Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καδής

καδής mittelgriechisch καδής arabisch قاضي (kādī) και türkisch kadı arabisch[1]


καζάντι

καζάντι καζαντίζω + -ι (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζαντίζω

καζαντίζω mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζάντισμα

καζάντισμα καζαντίζω + -μα mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καημός

καημός mittelgriechisch καημός καίω + -μός altgriechisch καίω indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂u- (ανάβω, καίω)


κάθε

κάθε mittelgriechisch κάθε altgriechisch καθέν, Maskulinum von καθείς κατά + εἷς


καθοίκι

καθοίκι mittelgriechisch καθοίκι(ν) κάθοικον (οικιακό σκεύος) συναρπαγή φράσης 'κατ' οἶκον' με δάσυνση [t > θ] χωρίς να υπάρχει δασεία στο 'οἶκος'. Ίσως von καθημερινός[1], ή von καθίζω[2]. Γι' αυτό, οι γραφές καθήκι, καθίκι


καθόλου

καθόλου mittelgriechisch καθόλου καθ' ὅλου


κάθομαι

κάθομαι mittelgriechisch κάθομαι altgriechisch κάθημαι


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


κακαρίζω

κακαρίζω mittelgriechisch, Onomatopoetikum von κα κα (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω


κακαρώνω

κακαρώνω mittelgriechisch καρώνω (ναρκώνω, ζαλίζω, βυθίζω σε βαθύ λήθαργο) altgriechisch καρῶ κάρος, αναισθησία, νάρκη


κακογραμμένος

κακογραμμένος mittelgriechisch κακογραμμένος. Passiv Perfekt von κακογράφω, κακο- + γραμμένος[1]


κακογράφος

κακογράφος mittelgriechisch κακογράφος κακο- + -γράφος. Διαφορετική η σημασία της ελληνιστικής λέξης κακόγραφος (που είναι γραμμένος άσχημα)[1]


κακοδιοικώ

κακοδιοικώ mittelgriechisch κακοδιοικώ κακο- + διοικώ


κακολογιάζω

κακολογιάζω mittelgriechisch κακολογιάζω


κακόλογος

κακόλογος mittelgriechisch κακόλογος altgriechisch κακολόγος


κακομιλώ

κακομιλώ mittelgriechisch *κακομιλῶ (δείτε κακομίλητος). Αναλύεται κακο- + μιλώ [1]


κακομοίρης

κακομοίρης mittelgriechisch κακομοίρης κακός + -ο- + μοῖρα + -ης


κακοπαντρεύω

κακοπαντρεύω mittelgriechisch κακοπαντρεύω κακο- + παντρεύω


κακοτοπιά

κακοτοπιά mittelgriechisch κακοτοπία altgriechisch κακός + τόπος


κακότυχος

κακότυχος mittelgriechisch κακότυχος altgriechisch κακοτυχής κακός + τύχη


κακοψυχώ

κακοψυχώ mittelgriechisch κακοψυχώ κακόψυχος


καλάθι

καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


καλάμι

καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)


καλαμπόκι

καλαμπόκι mittelgriechisch καλαμπόκι albanisch kallamboq


καλαπόδι

καλαπόδι mittelgriechisch καλαπόδιν Koine-Griechisch καλαπόδιον altgriechisch καλάπους κᾶλον + πούς


καλαφάτης

καλαφάτης mittelgriechisch καλαφάτης arabisch كلفت (qalafat) [1] [2]


καλαφατίζω

καλαφατίζω mittelgriechisch καλαφατίζω καλαφάτης + -ίζω


καλένδες

καλένδες mittelgriechisch καλένδαι Koine-Griechisch καλάνδαι lateinisch calendae / kalendae calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)


κάλεσμα

κάλεσμα mittelgriechisch κάλεσμα altgriechisch καλέω / καλῶ


καλημέρα

καλημέρα mittelgriechisch καλημέρα καλή + ἡμέρα


καλησπέρα

καλησπέρα mittelgriechisch καλησπέρα καλή + εσπέρα


καλίγωμα

καλίγωμα mittelgriechisch καλίγωμα / καλλίγωμα καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα (παπούτσι) lateinisch caliga calceus calx indoeuropäisch (Wurzel) (s)kel-


καλιγώνω

καλιγώνω mittelgriechisch καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα lateinisch caliga calceus calx proto-indogermanisch (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)


καλικάντζαρος

καλικάντζαρος mittelgriechisch καλικάντζαρος καλίκι[1] + άντζα[2] + -αρος


κάλλιο

κάλλιο mittelgriechisch κάλλιο altgriechisch κάλλιον, συγκριτικό του καλῶς


καλοαναθρεμμένος

καλοαναθρεμμένος mittelgriechisch καλοαναθρεμμένος[1] καλοανατεθρεμμένος (λόγιο) καλο- + ἀνατεθραμμένος παθητική μετοχή παρακειμένου des altgriechischen ἀνατρέφω[2] (αναθρεμμένος), Passiv Perfekt von ανατρέφω)


καλόγερος

καλόγερος mittelgriechisch καλόγερος Koine-Griechisch καλόγηρος altgriechisch καλός + γῆρας


καλογραία

καλογραία mittelgriechisch καλογραία altgriechisch καλός + γραῖα


καλογραμμένος

καλογραμμένος mittelgriechisch καλογραμμένος καλο- + γραμμένος, Passiv Perfekt von γράφω[1]


καλόγρια

καλόγρια mittelgriechisch καλόγρια / καλογραία altgriechisch καλός + γραῖα


καλοθελητής

καλοθελητής mittelgriechisch καλοθελητής καλο- + θέλω + -τής


καλοκαιρεύει

καλοκαιρεύει καλοκαιριεύω καλοκαίρι + -εύω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


καλοκαίρι

καλοκαίρι mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός (πβ. Koine-Griechisch καλόκαιρος)


καλοκαιριάζει

καλοκαιριάζει καλοκαιριάζω καλοκαίρι + -άζω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


καλοκαιρινός

καλοκαιρινός mittelgriechisch καλοκαιρινός καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον καλός + altgriechisch καιρός


καλοκαρδίζω

καλοκαρδίζω mittelgriechisch καλοκαρδίζω καλόκαρδος


καλόκαρδος

καλόκαρδος mittelgriechisch καλόκαρδος καλό- + -ο- + καρδιά + -ος


καλομετρώ

καλομετρώ mittelgriechisch καλομετρῶ καλά + μετρῶ {[αρχ}} καλῶς + [μετρέω]]-μετρῶ


καλοπιάνω

καλοπιάνω mittelgriechisch καλοπιάνω καλο- + πιάνω altgriechisch πιέζω


καλόπιασμα

καλόπιασμα καλοπιάνω + -μα mittelgriechisch καλοπιάνω καλό- + πιάνω altgriechisch πιέζω


καλοπροαίρετος

καλοπροαίρετος mittelgriechisch καλοπροαίρετος καλός + προαιρετός προαιροῦμαι


καλοριζικεύω

καλοριζικεύω mittelgriechisch καλοριζικεύω καλορίζικος καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοριζικιά

καλοριζικιά mittelgriechisch καλοριζικιά καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλορίζικος

καλορίζικος mittelgriechisch καλορίζικος καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοτυχίζω

καλοτυχίζω mittelgriechisch καλοτυχίζω καλότυχος καλός + τύχη


καλότυχος

καλότυχος mittelgriechisch καλότυχος καλό- + τύχ(η) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


καλοφαγία

καλοφαγία mittelgriechisch καλοφαγία καλοφαγ- (καλοτρώω καλο- + τρώω) + -ία [1], αναλύεται καλ(ό) + -ο- + -φαγία


καλοψήνω

καλοψήνω mittelgriechisch καλοψήνω καλά + -ο- + ψήνω


καλόψυχος

καλόψυχος mittelgriechisch καλόψυχος altgriechisch καλός + ψυχή


καλυτερεύω

καλυτερεύω mittelgriechisch καλυτερεύω καλύτερος + -εύω καλός altgriechisch καλός


κάλφας

κάλφας mittelgriechisch κάλφας türkisch kalfa arabisch خليفة (halife: χαλίφης, διάδοχος)


καμήλα

καμήλα mittelgriechisch καμήλα altgriechisch κάμηλος (πβ. λατινικά camela) protosinaitisch *gamal


καμηλιέρης

καμηλιέρης mittelgriechisch καμηλιέρης καμήλα + -ιέρης


καμηλοπάρδαλη

καμηλοπάρδαλη mittelgriechisch καμηλοπάρδαλις κάμηλος + πάρδαλις


καμινάρης

καμινάρης mittelgriechisch καμινάρης καμίνι Koine-Griechisch καμίνιον altgriechisch κάμινος


καμίνι

καμίνι mittelgriechisch καμίνι(ν) Koine-Griechisch καμίνιον, υποκοριστικό του altgriechisch κάμινος


κάμνω

κάμνω mittelgriechisch κάμνω


καμπάνα

1,2,3,4. καμπάνα mittelgriechisch καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) η λέξη στα λατινικά σήμαινε μεταλλικό αντικείμενο κατασκευασμένο στην Καμπανία


καμπαναριό

καμπαναριό mittelgriechisch καμπαναρειόν καμπανάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καμπάν(α) + -αριό


καμπανίζω

καμπανίζω mittelgriechisch καμπανίζω καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)


καμπάνισμα

καμπάνισμα καμπανίζω + -μα mittelgriechisch καμπανίζω καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)


καμπανιστός

καμπανιστός mittelgriechisch καμπανιστός καμπανίζω mittelgriechisch καμπάνα spätlateinisch campana lateinisch Campana, Femininum von Campanus Campania campus proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)


καμπόσος

καμπόσος mittelgriechisch καμπόσος


καμφορά

καμφορά mittelgriechisch καφουρά arabisch كافور (kāfūr) persisch كافور (kāfūr)


κάμωμα

κάμωμα mittelgriechisch κάμωμα καμώνω κάμνω altgriechisch κάμνω


καμώνομαι

καμώνομαι mittelgriechisch καμώνομαι, Passiv von καμώνω altgriechisch κάμνω


καν

καν mittelgriechisch καν altgriechisch κἄν καί ἄν (ακόμα και)


κανάλι

κανάλι mittelgriechisch κανάλι(ν) Koine-Griechisch κανάλιον lateinisch canalis canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο)


κανάτα

κανάτα mittelgriechisch κανάτα mittellateinisch cannata lateinisch canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) akkadisch ???? (qanû: καλάμι) sumerisch ???????? (gi.na)


κανείς

κανείς mittelgriechisch κανένας/κανείς κἄν (ούτε) + εἷς (ένας)


κανναβάτσο

κανναβάτσο mittelgriechisch καναβάτσον italienisch canavaccio λατινικά cannabis/canapa altgriechisch κάνναβις (αντιδάνειο)


καννάβι

καννάβι mittelgriechisch καννάβι(ν) Koine-Griechisch καννάβιον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) κάνναβις


κανναβούρι

κανναβούρι mittelgriechisch κανναβούριν altgriechisch κάνναβ(ις) (+ -ούριον)[1]


καντήλι

καντήλι mittelgriechisch καντήλι καντήλιον, υποκοριστικό του καντήλη lateinisch candela


κάντιο

κάντιο mittelgriechisch κάντιο(ν) italienisch candi arabisch قندي (qandiyy) قند (qand: κύβος ζάχαρης) persisch کند (kand) sanskritisch खण्ड (khaṇḍa) खण्ड् (khaṇḍ: χωρίζω, σπάω σε κομματάκια)


κάνω

κάνω mittelgriechisch κάμνω και κάμω altgriechisch κάμνω


καπετάν

καπετάν mittelgriechisch καπετάνος, καπετάνιος venezianisch capetano, capetanio (italienisch capitano) με εξασθένιση της λέξης.[1].


καπετάνιος

καπετάνιος mittelgriechisch καπετάνιος / καπετάνος venezianisch capetanio / capetano mittellateinisch capitaneus ("επικεφαλής") lateinisch caput ("κεφάλι"). Παρετυμολογήθηκε προς τις λέξεις κατά + επάνω von νεότερο όρο κατεπάνω για το βυζαντινό τίτλο του καπετάνιου (δείτε κατεπανίκιον και το μεσαιωνικό επίρρημα κατεπάνω)[1] Επίσης δείτε καπετάν.


καπηλειό

καπηλειό mittelgriechisch καπηλειό altgriechisch καπηλεῖον καπηλεύω κάπηλος


καπίστρι

καπίστρι mittelgriechisch καπίστριον lateinisch capistrum


καπνικόν

καπνικόν mittelgriechisch καπνικόν altgriechisch καπνός (από τoν καπνό που έβγαινε von εστία κάθε κατοικίας ή νοικοκυριού)


κάποιος

κάποιος mittelgriechisch (ὁ)κάποιος κἄν (καί + ἄν) + ποῖος


καπόνι

καπόνι mittelgriechisch καπόνιν, υποκοριστικό του Koine-Griechisch κάπων lateinisch capo (τα 1. & 3. venezianisch capon λατινικά capo)


κάποτε

κάποτε mittelgriechisch κάποτε altgriechisch κἄν + ποτέ


κάπου

κάπου mittelgriechisch κάπου καν + που


καραβάνι

καραβάνι mittelgriechisch καραβάνι persisch کاروان (kârvân)


καράβι

καράβι mittelgriechisch καράβι(ν) Koine-Griechisch καράβιον (ελαφρύ πλοίο),[1] υποκοριστικό του altgriechisch κάραβος (αστακός, καραβίδα)[2]



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback