ιδρώνω mittelgriechisch ιδρώνω altgriechisch ἱδρῶ + -ώνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Και μετά από λίγο άρχισα να ιδρώνω. | Nach einer Weile begann ich zu schwitzen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
schwitzen |
transpirieren |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ιδρώνω | ιδρώνουμε, ιδρώνομε |
ιδρώνεις | ιδρώνετε | ||
ιδρώνει | ιδρώνουν(ε) | ||
Imper fekt | ίδρωνα | ιδρώναμε | |
ίδρωνες | ιδρώνατε | ||
ίδρωνε | ίδρωναν, ιδρώναν(ε) | ||
Aorist | ίδρωσα | ιδρώσαμε | |
ίδρωσες | ιδρώσατε | ||
ίδρωσε | ίδρωσαν, ιδρώσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ιδρώσει | έχουμε ιδρώσει | |
έχεις ιδρώσει | έχετε ιδρώσει | ||
έχει ιδρώσει | έχουν ιδρώσει | ||
Plu per fekt | είχα ιδρώσει | είχαμε ιδρώσει | |
είχες ιδρώσει | είχατε ιδρώσει | ||
είχε ιδρώσει | είχαν ιδρώσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ιδρώνω | θα ιδρώνουμε, θα ιδρώνομε | |
θα ιδρώνεις | θα ιδρώνετε | ||
θα ιδρώνει | θα ιδρώνουν(ε) | ||
Fut ur | θα ιδρώσω | θα ιδρώσουμε, θα ιδρώσομε | |
θα ιδρώσεις | θα ιδρώσετε | ||
θα ιδρώσει | θα ιδρώσουν | ||
Fut ur II | θα έχω ιδρώσει | θα έχουμε ιδρώσει | |
θα έχεις ιδρώσει | θα έχετε ιδρώσει | ||
θα έχει ιδρώσει | θα έχουν ιδρώσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ιδρώνω | να ιδρώνουμε, να ιδρώνομε |
να ιδρώνεις | να ιδρώνετε | ||
να ιδρώνει | να ιδρώνουν(ε) | ||
Aorist | να ιδρώσω | να ιδρώσουμε, να ιδρώσομε | |
να ιδρώσεις | να ιδρώσετε | ||
να ιδρώσει | να ιδρώσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ιδρώσει | να έχουμε ιδρώσει | |
να έχεις ιδρώσει | να έχετε ιδρώσει | ||
να έχει ιδρώσει | να έχουν ιδρώσει | ||
Imper ativ | Pres | ίδρωνε | ιδρώνετε |
Aorist | ίδρωσε | ιδρώστε, ιδρώσετε | |
Part izip | Pres | ιδρώνοντας | |
Perf | έχοντας ιδρώσει, ιδρωμένος, -η, -ο | ||
Infin | Aorist | ιδρώσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schwitze | ||
du | schwitzt | |||
er, sie, es | schwitzt | |||
Präteritum | ich | schwitzte | ||
Konjunktiv II | ich | schwitzte | ||
Imperativ | Singular | schwitz! schwitze! | ||
Plural | schwitzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschwitzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schwitzen |
ιδρώνω [iδróno] Ρ1α μππ. ιδρωμένος : α. (για άνθρ. ή ζώο) εκκρίνω, αποβάλλω από τους πόρους του σώματός μου ιδρώτα: Ίδρωσα από τη ζέστη / από το φόβο μου. Ίδρωσε το άλογο από το τρέξιμο. Mην τρέχεις· θα ιδρώσεις. Mην κάθεσαι στο ρεύμα, γιατί είσαι ιδρωμένος. || ιδρώνω στο πρόσωπο / στις μασχάλες. ΦΡ δεν ιδρώνει τ΄ αυτί μου, δε δίνω καμιά σημασία σε ό,τι ακούω (παρατηρήσεις, απειλές κτλ.). || κάνω κπ. να ιδρώσει. β. (μτφ. για πρόσ.) καταβάλλω μεγάλες και εξαντλητικές προσπάθειες, κοπιάζω, κουράζομαι πολύ: Aν δεν ιδρώσεις, δε μαθαίνεις γράμματα. Iδρώσαμε ώσπου να τα καταφέρουμε. (έκφρ.) ιδρώνω τη φανέλα* μου. || Mε ίδρωσε με την επιμονή του, αλλά στο τέλος τον έπεισα. γ. για πράγματα, όταν στην επιφάνειά τους σχηματίζονται, από μια εσωτερική ή εξωτερική αιτία, σταγονίδια νερού: Iδρώνει το κανάτι, βγάζει σταγόνες νερού από τους πόρους του. Ίδρωσαν τα τζάμια, καλύφτηκαν από υδρατμούς. || (σπάν.) για φυτά που σκεπάζονται από δρόσο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.