Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ζουπίζω

ζουπίζω mittelgriechisch *διοπίζω διά + ὀπίζω (στείβω για να βγάλω τον ὀπόν, το χυμό)· την τροπή του δι σε ζ παρατηρούμε και στα διυλίζω / ζουπίζω, διαβολιά / ζαβολιά


ζουπώ

ζουπώ ζουπίζω mittelgriechisch *διοπίζω διά + ὀπίζω (στείβω για να βγάλω τον ὀπόν, το χυμό)· την τροπή του δι σε ζ παρατηρούμε και στα διυλίζω / ζουπίζω, διαβολιά / ζαβολιά


ζούρα

ζούρα mittelgriechisch ζούρα, σούρα[1] venezianisch / ιταλικά usura lateinisch usura utor proto-italienisch *oitōr proto-indogermanisch *h₃eyt- (φέρνω μαζί)


ζουρλός

ζουρλός mittelgriechisch ζουρλός venezianisch zurlo (μάλλον) italienisch girlo λατινικά *gyrulus, υποκοριστικό του gyrus altgriechisch γῦρος (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *geu- (κάμπτω, κυρτώνω)


ζοχάδα

ζοχάδα mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


ζοχαδιάζω

ζοχαδιάζω ζοχάδα + -ιάζω mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


ζυγαριά

ζυγαριά mittelgriechisch ζυγαρέα altgriechisch ζυγός


ζύγι

ζύγι mittelgriechisch ζύγι ζύγιν ζύγιον


ζυγίζω

ζυγίζω mittelgriechisch ζυγίζω altgriechisch ζυγός + ίζω


ζυγούρι

ζυγούρι mittelgriechisch ζυγούριν ζυγός


ζυμάρι

ζυμάρι mittelgriechisch ζυμάριον, υποκοριστικό του ζύμη


ζυμωτής

ζυμωτής mittelgriechisch ζυμωτής ζυμώ(νω) + -τής [1]


ζωγραφιά

ζωγραφιά mittelgriechisch ζωγραφιά / ζωγραφία altgriechisch ζωγραφία


ζωγραφίζω

ζωγραφίζω mittelgriechisch ζωγραφίζω altgriechisch ζωγραφ(έω, -ῶ) + -ίζω[1]


ζωγραφιστός

ζωγραφιστός mittelgriechisch ζωγραφιστός, ρηματικό επίθετο σε -τός von ζωγραφίζω


ζωηρός

ζωηρός mittelgriechisch ζωηρός ζωή + -ηρός


ζωνάρι

ζωνάρι mittelgriechisch, υποκοριστικό του ζώνη


ζωντανός

ζωντανός mittelgriechisch ζωντανός altgriechisch ζῶ


ζωντόβολο

ζωντόβολο mittelgriechisch ζωντόβολον


ζωοκτονία

ζωοκτονία mittelgriechisch ζωοκτονία altgriechisch ζῷον + -κτονία κτείνω (σκοτώνω)


ζωοτροφή

ζωοτροφή mittelgriechisch ζωοτροφή altgriechisch ζῳοτροφία ζῷον + τρέφω


ηγουμένη

ηγουμένη mittelgriechisch ἡγουμένη Koine-Griechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι


ηγουμενία

ηγουμενία mittelgriechisch ἡγουμενία / ἡγουμενεία altgriechisch ἡγούμενος + -ία ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


ηγούμενος

ηγούμενος mittelgriechisch ἡγούμενος altgriechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g-


ηλιοστάσιο

ηλιοστάσιο mittelgriechisch ηλιοστάσιον ήλιος + -στάσιο ((Lehnübersetzung) mittellateinisch solstitium lateinisch solstitium sol + sisto)


ημερεύω

ημερεύω mittelgriechisch ημερεύω ἥμερος altgriechisch ἥμερος. Συγχρονικά αναλύεται σε ήμερ(ος) + -εύω


ημπορώ

ημπορώ mittelgriechisch ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


ήσκιος

ήσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά· το η- δικαιολογείται από επίδραση της λέξης ἥλιος ή von επίδραση του άρθρου ἡ σκιά→ἥσκιος (αρσενικού γένους, κατ' αναλογία προς το ἥλιος).


ησυχασμός

ησυχασμός ησυχάζω + -μός ((Lehnübersetzung) englisch hesychasm mittelgriechisch ησυχαστής)


ησυχαστήριο

ησυχαστήριο mittelgriechisch ἡσυχαστήριον ησυχαστής + -τήριο


ησυχαστής

ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος


θα

θα mittelgriechisch θα θένα θέλει ἵνα Koine-Griechisch θέλω ἵνα


θαμπάδα

θαμπάδα θαμπός + -άδα mittelgriechisch θαμβός altgriechisch θάμβος


θαμπός

θαμπός mittelgriechisch θαμπός θαμβός altgriechisch θάμβος


θάμπωμα

θάμπωμα mittelgriechisch θάμπωμα θαμπώνω + -μα altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θαμπώνω

θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θανατάς

θανατάς θάνατος + -άς (ή mittelgriechisch τοῦ θανατᾶν altgriechisch θανατάω / θανατῶ θάνατος indoeuropäisch (Wurzel) dʰnh₂-)


θανή

θανή mittelgriechisch θανή altgriechisch απαρέμφατο θανεῖν


θαρρετός

θαρρετός mittelgriechisch θαρρώ


θειάφι

θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θειαφιστήρι

θειαφιστήρι θειαφίζω + -τήρι θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θεληματάρης

θεληματάρης mittelgriechisch θεληματάρης, θέλημα θεληματ- + -άρης


θεμελιωτικός

θεμελιωτικός mittelgriechisch θεμελιωτικός θεμελιώ(νω) + -τικός


θενά

θενά mittelgriechisch θέλει ίνα


θεογεννήτρια

θεογεννήτρια mittelgriechisch θεογεννήτρια ( θεο- + γεννήτρια ) θεογεννήτωρ altgriechisch θεός + γεννήτωρ


θεοτικός

θεοτικός mittelgriechisch θεοτικός Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός


θεοφώτιστος

θεοφώτιστος mittelgriechisch θεοφώτιστος θεός + φωτίζω + -τος


θέρισμα

θέρισμα mittelgriechisch


θέτω

θέτω mittelgriechisch θέτω altgriechisch τίθημι (αόριστος έθεσα)


θηκιάζω

θηκιάζω mittelgriechisch θηκιάζω θήκη + -ιάζω altgriechisch θήκη τίθημι


θηλιά

θηλιά mittelgriechisch θηλεά altgriechisch θήλεια, Femininum von επιθέτου θῆλυς


θηλύκωμα

θηλύκωμα θηλυκώνω + -μα mittelgriechisch θηλυκώνω θηλύκι θηλύκιον, υποκοριστικό του altgriechisch θηλυκός θήλυς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁- (θηλάζω, εκμυζώ, ρουφώ)


θηλυκωτήρι

θηλυκωτήρι mittelgriechisch θηλυκωτήρι θηλυκώνω altgriechisch θῆλυς


θημωνιάζω

θημωνιάζω mittelgriechisch θημωνιάζω θημωνιά + -άζω Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


θίγω

θίγω mittelgriechisch θίγω altgriechisch θιγγάνω (αόριστος β’: ἔθιγον) ((Lehnbedeutung) französisch toucher)


θλιβερός

θλιβερός mittelgriechisch θλιβερός altgriechisch θλίβ(ω) + -ερός


θλίψη

θλίψη mittelgriechisch θλίψη altgriechisch θλῖψις θλίβω / φλίβω indoeuropäisch (Wurzel) *bhlig- (χτυπώ)


θολότητα

θολότητα mittelgriechisch θολότης θολός + -ότης


θόλωμα

θόλωμα mittelgriechisch θόλωμα θολώνω + -μα altgriechisch θολόω / θολῶ θολός


θρέφω

θρέφω mittelgriechisch θρέφω altgriechisch τρέφω


θρηνολογία

θρηνολογία mittelgriechisch θρηνολογία Koine-Griechisch θρηνολογέω


θρονί

θρονί mittelgriechisch θρονί(ν) θρονίον Koine-Griechisch θρόνιον altgriechisch θρόνος


θρούμπα

θρούμπα mittelgriechisch δρούπα Koine-Griechisch δρύππα altgriechisch δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)


θρούμπι

θρούμπι mittelgriechisch θρύμβη altgriechisch θύμβρα


θυμάμαι

θυμάμαι θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι


θύμηση

θύμηση θύμησις in Katharevousa mittelgriechisch θύμησις altgriechisch ἐνθύμησις ἐνθυμοῦμαι


θυμητικό

θυμητικό mittelgriechisch θυμούμαι


θυμιάζω

θυμιάζω mittelgriechisch θυμιάζω altgriechisch θυμιάω / θυμιῶ


θυμιατήρι

θυμιατήρι mittelgriechisch θυμιατήρι(ν) altgriechisch θυμιατήριον θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


θυμιατίζω

θυμιατίζω mittelgriechisch θυμιατίζω θυμιατός altgriechisch θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


θυμιατό

θυμιατό mittelgriechisch θυμιατός altgriechisch θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


θυμούμαι

θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι


θύραθεν

θύραθεν (λόγιο) mittelgriechisch θύραθεν (οι μη χριστιανοί) altgriechisch θύραθεν (έξω von πόρτα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θύρα + -θεν altgriechisch -θεν (από)


θωριά

θωριά mittelgriechisch θωριά altgriechisch θεωρία


ίγγλα

ίγγλα mittelgriechisch ίγκλα γίγκλα κίγκλα lateinisch *cingla cingula cingo


ίγκλα

ίγκλα mittelgriechisch ίγκλα γίγκλα κίγκλα lateinisch *cingla cingula cingo


ιδιόμελο

ιδιόμελο mittelgriechisch ἰδιόμελον ἴδιον + μέλος


ιδρώνω

ιδρώνω mittelgriechisch ιδρώνω altgriechisch ἱδρῶ + -ώνω


ιδρώτας

ιδρώτας mittelgriechisch ἱδρώτας altgriechisch ἱδρώς proto-indogermanisch *swidrōs *sweyd- (ιδρώτας, ιδρώνω)


ιεροδιάκονος

ιεροδιάκονος mittelgriechisch ἱεροδιάκονος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διάκονος


ιεροκήρυκας

ιεροκήρυκας mittelgriechisch ἱεροκῆρυξ altgriechisch ἱεροκῆρυξ


ιερομόναχος

ιερομόναχος mittelgriechisch ἱερομόναχος ἱερο- + μοναχός


ινδικτιών

ινδικτιών mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ινδικτιώνα

ινδικτιώνα mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ίνδικτος

ίνδικτος mittelgriechisch ἴνδικτος lateinisch indictus indico dico


ίντεξ

ίντεξ mittelgriechisch ἴνδιξ ἴνδηξ lateinisch index


ισιάζω

ισιάζω mittelgriechisch ἰσιάζω ἴσιος altgriechisch ἴσος


ίσιος

ίσιος mittelgriechisch λέξη που προήλθε von επίσης μεσαιωνικό ισιάζω αρχ. ελληνικό ρήμα ἰσάζω αρχ. ελληνικό επίθετο ἴσος, αλλά ενώ η ριζική λέξη ἴσος παραμένει στη γλώσσα με την αρχική της έννοια ως ίσος, το παράγωγο ίσιος διαχωρίζεται σημαντικά ως έννοια


ίσκα

ίσκα mittelgriechisch lateinisch esca


ίσκιος

ίσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά (παραβάλετε με το altgriechisch ἰσκιερός)


ισόποσος

ισόποσος mittelgriechisch ισόποσος ίσ(ος) + -ό- + ποσ(όν) + -ος


ιστορίζω

ιστορίζω mittelgriechisch ἱστορίζω


καβάλα

καβάλα mittelgriechisch καβάλα venezianisch cavala mittellateinisch caballa lateinisch caballus γαλατικά caballos


καβαλικεύω

καβαλικεύω mittelgriechisch καβαλικεύω / καβαλικεύγω / καβαλκεύγω / καβαλλικεύω / καβαλλικεύγω / καλλικεύω spätlateinisch caballicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caballico (ιππεύω) [1]


καβαλίνα

καβαλίνα mittelgriechisch καβαλλίνα με απλογράφηση neulateinisch *caballina lateinisch caballinus caballus. Συγκρίνετε με την italienisch cavallina.[1]


καβαλώ

καβαλώ mittelgriechisch καβαλῶ καβάλα venezianisch cavala / spätlateinisch caballa lateinisch caballus


καβγάς

καβγάς mittelgriechisch καβγάς türkisch kavga osmanisch türkisch غوغا (ğavğa, kavga) persisch غوغا (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)


κάβος

κάβος mittelgriechisch κάβος italienisch cavo λατινικά caput


κάβουρας

κάβουρας mittelgriechisch κάβουρας *κάβουρος *κάβαρος Koine-Griechisch κάραβος[1]


καδένα

καδένα mittelgriechisch καδένα venezianisch cadena· δείτε επίσης την italienisch catena και την spanisch cadena (αλυσίδα) lateinisch catena



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback