{το}  γιλέκο Subst.  [gileko, jileko]

{die}    Subst.
(435)

Etymologie zu γιλέκο

γιλέκο türkisch yelek οθωμανικά τουρκικά یلك (yelek) prototürkisch


GriechischDeutsch
Φανέλες ζέρσεϊ, πουλόβερ, ζακέτες, γιλέκα και παρόμοια είδη, πλεκτά ή κροσέPullover, Strickjacken, Westen und ähnliche Waren, einschließlich Unterziehpullis, aus Gewirken oder Gestricken

Übersetzung bestätigt

Αλεξίσφαιρα γιλέκαKugelsichere Westen

Übersetzung bestätigt

Σαντάιγ, πουλόβερ (με ή χωρίς μανίκια), γιλέκα, twinsets και σακάκια (με εξαίρεση τα σακάκια κομμένα ραμμένα) άνορακ, μπλουζόν και παρόμοια, πλεκτάPullover, Slipover, Twinsets, Westen und Strickjacken (andere als zugeschnitten und genäht); Anoraks, Windjacken und ähnliche Waren, aus Gewirken oder Gestricken

Übersetzung bestätigt

στην προμήθεια, πώληση ή μεταβίβαση προστατευτικών στολών, όπως είναι τα αλεξίσφαιρα γιλέκα και τα στρατιωτικά κράνη, που εξάγονται προσωρινά στην ΛΔΚ από το προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών, αντιπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης και μέλη ανθρωπιστικών και αναπτυξιακών αποστολών και του σχετικού προσωπικού, αποκλειστικά και μόνον για προσωπική τους χρήση·die Lieferung, den Verkauf oder die Weitergabe von Schutzkleidung, einschließlich kugelsicherer Westen und Militärhelme, die von Personal der Vereinten Nationen, Medienvertretern, humanitären Helfern und Entwicklungshelfern sowie beigeordnetem Personal ausschließlich zur eigenen Verwendung vorübergehend in die Demokratische Republik Kongo ausgeführt wird;

Übersetzung bestätigt

Σαντάιγ, πουλόβερ, μπλούζες, γιλέκα και ζακέτες, για γυναίκες ή κορίτσια, από συνθετικές ή τεχνητές ίνες (εξαιρούνται ελαφρά πουλοβεράκια λεπτής πλέξης, τύπου ζιβάγκο)Pullover, Strickjacken, Westen und ähnliche Waren (ohne Unterziehpullis) aus Chemiefasern, für Frauen oder Mädchen

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
(αλατζάς)
γιαλελί
ζιλέ / ζιλές
(ζιπούνι)
κολόβιο
περιθωράκιο
φέρμελη
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Gilet
Weste



Griechische Definition zu γιλέκο

γιλέκο το [jiléko] & γελέκο το [jeléko] : κοντό ρούχο χωρίς μανίκια που φτάνει ως τη μέση, κουμπώνει μπροστά και φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από το σακάκι: Kουστούμι με γιλέκο. Στο τσεπάκι του γιλέκου είχε ρολόι με καδένα. H πλάτη του γιλέκου γίνεται συνήθως από σατέν. Aλεξίσφαιρο γιλέκο, είδος θώρακα με μεταλλικά ελάσματα για την προστασία από τις σφαίρες. γιλεκάκι το & γελεκάκι το YΠΟKΟΡ.

[γελ-: τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback