Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischβουνό mittelgriechisch βουνόν altgriechisch βουνός
βουνόν mittelgriechisch βουνόν altgriechisch βουνός
βούρδουλας mittelgriechisch βούρδουλας πιθανόν von βουδόρος ή το τουρκικό vurdum (αόριστος του vurmak)
βούρκος mittelgriechisch βοῦρκος
βουρκώνω mittelgriechisch βουρκώνω βούρκος
βούρλο mittelgriechisch βοῦρλον altgriechisch βροῦλλον , βρύλλον
βούρτσα mittelgriechisch βρούτσα italienisch brusta δημώδης lateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)
βουρτσιά βούρτσα + -ιά mittelgriechisch βρούτσα italienisch brusta mittellateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)
βουρτσίζω mittelgriechisch βουρτσίζω / βυρτσίζω βρούτσα italienisch brusta δημώδης lateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)
βούρτσισμα βουρτσίζω, βουρτσισ- -μα mittelgriechisch βουρτσίζω
βουτάω mittelgriechisch βουτώ βουτίζω altgriechisch βυθίζω βυθός
βουτσί mittelgriechisch βουτσί / βουτσίον / βουτσίν / βουττίν Koine-Griechisch βούτις spätlateinisch buttis … indoeuropäisch (Wurzel) *bʰeHw- (φυσώ, φουσκώνω)
βουτώ mittelgriechisch βουτώ βουτίζω altgriechisch βυθίζω βυθός
βραδιά mittelgriechisch βραδιά βραδεῖα (ενν. ὥρα), Femininum von βραδύς
βραδιάζω mittelgriechisch βραδιάζω βράδυ + -ιάζω
βραδινός mittelgriechisch βραδινός βράδυ + -ινός
βραδυγλωσσία mittelgriechisch βραδυγλωσσία Koine-Griechisch βραδύγλωσσος altgriechisch βραδύς + -γλωσσία ( γλῶσσα )
βρακί mittelgriechisch βρακίον, βρακίν υποκοριστικό του βράκα
βρακοζώνι mittelgriechisch βρακοζώνι[1] βρακί / βράκα ( Koine-Griechisch βράκαι lateinisch bracae, Mehrzahl von braca γαλατικά brāca proto-deutsch *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) proto-indogermanisch *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) *bʰreg-: σπάω, χωρίζω) + ζώνη
βραχνάς *βαρχνάς (με αντιμετάθεση) mittelgriechisch βαρυχνάς *βαρυφνάς *βαρυ-υπνάς βαρυ- + ύπν(ος) -άς (δεν υπάρχει ετυμολογική συγγένεια με το επίθετο βραχνός)
βράχος mittelgriechisch βράχος (Maskulinum) Koine-Griechisch βράχος (τὸ βράχος) (Neutrum) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) altgriechisch βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) altgriechisch βραχύς [1] Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές
βράχυνση mittelgriechisch βράχυνσις altgriechisch βραχύνω βραχύς
βρεφοκτονία mittelgriechisch βρεφοκτονία Koine-Griechisch βρεφοκτόνος altgriechisch βρέφος + -κτονία ( κτείνω )
βρικόλακας mittelgriechisch βουρκόλακας βουλγαρική върколак (vărkolák) πρωτοslawisch *vьlkolakъ *vьlkъ (λύκος) + *lakъ (δέρμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
βρισιά mittelgriechisch ὑβρισία altgriechisch ὑβρίζω ὕβρις
βρίσκω mittelgriechisch altgriechisch εὑρίσκω
βρόμα mittelgriechisch *βρόμα (όπως βρομιάρης)[1] altgriechisch βρομέω / βρομῶ βρέμω. Η γραφή με ω προέρχεται από σύγχυση με το αρχαίο ουδέτερο ουσιαστικό βρῶμα, από τη φράση σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία
βρομιάρης mittelgriechisch βρομιάρης βρόμ(α) + -ιάρης[1]
βρομιάρικος mittelgriechisch βρομιάρικος
βρομίζω mittelgriechisch βρομίζω altgriechisch βρομέω / βρομῶ βρόμος proto-indogermanisch *bʰrem-
βρομόστομος mittelgriechisch βρομόστομος βρόμα ( altgriechisch βρομέω / βρομῶ βρέμω) + στόμα ( altgriechisch στόμα) + -ος
βρομούσα mittelgriechisch βρομούσα βρομώ
βρούβα mittelgriechisch βρούβα slawisch руб / ръб (πβ. τσεχικά vrub) πρωτοslawisch *rǫbъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
βρούχος mittelgriechisch βρούχος βρύχος altgriechisch βρυχάομαι / βρυχῶμαι Onomatopoetikum
βρόχι mittelgriechisch βρόχι(ν) Koine-Griechisch βρόχιον altgriechisch βρόχος
βρύση mittelgriechisch βρύση βρύσις altgriechisch βρύω
βυζαίνω mittelgriechisch βυζάνω μυζῶ μύζω Onomatopoetikum (μῦ, λόγω του σχήματος και του ήχου που κάνουν τα χείλη του βρέφους)
βυζανιάρικο mittelgriechisch βυζανιάρικο, Maskulinum von βυζανιάρικος βυζανιάρης mittelgriechisch βυζάνω βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον
βυζάνω mittelgriechisch βυζάνω
βυζί mittelgriechisch βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον βυζόν βύζην proto-indogermanisch *bheu-ə- (φουσκώνω, κάμπτω, καμπυλώνω)
βυθιότητα βύθος + -ι- + -ότητα mittelgriechisch βύθος βυθίζω (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch βυθίζω
βύθος mittelgriechisch βύθος βυθίζω (αναδρομικός σχηματισμός)
βυσσοδομώ mittelgriechisch βυσσοδομῶ altgriechisch βυσσοδομεύω (=χτίζω/οικοδομώ σε βάθος) βυσσός + δομέω + -εύω
γαβάθα mittelgriechisch γαβάθα lateinisch gavata
γαϊτανάκι γαϊτάνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)
γαϊτάνι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)
γαϊτανοφρύδα γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -α mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)
γαϊτανοφρύδης γαϊτανοφρύδα + -ης mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)
γαϊτανόφρυδο γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -ο mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)
γαϊτανωτός mittelgriechisch γαϊτανωτός γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)
γαλάζιος mittelgriechisch γαλάζιος Koine-Griechisch κάλαϊς
γαλατσίδα mittelgriechisch γαλατσίδα γαλατσίς Koine-Griechisch γαλακτίς altgriechisch γάλα
γαλούχηση mittelgriechisch γαλούχησις (θηλασμός)
γαμιάς mittelgriechisch γαμέας γαμώ
γαμπρός mittelgriechisch γαμπρός altgriechisch γαμβρός γαμέω (συγγένεια από γάμο ή ερωτική σχέση)
γαργαλώ mittelgriechisch altgriechisch γαργαλίζω γάργαλος
γαρδούμπα mittelgriechisch γαρδούμιον lateinisch caldumen caldus (=ζεστός, θερμός)
γαρίφαλο (αντιδάνειο) mittelgriechisch / γαρόφαλον / γαρούφαλο / γαρυόφαλον venezianisch garofolo lateinisch garofolum Koine-Griechisch καρυόφυλλον πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, παρετυμολόγηση κάρυον + φύλλον[1] απ' όπου και η γραφή με ύψιλον[2]
γαστέρα mittelgriechisch γαστέρα altgriechisch γαστήρ
γατί mittelgriechisch γατί ή γατί(ο)ν κατίον, υποκοριστικό του κάττα lateinisch cattus
γαυριάζω mittelgriechisch γαυριάζω Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ
γδέρνω mittelgriechisch εγδέρνω altgriechisch ἐκδέρω
γδύνω mittelgriechisch altgriechisch ἐκδύω
γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής
γείτονας mittelgriechisch γείτονας altgriechisch γείτων, von αιατιατική «τὸν γείτονα»
γελάδι mittelgriechisch υποκοριστικό του αγελάδα
γέλιο mittelgriechisch γέλιον γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-
γελώ (Katharevousa) γελῶ mittelgriechisch γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ πιθανόν να σχετίζεται με indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-
γέμισμα mittelgriechisch γεμίζω
γένι mittelgriechisch γένι altgriechisch γένειον γένυς (σαγόνι)
γενίτσαρος mittelgriechisch γενίτσαρος / γενίτσερος / γιανίτσαρος / γενίτζαρος türkisch yeniçeri / yaniçari yeni (νέος) + çeri (στρατιώτης)
γενναιόφρονας mittelgriechisch γενναιόφρων altgriechisch γενναῖος + φρήν
γέννηση mittelgriechisch γέννηση altgriechisch γέννησις
γεννητούρια mittelgriechisch γεννητούρια *γεννητήριος altgriechisch γεννητήρ γεννάω
γεράκι mittelgriechisch γεράκιν ἱεράκιον altgriechisch ἱέραξ
γεράματα mittelgriechisch γηράματα, Mehrzahl von γήραμα altgriechisch γηράω / γηρῶ / γηράσκω γῆρας
γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)
γέρνω mittelgriechisch γέρνω γείρω altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)[1]
γεροντάκι mittelgriechisch γεροντάκι. Συγχρονικά αναλύεται σε γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
γέροντας mittelgriechisch γέροντας αιτιατική γέροντα του altgriechisch γέρων.[1] siehe auch γέρος
γέρος mittelgriechisch γέρος altgriechisch γέρων
γεροσύνη mittelgriechisch γεροσύνη γέρος + -οσύνη
γεφύρι mittelgriechisch γεφύριον altgriechisch γέφυρα
γεώμορο mittelgriechisch γεώμορον, substantiviertes Adjektiv von Koine-Griechisch γεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη), von altgriechisch γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]
γηρατειά γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας proto-indogermanisch *ǵerh₂- (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)
γητευτής mittelgriechisch γητευτής γητεύω altgriechisch γοητεύω
για mittelgriechisch γιά altgriechisch διά
γιατρός mittelgriechisch γιατρός altgriechisch ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch Γιάννης, γιορτή
γιατροσόφι mittelgriechisch ἰατροσόφιον
γίδι mittelgriechisch γίδιν altgriechisch αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ
γιοματάρι mittelgriechisch γιοματάρι(ν) γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον altgriechisch γέμω
γιομάτος mittelgriechisch γιομάτος γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω
γιομίζω mittelgriechisch γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω
γιορτή mittelgriechisch γιορτή altgriechisch ἑορτή με τροπή του [eo] > ημίφωνο με φωνήεν [jo] > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch γιατρός, Γιάννης
γιος mittelgriechisch γιος υιός altgriechisch υἱός
γκαρδιακός mittelgriechisch γκαρδιακός / εγκαρδιακός altgriechisch ἐγκάρδιος καρδία
γκαρίζω mittelgriechisch γκαρίζω Koine-Griechisch ὀγκαρίζω λατινικά onco altgriechisch ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι
γκαστρώνω mittelgriechisch εγγαστρώνω Koine-Griechisch ἐγγαστρόω ἐν- + γαστήρ (Genitiv: γαστρ-ός)
γκρεμνός mittelgriechisch γκρεμνός altgriechisch κρημνός[1]
γλακώ mittelgriechisch γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) Koine-Griechisch ἐκλακῶ ἐκ + λακῶ. siehe auch λακάω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.