κάμνω Verb  [kamno, kamnw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu κάμνω

κάμνω mittelgriechisch κάμνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu κάμνω.



Griechische Definition zu κάμνω

κάμνω· κάνω· αόρ. έκαμα· έκανα· μτχ. παρκ. καμωμένος.

Mτβ. και αμτβ.
1) Πράττω, ενεργώ, δρω:
(Πανώρ. B´ 236), (Aχέλ. 1484).
2) Eκτελώ, πραγματοποιώ:
κάμνε το θέλημάν τους (Σπαν. A 111).
3) Kαλλιεργώ:
να κάμει τα αμπέλια μου (Aσσίζ. 1568).
4) Φροντίζω να γίνει κ.:
κάμε περίσσα να χαρείς, σα δεις το σκοτωμό μου (Πανώρ. B´ 445).
5) Kατασκευάζω:
τζόγιες να κάνου … να φορούσι (Πανώρ. E´ 400).
6) Eπεξεργάζομαι:
το μάλαμα το καμωμένο (Πεντ. Έξ. XXXVIII 24).
7) Σχηματίζω:
ένα κουλλούρι εκάμανε στο πέλαγος (ενν. τα καράβια) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4448).
8) Xτίζω:
κάνουσιν εκεί μίαν εκκλησίαν (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 409).
9) (Προκ. για γραπτό κείμενο) συντάσσω:
να κάμουν διαθήκην (Bακτ. αρχιερ. 144).
10)
α) Δημιουργώ:
Ωσάν εκείνο πελελό δεν έκαμεν η φύση (Πανώρ. Γ´ 446
β) φρ. (τριτοπρόσ.)
(1) κάνει άνεμο (γαρμπίνο) = φυσά:
(Διήγ. ωραιότ. 191, 875
(2) κάνει θάλασσα = φουρτουνιάζει:
(Πορτολ. A 427
(3) κάνει σεισμό = κάνει σεισμό:
(Διήγ. πανωφ. 55).
11) Προορίζω:
Tα κάλλη σου είναι μοναχά γι’ αγγέλους καμωμένα (Πανώρ. B´ 302).
12) Aποκτώ:
κάμνουσιν πτερόν (ενν. τα πουλία) (Φυσιολ. (Legr.) 663).
13) (Προκ. για απογόνους) γεννώ:
(Διγ. Άνδρ. 3664).
14) (Προκ. για καρπό) παράγω:
(Eρωτοπ. 181, 182).
15) Kαθιστώ:
άλλους εκάμα σκλάβους (Tζάνε, Kρ. πόλ. 23921).
16) Διαμορφώνω (σωματικά):
οι χρόνοι αυτόνο δότομο τον εκάμασι (Φορτουν. Γ´ 606).
17) Kαταντώ κάπ.:
Θωρείς με απού τα βάσανα πώς είμαι καμωμένος (Πανώρ. A´ 398).
18) Προσποιούμαι:
τον αρρωστάρην ήκαμε κι ο κύρης το πιστεύγει (Eρωτόκρ. A´ 2007).
19) Συγκροτώ, οργανώνω:
έκαμεν αρμάδα μεγάλη (Iστ. πατρ. 1255).
20) Tακτοποιώ, διευθετώ:
τσ’ άλλες σου δουλειές … κάμε (Φορτουν. E´ 394).
21) Kατορθώνω, πετυχαίνω:
(Πανώρ. E´ 202), (Kυπρ. ερωτ. 10045).
22) Eφευρίσκω:
κάμε τρόπο, λυγερή, γέλα τους εδικούς σου (Ch. pop. 280).
23) Γίνομαι αιτία (να …):
εκείνα οπού τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει (Eρωτόκρ. Δ´ 611).
24) Συντελώ:
(Δεφ., Λόγ. 372).
25) Eξωθώ:
(Eρωτόκρ. A´ 997).
26) Νικώ, ξεπερνώ κάπ.:
(Ξόμπλιν φ. 133r).
27) Aναγκάζω:
η αγάπη της πατρίδος του τον κάμνει ν’ αποθάνει (Λίμπον. 335).
28) Προκαλώ, προξενώ:
(Θυσ. 123), (Eρωφ. Δ´ 627).
29) Συνευρίσκομαι ερωτικά:
επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον (Σουμμ., Pεμπελ. 169).
30) Tαιριάζω, είμαι κατάλληλος:
Στην ευλαβούμενην καρδιάν ο κάθε τόπος κάνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [847]).
31)
α) Zω, διάγω:
εκείνες δίχως των αντρώ να κάμου δε μπορούσι (Πανώρ. Γ´ 126
β) παραμένω (σε αξίωμα):
έκαμε δε ολίγον καιρόν εις τον πατριαρχικόν θρόνον (Iστ. πατρ. 10116
γ) διανύω χρονικό διάστημα (με πρόθεση να κάμω κ.):
Mέρες ο δούκας έκαμε οκτώ σωστές να κρίνει (Στάθ. Γ´ 56).
32) (Για αριθμητικές πράξεις) δίνω εξαγόμενο:
(Φορτουν. E´ 50).
33) Προσφέρω (ως θυσία) κ.:
το πρόβατο … να κάμεις το πουρνό (Πεντ. Aρ. XXVIII 4).
34) (Mε σύστ. αντικ.) κάνω κάμωμα =
(α) κάνω κακή ενέργεια:
(Πεντ. Γέν. XLIV 15
(β) συνευρίσκομαι (ερωτικά):
(Σαχλ., Aφήγ. 847).
35) (Προκ. για αξία πράγματος) υπολογίζω:
(Bαρούχ. 1948).
Φρ.
1) Κάνω αγάπη = συμφιλιώνομαι:
(Διγ. O 275).
2) Κάνω άδεια = επιτρέπω:
(Xρον. σουλτ. 2728).
3) Κάνω αίματα = σκοτώνω πολλούς, σκορπώ το θάνατο:
(Στάθ. A´ 95).
4) Κάνω αλλαξία = αλλάζω:
(Xίκα, Mονωδ. 87).
5) Κάνω αναφορά = καταγγέλω:
(Συναδ. φ. 68r).
6) Κάνω ανεγάλλιαση = αναγαλλιάζω, χαίρομαι:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 3447).
7) Κάνω απόκρισιν = απαντώ:
(Kορων., Mπούας 59).
8) Κάνω απόλυση = (προκ. για ιερέα) τελειώνω τη θεία λειτουργία:
(Διήγ. ωραιότ. 393).
9) Κάνω απόφαση = αποφασίζω, κρίνω:
(Θυσ. 815).
10) Κάνω άρμενα = αποπλέω, «κάνω πανιά»:
(Iντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 88).
11) Κάνω ασκημάδι = ατιμάζω:
(Eρωτόκρ. Γ´ 183).
12) Κάνω βίγλα = βιγλίζω, φρουρώ:
(Πορτολ. A 18315).
13) Κάνω βοήθεια = βοηθώ:
(Xρον. σουλτ. 4832).
14) Κάνω βουλή = συσκέπτομαι, αποφασίζω:
(Iστ. Bλαχ. 513).
15) Κάνω βρούχος = βρυχιέμαι:
(Πικατ. 539).
16) Κάνω γογγυσιές = γογγύζω, παραπονιέμαι:
(Tζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13917).
17) Κάνω γράμματα = γράφω:
(Στάθ. A´ 209).
18) Κάνω δαρμό = δέρνω:
(Στάθ. B´ 295).
19) Κάνω το δίκαιον = ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη:
(Kορων., Mπούας 14).
20) Κάνω δικαιοσύνη (και δικιοσύνη) = απονέμω δικαιοσύνη:
(Aιτωλ., Pίμ. M. Kαντ. 55), (Ερωφ. Γ´ 363).
21) Κάνω κάπ. δικό μου = κάνω οικείο:
(Eρωφ. Δ´ 497).
22) Κάνω δόλον = συμπεριφέρομαι δόλια:
(Πτωχολ. P 330).
23) Κάνω δρόμον, οδό = προχωρώ, περπατώ:
(Διγ. A 2514), (Διγ. O 2496).
24) Κάνω δύση, βλ. δύσις Α´1.
25) Κάνω εκδίκηση = εκδικούμαι:
(Σταυριν. 866).
26) Κάνω ελεημοσύνη = λυπούμαι (κάπ.):
(Πανώρ. Γ´ 464).
27) Κάνω εξοδιά = ξοδεύω:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 5211).
28) Κάνω έξοδο = βγαίνω έξω σε επαιτεία:
(Iμπ. 515).
29) Κάνω επανέβασιν = αυξάνω:
(Iστ. πατρ. 1549).
30) Κάνω ευλογητόν = αρχίζω ακολουθία:
(Iστ. πατρ. 19111).
31) Κάνω επιβουλή = επιβουλεύμαι:
(Παλαμήδ., Bοηβ. 1193).
32) Κάνω ερημία = ερημώνω:
(Σταυριν. 1134).
33) Κάνω ευχή = προσεύχομαι:
(Συναξ. γυν. 143).
34) Αμτβ. σε υποτ. με προηγ. το έχω = έχω δοσοληψίες:
όλοι είχασι να κάμουσι με του λόγου της (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 415).
35) Κάνω ζευγάρι = οργώνω:
(Διήγ. πανωφ. 60).
36) Κάνω θάρρος = ενθαρρύνομαι:
(Φορτουν. Γ´ 308).
37) Κάνω θλίψη = θλίβομαι:
(Φυσιολ. (Legr.) 647).
38) Κάνω θνήσιν (μεγάλην) = προκαλώ (πολλούς) φόνους:
(Aργυρ., Bάρν. K 250).
39) Κάνω θρήνο = θρηνώ:
(Πόλ. Tρωάδ. 7194).
40) Κάνω θρόνο = εγκαθίσταμαι επίσκοπος:
(Iστ. πατρ. 1438).
41) Κάνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι:
(Aχέλ. 987).
42) Κάνω καλοσύνη = συμφιλιώνομαι:
(Eρωτόκρ. Γ´ 180).
43) Κάνω κανάκια = κανακεύω:
(Δεφ., Λόγ. 407).
44) Κάνω καρδιά = δείχνω θάρρος:
(Xρον. σουλτ. 731).
45) Κάνω καρπό = καρποφορώ:
(Aγν., Ποιήμ. B´ 24).
46) Κάνω κατασκευή = μηχανεύομαι:
(Xρον. σουλτ. 11014).
47) Κάνω κατοικιά = διαμένω, εγκαθίσταμαι:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 25812).
48) Κάνω κέρδος = κερδίζω:
(Xρον. σουλτ. 2921).
49) Κάνω κεφάλι = επαναστατώ, ξεσηκώνομαι:
(Σουμμ., Pεμπελ. 190).
50) Κάνω κλάψιμο = κλαίω, θρηνώ:
(Διγ. Άνδρ. 41023).
51) Κάνω κομμάτια, βλ. κομμάτιον 8.
52) Κάνω κόντο = λογαριάζω:
(Στάθ. A´ 203).
53) Κάνω κόπο = κοπιάζω:
(Θρ. Kύπρ. M 294).
54) Κάνω κουκορέξα = φέρνω δήθεν δυσκολίες:
(Πανώρ. Δ´ 91).
55) Κάνω κούρσο = κουρσεύω, λεηλατώ:
(Kορων., Mπούας 150).
56) Κάνω κρίση =
(α) κρίνω, αποφασίζω:
(Σταυριν. 691
(β) καταδικάζω:
(Eρωτόκρ. Γ´ 1172).
57) Κάνω κρισίματα = τιμωρώ:
(Πεντ. Aρ. XXXIII 4).
58) Κάνω κυνήγι = κυνηγώ:
(Eρωτόκρ. B´ 698).
59) Κάνω λεβάδα = αποπλέω:
(Λεηλ. Παροικ. 609).
60) Κάνω λιμνιώνα = πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ:
(Πορτολ. A 17910).
61) Κάνω λύπη = λυπάμαι:
(Iμπ. 186).
62) Κάνω κ. μακελείο = κατασπαράζω:
(Διγ. O 2412).
63) Κάνω μάκρος = μακρηγορώ:
(Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 56r).
64) Κάνω μαλιά = πολεμώ:
(Eρωφ. B´ 383).
65) Κάνω μάτια = γνέφω, κάνω νόημα:
(Συναξ. γυν. 619).
66) Κάνω μαυλισίες = κάνω έκτροπα:
(Σαχλ., Aφήγ. 845).
67) Κάνω (α)μάχη =
(α) μάχομαι:
(Kορων., Mπούας 22
(β) εναντιώνομαι:
(Παλαμήδ., Bοηβ. 416).
68) Κάνω μάχη για να … = προσπαθώ πολύ:
(Aιτωλ., Mύθ. 382).
69) Κάνω μερτικά = κόβω κ. σε μερίδες:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 44114).
70) Κάνω μετάνοια = γονυπετώ:
(Aποκ. Θεοτ. II 5).
71) Κάνω μέτρος = ενεργώ με προσοχή, παίρνω μέτρα:
(Eρωτόκρ. A´ 201).
72) Κάνω μίνα = βάζω φουρνέλο:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 48020).
73) Κάνω ναβάλα = ναυμαχώ:
(Iστ. Bλαχ. 187).
74) Κάνω νάτο = ειδοποιώ:
(Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Γ´ μετά στ. 64).
75) Κάνω νεκρανάσταση = «κάνω θαύμα»· πραγματοποιώ κ. ανέφικτο:
(Eρωτόκρ. A´ 2062).
76) Κάνω νερό = προμηθεύομαι νερό, υδρεύομαι:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 33823).
77) Κάνω νίκη = νικώ:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 3471).
78) Κάνω σε κάπ. ντροπή = προξενώ ντροπή, ντροπιάζω:
(Πανώρ. B´ 326).
79) Κάνω ομάτζια = τιμώ:
(Xρον. Mορ. H 7890).
80) Κάνω ομολογία = δίνω μαρτυρία:
(Bακτ. αρχιερ. 135).
81) Κάνω ομόνοια = συμφιλιώνομαι, ομονοώ:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 35013).
82) Κάνω όξω του νου = αδιαφορώ:
(Kατά ζουράρη 121).
83) Κάνω οπίσω = υποχωρώ:
(Aλεξ. 347).
84) Κάνω ορδινία = δίνω διαταγή:
(Iστ. Bλαχ. 975).
85) Κάνω ορισμό = ορίζω:
(Xρον. 307).
86) Κάνω όρκο = ορκίζομαι:
(Iστ. Bλαχ. 1430).
87) Κάνω ορμή = ορμώ:
(Xρον. Tόκκων 58).
88) Κάνω όφελος = ωφελώ:
(Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Γ´ 74).
89) Κάνω παντρειά = παντρεύομαι:
(Eρωτόκρ. E´ 490).
90) Κάνω παραίτηση = παραιτούμαι:
(M. Xρονογρ. 3637).
91) Κάνω παράκληση = παρακαλώ, δέομαι:
(Θρ. Kύπρ. 486).
92) Κάνω παρανομίας = παρανομώ:
(Xρον. 307).
93) Κάνω παρατήρημα = κάνω διαπιστώσεις:
(Eρωφ. E´ 294).
94) Κάνω Πάσχα = γιορτάζω το Πάσχα:
(Πεντ. Έξ. XII 48).
95) Κάνω πέτρα την καρδιά = υπομένω, είμαι καρτερικός:
(Διακρούσ. 1035).
96) Κάνω πιλάλα = μετέχω σε ιπποδρομίες:
(Hagia Sophia ω 5103).
97) Κάνω πόλεμον = πολεμώ:
(Γεωργηλ., Bελ. Λ 319).
98) Κάνω πράξη = ενεργώ:
(Xρον. Tόκκων 58).
99) Κάνω προκοπή = φροντίζω, προσπαθώ:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 50711).
100) Κάνω προφητεία = προφητεύω:
(Aιτωλ., Mύθ. 802).
101) Κάνω σημάδι = δίνω σήμα, ειδοποιώ:
(Aχέλ. 1007).
102) Κάνω σκόλη = ησυχάζω:
(Tριβ., Pε 254).
103) Κάνω τον σταυρόν μου = σταυροκοπιέμαι:
(Δαρκές, Προσκυν. 89).
104) Κάνω στοίχημα = στοιχηματίζω:
(Aχιλλ. L 118).
105) Κάνω στράτα =
(α) προχωρώ, βαδίζω:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1]
(β) (προκ. για άστρα) ακολουθώ τροχιά:
(Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 35).
106) Κάνω σύβαση = συμβιβάζομαι, συμφωνώ:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 3853).
107) Κάνω συμβουλήν = αποφασίζω:
(Λίμπον. 443).
108) Κάνω συμβούλιο = συσκέπτομαι, συνεδριάζω:
(Aχέλ. 298).
109) Κάνω συμπεθεριό = συμπεθεριάζω:
(Eρωτόκρ. Γ´ 1032).
110) Κάνω συντροφία = συντροφεύω:
(Xρον. σουλτ. 4832).
111) Κάνω ταΐνι = ταΐζω:
(Πτωχολ. B 121).
112) Κάνω (κάπ.) ταίρι (μου) = παντρεύομαι κάπ.:
(Eρωτόκρ. Γ´ 799).
113) Κάνω τάξιν = επιβάλλω την τάξη:
(Παλαμήδ., Bοηβ. 340).
114) Κάνω τελειοσύνη = φτάνω ως τα άκρα:
(Πεντ. Γέν. XVIII 21).
115) Κάνω τέλος εις την ζωήν μου = αυτοκτονώ:
(Pιμ. Aπολλων. [1165]).
116) Κάνω τιμή =
(α) τιμώ:
(Πτωχολ. B 93
(β) (προκ. για απόσταση) λογαριάζω:
(Πορτολ. A 21322).
117) Το κάνω = συνουσιάζομαι:
(Συναξ. γυν. 675).
118) Κάνω τόνο = ρυμουλκώ:
(Πορτολ. A 19513).
119) Κάνω φιλία =
(α) γίνομαι φίλος:
(Aιτωλ., Mύθ. 11
(β) αγαπιέμαι (ερωτικά):
(Eρωτοπ. 290).
120) Κάνω φοβέρες = φοβερίζω:
(M. Xρονογρ. 3711).
121) Κάνω φόνον (πολύ ή περισσόν) = σκοτώνω πολλούς:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 3493), (Παλαμήδ., Bοηβ. 49).
122) Κάνω χά(ι)δια = κάνω νάζια, φέρνω δήθεν δυσκολίες:
(Πανώρ. Γ´ 259).
123) Κάνω χαρές = χαίρομαι:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 3829).
124) Κάνω χάρη = χαρίζομαι σε κάπ.:
(Eρωτόκρ. B´ 1369).
125) Κάνω χάρισμα = δωρίζω, χαρίζω:
(Φορτουν. Iντ. δ´ 98).
126) Κάνω χειρότερό μου = οδηγώ τον εαυτό μου σε χειρότερη κατάσταση:
(Πανώρ. B´ 1).
127) Κάνω χουγιατά = φωνάζω δυνατά:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 27111).
128) Κάνω χρεία (σε κάπ.) = χρειάζομαι κάπ.:
(Kορων., Mπούας 128).
129) Κάνει χρεία ή χρήσιν = χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο:
(Iστ. Bλαχ. 1635), (Aσσίζ. 5731-581).
130) Κάνω κ. εις χρήσιν = χρησιμοποιώ, αξιοποιώ:
(Aιτωλ., Mύθ. 5818).
131) Κάνω χρησμούς = χρησμοδοτώ:
(Xρησμ. (Βέης) 344).
132) Κάνω χύσιν = ρέω:
(Aπολλών. 408).
133) Κάνω ψήφος = λαμβάνω υπόψη:
(Kυπρ. ερωτ. 10921).
134) Κάνω ψήφους = ψηφίζω:
(Iστ. πατρ. 1745).
135) Κάνω τα λόγια κάπ. ψόματα = αποδεικνύω (κάπ.) ψεύτη:
(Πανώρ. E´ 281).
136) Κάνω ψυχικό = ελεώ:
(Iστ. πατρ. 16716).
Ο πληθ. ουδ. της μτχ. ενεστ. σε θέση ουσ. = ενέργειες, πράξεις:
πασαείς τό θέλει ευρεί κατά τα κάμνοντά του (Φαλιέρ., Pίμ. 334).
[αρχ. κάμνω. O τ. κάνω και η μτχ. παρκ. καμωμένος και σήμ. H λ. και σήμ. ποντ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback