Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αυθύπαρκτος

αυθύπαρκτος mittelgriechisch αυθύπαρκτος altgriechisch αὐτός + ὑπάρχω


αυλάκι

αυλάκι mittelgriechisch αυλάκι(ν) Koine-Griechisch αὐλάκιον, υποκοριστικό του αὖλαξ


αυξαίνω

αυξαίνω mittelgriechisch αυξαίνω altgriechisch αὐξάνω


αυξότητα

αυξότητα mittelgriechisch αυξότητα


αυτείνος

αυτείνος mittelgriechisch αὐτεῖνος συμφυρμός των λέξεων αὐτός + ἐκεῖνος


αυτοκρατόρισσα

αυτοκρατόρισσα mittelgriechisch αὐτοκρατόρισσα αὐτοκράτωρ + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αφεντάνθρωπος

αφεντάνθρωπος mittelgriechisch αφεντάνθρωπος αφέντης + άνθρωπος


αφεντεύω

αφεντεύω mittelgriechisch αφεντεύω αφέντης


αφεντιά

αφεντιά mittelgriechisch αφεντιά Koine-Griechisch αὐθεντία


αφεντικός

αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός +‎ *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)


αφιλοξενία

αφιλοξενία mittelgriechisch ἀφιλοξενία ἀφιλόξενος


αφιόνι

αφιόνι mittelgriechisch αφιόνιον türkisch afyon arabisch أَفْيُون (ʾafyūn) Koine-Griechisch ὄπιον (αντιδάνειο) [1] altgriechisch ὀπός indoeuropäisch (Wurzel) *sokʷos (χυμός)


αφκιασίδωτος

αφκιασίδωτος α- + φκιασιδώνω + -τος φκιασίδι φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / αφκιασίδωτος)


αφοπλισμός

αφοπλισμός mittelgriechisch ἀφοπλισμός Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ἀπό + ὅπλον


αφορεσμός

αφορεσμός mittelgriechisch αφορεσμός αφορισμός


αφορμίζω

αφορμίζω mittelgriechisch αφορμίζω altgriechisch ἀφορμή


αφουγκράζομαι

αφουγκράζομαι mittelgriechisch αφουκρούμαι altgriechisch ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι


αφράτος

αφράτος mittelgriechisch ἀφράτος ἀφρός


αφροντισιά

αφροντισιά mittelgriechisch αφροντισία φροντίζω


αχαμνός

αχαμνός mittelgriechisch αχαμνός χαμνός altgriechisch χαῦνος


αχείλι

αχείλι mittelgriechisch αχείλιν altgriechisch χεῖλος


αχηβάδα

αχηβάδα mittelgriechisch ἀχηβάδα με ανάπτυξη προτακτικού ἀ- + mittelgriechisch χηβάδα ή *χημάδα altgriechisch χήμη[1], λέξη που ο Ησύχιος συνδέει με το χάσμα. Στο Λεξικό Σούδα: Χήμη, εἶδος ὀστρέου, τὸ κοινῶς χηβάδιον[2]


αχινός

αχινός mittelgriechisch αχινός altgriechisch ἐχῖνος


αχλάδα

αχλάδα mittelgriechisch αχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


αχλάδι

αχλάδι mittelgriechisch ἀχλάδιον ἀχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


άχνα

άχνα mittelgriechisch άχνα altgriechisch ἄχνη / (δωρικός τύπος) ἄχνα


αχορταγιά

αχορταγιά mittelgriechisch αχορταγιά αχόρταγος


αχόρταγος

αχόρταγος mittelgriechisch α- στερητικό +χόρτα- (χορταίνω) + -γος


αχός

αχός αχώ + -ός (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αχώ altgriechisch ἠχέω / ἠχῶ


άψη

άψη mittelgriechisch άψη altgriechisch ἅψις ἅπτομαι


αψηφισιά

αψηφισιά mittelgriechisch αψηφισιά αψηφώ


αψίνθιο

αψίνθιο mittelgriechisch αψίνθιο Koine-Griechisch ἀψινθία


αψύς

αψύς mittelgriechisch ἁψύς (οξύθυμος, αμιγής) λέξη που πλάστηκε von αρχαίο πρόθημα ἁψι- και τη λόγια κατάληξη -ύς (ἁψίκορος, δείτε και ἅπτω)[1][2]


βαβίζω

βαβίζω mittelgriechisch βαβίζω Onomatopoetikum


βαβούρα

βαβούρα mittelgriechisch βαβούρα Onomatopoetikum, ίσως von Koine-Griechisch βαβάζω (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + -ούρα.[1] Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη βάρβαρος. Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη mittelgriechisch βαβούρα


βαγένι

βαγένι mittelgriechisch βαγένι/ βαγένιν slawisch vagan + -ι (επηρεασμένο από τη mittelgriechisch λαγένα)


βάγιο

βάγιο mittelgriechisch βαγί βαΐον/βάϊον, υποκοριστικό του βάϊς αρχαία αιγυπτιακά b'j (κοπτικά bai)


βάζω

βάζω mittelgriechisch βάζω altgriechisch βιβάζω


βαθουλός

βαθουλός mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς + -ουλός


βαθουλώνω

βαθουλώνω βαθουλός + -ώνω mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς


βαλαντώνω

βαλαντώνω mittelgriechisch βαλαντώνω βαλάντιον(;)


βαλλίστρα

βαλλίστρα (αντιδάνειο) mittelgriechisch βαλλίστρα lateinisch ballista altgriechisch βάλλω


βάλσιμο

βάλσιμο mittelgriechisch βάλσιμο altgriechisch βάλλω indoeuropäisch (Wurzel) *gʷelh₁-


βάλτος

βάλτος mittelgriechisch βάλτος slawisch блато πρωτοslawisch *bolto (βάλτος, έλος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


βαμβάκι

βαμβάκι mittelgriechisch βαμβάκιον altgriechisch βάμβαξ από Ασιατική λέξη, πιθανόν είτε την παλαιά αρμενική բամբոկ (bambok) είτε την παλαιο-ινδοϊρανική λέξη pambak, την πηγή της σύγχρονης persischς پانبا, και πιθανόν από Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει στρίβω ή γυρίζω.[1]


βαραίνω

βαραίνω mittelgriechisch βαραίνω altgriechisch βαρύνω βαρύς


βαρέλι

βαρέλι mittelgriechisch βαρέλι βαρίλιο / βαρίλλιο italienisch barile φραγκικά *baril / *beril πρωτογερμανικά *barilaz indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer- / *bʰrē- (μεταφέρω)


βάρεμα

βάρεμα mittelgriechisch βάρεμα Koine-Griechisch βάρημα


βάρκα

βάρκα mittelgriechisch βάρκα spätlateinisch barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) altägyptisch bꜣjr (bair)[1]


βαρυγκομώ

βαρυγκομώ mittelgriechisch βαρυγνωμώ βαρύγνωμος


βαρυπενθώ

βαρυπενθώ mittelgriechisch βαρυπενθώ altgriechisch βαρυπενθής βαρύς + πένθος


βάσανο

βάσανο mittelgriechisch βάσανον Koine-Griechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βάσανον

βάσανον mittelgriechisch βάσανον altgriechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βασίλεμα

βασίλεμα mittelgriechisch βασίλεμα βασίλευμα altgriechisch βασιλεύω βασιλεύς


βασιλεύω

βασιλεύω είμαι βασιλιάς altgriechisch βασιλεύω δύω mittelgriechisch.[1] siehe auch βασιλεύς, βασιλιάς


βασιλίκι

βασιλίκι mittelgriechisch βασιλίκι βασιλικός


βαστώ

βαστώ mittelgriechisch βαστῶ → και δείτε τη λέξη: βαστάω


βαφτίσια

βαφτίσια Mehrzahl von βαφτίσι πιθανόν mittelgriechisch βαφτίσιν (με [pt] > [ft]) altgriechisch : απαρέμφατο βαπτίσειν [1]


βάφω

βάφω mittelgriechisch βάφω altgriechisch βάπτω (βυθίζω κάτι σε μπογιά ώστε να πάρει αυτό το χρώμα) βάπτω (βυθίζω)


βγάζω

βγάζω mittelgriechisch βγάζω / ἐβγάζω altgriechisch ἐκβιβάζω ἐκ + βιβάζω


βεζίρης

βεζίρης mittelgriechisch βεζίρης türkisch vezir osmanisch türkisch وزیر‏ (vezir) arabisch وَزِير‏ (wazīr, βοηθός)


βελόνι

βελόνι mittelgriechisch βελόνιν altgriechisch βελόνη βέλος indoeuropäisch (Wurzel) *gʷelos


βέργα

βέργα mittelgriechisch βέργα lateinisch virga


βερικοκιά

βερικοκιά mittelgriechisch βερικοκκία / βερικοκκέα βερίκοκκον + -ία


βερίκοκο

βερίκοκο mittelgriechisch βερίκοκον[1] / βερίκοκκον / βερικόκιον / βερίκουκον Koine-Griechisch βερίκοκκον[2] / βερικόκκιον[3] πραικόκκιον[3] lateinisch praecox[3] [4] [5] (persicum = πρώιμο περσικό/ροδάκινο) prae- + coquo proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω)


βήχας

βήχας mittelgriechisch βήχας altgriechisch βήξ (Genitiv βηχός) βήσσω / βήττω (Ίσως το ρήμα βήττω είναι παράγωγο του ουσιαστικού βήξ)


