(ν)[1] / διβάνι / τιβάνι(ν) (η αίθουσα συνεδριάσεων της Τουρκικής κυβέρνησης) türkisch divan[1] [2] persisch دیوان (divân) ((Lehnbedeutung) französisch divan[1])
χαράμι türkisch haram + -ι arabisch حرام (Harām: απαγορευμένο, η παράβαση ή το έγκλημα - ιδίως με όρους θρησκευτικούς και ηθικούς)
μασιά türkisch maşa persisch ماشه (māsha)
τραχανάς türkisch tarhana osmanisch türkisch ترخانه (tarhana) persisch ترخوانه (tarxʷâna: σούπα γιαουρτιού)
δερβένι λόγια επίδραση στο ντερβένι türkisch derbent + -ι με αποβολή του [t][1] persisch دربند (darband)
γιουρούσι türkisch yürüyüş + -ι και απλοποίηση
χουβαρντάς türkisch hovarda (σπάταλος) persisch خورده (khwārdā, φαγωμένος)
μουσακάς türkisch musakka arabisch مسقعة (musaqqa κρύο)
κεχριμπάρι türkisch kehribar persisch کهربا (kahrubā, αυτό που έλκει τ΄ άχυρα)
μπούζι türkisch buz
γρουσουζιά γρουσούζης + -ιά türkisch uğursuz türkisch uğur παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.