βήχω

βήχω mittelgriechisch altgriechisch βήσσω


βίγλα

βίγλα mittelgriechisch βίγλα aromunisch viglã lateinisch vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo vigil indoeuropäisch (Wurzel) *weǵ- (είμαι δυνατός)


βιγλάτορας

βιγλάτορας mittelgriechisch βιγλάτορας / βιγλάτωρ βίγλα + -τωρ


βίδα

βίδα mittelgriechisch βίδα venezianisch vida[1] lateinisch vitis (κλήμα, αμπελόκλημα)


βικάριος

βικάριος mittelgriechisch βικάριος lateinisch vicarius vicis indoeuropäisch (Wurzel) *weik- / *weig-


βιολί

βιολί mittelgriechisch βιολί venezianisch violin με αποβολή του τελικού [n][1], υποκοριστικό του viola


βιος

βιος mittelgriechisch το βίος altgriechisch ὁ βίος


βιοτικός

βιοτικός mittelgriechisch βιοτικός altgriechisch βίοτος βίος


βίτσα

βίτσα mittelgriechisch βίτσα slawisch veja


βίτσιο

βίτσιο mittelgriechisch βίτσιον italienisch vizio lateinisch vitium *wi-tio- *wei (ενοχή, παράπτωμα)


βλασταίνω

βλασταίνω mittelgriechisch βλασταίνω / βλαστάνω altgriechisch βλαστάνω


βλάστημος

βλάστημος mittelgriechisch βλάστημος altgriechisch βλάσφημος


βλαστημώ

βλαστημώ mittelgriechisch βλασθημῶ (με [sθ] > [st]) Koine-Griechisch βλασφημέω / βλασφημῶ[1] βλάσφημος


βλογώ

βλογώ mittelgriechisch βλογώ Koine-Griechisch εὐλογῶ


βογκητό

βογκητό βογκώ mittelgriechisch βογκίζω και βογκῶ Koine-Griechisch γογγύζω


βόγκος

βόγκος βογκώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch γογγώ Koine-Griechisch γογγύζω


βογκώ

βογκώ mittelgriechisch βογκίζω και βογκῶ Koine-Griechisch γογγύζω


βοεβόδας

βοεβόδας mittelgriechisch βοεβόδας / βεϊβόδας / βοϊβόδας / βόιβονδας / βοϊβόνδας / βοϊβόντας slawisch войвода πρωτοslawisch *vojevoda *voji (στρατός) +‎ *voditi (οδηγώ) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


βολά

βολά όψιμη mittelgriechisch βολά altgriechisch βολή με επίδραση του φορά[1]


βολετός

βολετός mittelgriechisch βολετός


βόλι

βόλι mittelgriechisch βόλιον υποκοριστικό της ελληνιστικής λέξης βόλος (για τα ζάρια και τους βόλους από γυαλί ή τους σβόλους από χώμα) altgriechisch βῶλος


βόλτα

βόλτα mittelgriechisch βόλτα italienisch volta (στροφή) δημώδης lateinisch *volta lateinisch voluta, Femininum von volutus, Passiv Perfekt von volvo (στρέφω, γυρίζω, κυλώ) indoeuropäisch (Wurzel) *wel- (γυρίζω, τριγυρίζω)


βοριάς

βοριάς mittelgriechisch λέξη βοριάς von αρχαίο βορέας


βότανο

βότανο mittelgriechisch βότανον altgriechisch βοτάνη


βότσαλο

βότσαλο italienisch bozzolo mittelgriechisch βήσσαλον


βουίζω

βουίζω mittelgriechisch βοΐζω altgriechisch βοάω/βοῶ


βούκα

βούκα mittelgriechisch βούκα venezianisch buca (στόμιο, άνοιγμα) & boca (στόμα) lateinisch bucca (μάγουλο) κελτικά


βουκέντρα

βουκέντρα βουκέντρι + -α mittelgriechisch βουκέντρι(ν) Koine-Griechisch βουκέντριον altgriechisch βοῦς + κέντρον


βουκιά

βουκιά mittelgriechisch βουκιά και βουκία και μπούκα


βούλα

βούλα (orthografische Vereinfachung) mittelgriechisch βούλλα spätlateinisch bulla γαλατικά indoeuropäisch (Wurzel) *beu- (εξόγκωμα, οίδημα)


βουλιάζω

βουλιάζω mittelgriechisch βουλίζω & βουλιάζω Koine-Griechisch grc (εξετάζω το πόσο βάθος έχει η θάλασσα ρίχνοντας μέσα μία βολίδα)


βουλιέμαι

βουλιέμαι mittelgriechisch βουλιέμαι altgriechisch βούλομαι


βουλίζω

βουλίζω spätgriechisch από mittelgriechisch βολίζω ( βολή)


βούνευρο

βούνευρο mittelgriechisch βούνευρον altgriechisch βοῦς + νεῦρον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback