Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη mittelgriechisch εμπιστοσύνη έμπιστος + -οσύνη


εμπτυσμός

εμπτυσμός mittelgriechisch ἐμπτυσμός altgriechisch ἐμπτυσμός ἐμπτύω


εμπυροσκόπος

εμπυροσκόπος mittelgriechisch εμπυροσκόπος altgriechisch ἔμπυρα + -σκόπος


ενάμισης

ενάμισης mittelgriechisch ενάμισης altgriechisch ἕνα, αιτιατική ενικού τού εἷς + ἥμισυς


ενασχόληση

ενασχόληση mittelgriechisch ἐνασχόλησις Koine-Griechisch ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι


ενηλικιώνομαι

ενηλικιώνομαι mittelgriechisch ἐνηλικιόω[1] Koine-Griechisch ἐνηλικιόομαι ἐνήλικος altgriechisch ἐν ἡλικίᾳ


ενθέτω

ενθέτω mittelgriechisch ενθέτω altgriechisch ἐντίθημι τίθημι


ενθύμιο

ενθύμιο mittelgriechisch ἐνθύμιον altgriechisch ἐνθύμιος


εννιάμερα

εννιάμερα mittelgriechisch εννιάμερα, Maskulinum von εννιάμερος εννιά + μέρα


ενοικιάζω

ενοικιάζω mittelgriechisch ἐνοικιάζω ἔνοικος


ενοριακός

ενοριακός mittelgriechisch ενορία


ενορίτης

ενορίτης mittelgriechisch ἐνορίτης


ενοχή

ενοχή mittelgriechisch ἐνοχή altgriechisch ἐνέχομαι


εντούτοις

εντούτοις από τη mittelgriechisch φράση ἐν τούτοις (δοτική πληθυντικού του τοῦτο, τούτο)[1] Η γραφή με δύο λέξεις δεν συνηθίζεται στα νέα ελληνικά[2]


εντρέπομαι

εντρέπομαι mittelgriechisch ἐντρέπομαι


εντροπαλός

εντροπαλός mittelgriechisch ἐντροπαλός altgriechisch ἐντροπή


ενωρίς

ενωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ


εξαγριώνομαι

εξαγριώνομαι mittelgriechisch εξαγριώνομαι altgriechisch ἐξαγριόω / ἐξαγριῶ


εξάλλου

εξάλλου mittelgriechisch εξ άλλου ((Lehnübersetzung) französisch d'ailleurs)


εξαπόλυση

εξαπόλυση εξαπολύω + -ση mittelgriechisch ἐξαπολύω ἐξ + altgriechisch ἀπολύω


εξαπολύω

εξαπολύω mittelgriechisch ἐξαπολύω ἐξ + altgriechisch ἀπολύω


έξαφνα

έξαφνα mittelgriechisch έξαφνα altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω


εξεναντίας

εξεναντίας mittelgriechisch εξεναντίας altgriechisch ἐξ ἐναντίας ἐναντίος ((Lehnübersetzung) französisch par contre)


έξοδο

έξοδο mittelgriechisch ξοδεύω Koine-Griechisch ἐξοδεύω ἔξοδος


εξολόθρεμα

εξολόθρεμα mittelgriechisch εξολόθρεμα Koine-Griechisch ἐξολόθρευμα ἐξολοθρεύω altgriechisch ἐξολεθρεύω ἐξ + ὀλεθρεύω ὄλεθρος


εξολοθρεμός

εξολοθρεμός mittelgriechisch εξολοθρεμός Koine-Griechisch ἐξολοθρεύω altgriechisch ἐξολεθρεύω ἐξ + ὀλεθρεύω ὄλεθρος


εξοχότητα

εξοχότητα mittelgriechisch εξοχότητα Koine-Griechisch ἐξοχότης ((Lehnbedeutung) italienisch eccellenza)


εξύμνηση

εξύμνηση mittelgriechisch ἐξύμνησις Koine-Griechisch ἐξυμνέω


έξυπνος

έξυπνος mittelgriechisch ἔξυπνος ἐξ + ὕπνος


έξωθι

έξωθι mittelgriechisch έξωθι


εξώνηση

εξώνηση mittelgriechisch εξώνησις altgriechisch ἐξωνέομαι / ἐξωνοῦμαι ὠνέομαι / ὠνοῦμαι ((Lehnübersetzung) französisch réméré)


εξώστης

εξώστης mittelgriechisch ἐξώστης altgriechisch ἐξώστης ἐξωθέω / ἐξωθῶ (2: (Lehnbedeutung) italienisch balcone)


επιγονάτιο

επιγονάτιο mittelgriechisch ἐπιγονάτιον ἐπί + Koine-Griechisch γονάτιον altgriechisch γόνυ indoeuropäisch (Wurzel) *ǵónu


επιδεξιότητα

επιδεξιότητα mittelgriechisch ἐπιδεξιότητα altgriechisch ἐπιδεξιότης ἐπί + δεξιότης δεξιός indoeuropäisch (Wurzel) *deḱs-


επισκοπάτο

επισκοπάτο mittelgriechisch επισκοπάτον


επίσπευση

επίσπευση mittelgriechisch ἐπίσπευσις altgriechisch ἐπισπεύδω ἐπί + σπεύδω


επίστομα

επίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα


επιτάχυνση

επιτάχυνση mittelgriechisch ἐπιτάχυνσις ἐπιταχύνω


επίτευγμα

επίτευγμα mittelgriechisch ἐπίτευγμα altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επιτυχαίνω

επιτυχαίνω mittelgriechisch επιτυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


εργαστήρι

εργαστήρι mittelgriechisch εργαστήρι(ν) altgriechisch ἐργαστήριον


εργόχειρο

εργόχειρο mittelgriechisch εργόχειρο Koine-Griechisch ἐργόχειρον altgriechisch ἔργον + χείρ


ερείπωση

ερείπωση mittelgriechisch ἐρείπωσις Koine-Griechisch ἐρειπόω / ἐρειπῶ


ερημόνησο

ερημόνησο mittelgriechisch ἐρημόνησον. Συγχρονικά αναλύεται σε ερημό- + νησ(ί) + -ο


ερημότοπος

ερημότοπος mittelgriechisch ἐρημότοπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ερημό- + -τοπος


ερημώνω

ερημώνω mittelgriechisch ερημώνω altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


ερίφι

ερίφι mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερίφιο

ερίφιο mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερμάρι

ερμάρι mittelgriechisch ἑρμάριον ἁρμάριον lateinisch armarium arma (όπλα) indoeuropäisch (Wurzel) *h₂(e)rmos *h₂er- (ἀραρίσκω)


ερχομός

ερχομός mittelgriechisch ερχομός altgriechisch ἔρχομαι


ερωταπόκριση

ερωταπόκριση mittelgriechisch ερωταπόκρισις altgriechisch ἐρώτησις + ἀπόκρισις


ερωτόληπτος

ερωτόληπτος mittelgriechisch ερωτόληπτος έρωτας + -ληπτος


ερωτοπονεμένος

ερωτοπονεμένος mittelgriechisch ερωτοπονεμένος έρωτας και πονάω


εσοδεία

εσοδεία mittelgriechisch ἐσοδεία Koine-Griechisch *ἐσοδεία εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


εσοδεύω

εσοδεύω mittelgriechisch εσοδεύω


εσοδιάζω

εσοδιάζω mittelgriechisch εσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


εσύ

εσύ mittelgriechisch ἐσύ altgriechisch σύ, με προσθήκη του ἐ- κατά τα ἐγώ, ἐμού, ἐμέ


ετοιμόγεννος

ετοιμόγεννος Koine-Griechisch ἑτοιμόγεννος[1] ή mittelgriechisch[2] Συγχρονικά αναλύεται σε ετοιμο- + -γεννος


ετούτος

ετούτος mittelgriechisch ετούτος / τούτος altgriechisch οὗτος


ετσά

ετσά altgriechisch οὕτως > mittelgriechisch οὕτωσι > έτσι, έτσ(ι) + (δ)α > ετσά


έτσι

έτσι mittelgriechisch ἔτσι ἔτις με τσιτακισμό altgriechisch οὕτως / οὑτωσί άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή lateinisch etsi (αν και)[1]


ευλογητάριο

ευλογητάριο mittelgriechisch εὐλογητάριον Koine-Griechisch εὐλογητός altgriechisch εὐλογέω


ευλογητικός

ευλογητικός mittelgriechisch ευλογητικός altgriechisch εὐλογέω


ευλογιά

ευλογιά mittelgriechisch ευλογιά ευλογία (κατ’ ευφημισμόν) altgriechisch εὐλογία


ευνοήτως

ευνοήτως mittelgriechisch ευνοήτως Koine-Griechisch εὐνόητος


ευπρεπίζω

ευπρεπίζω mittelgriechisch ευπρεπίζω Koine-Griechisch εὐπρεπίζομαι altgriechisch εὐπρεπής εὖ + πρέπω


εύρετρα

εύρετρα mittelgriechisch εὕρετρον


ευσπλαγχνικά

ευσπλαγχνικά ευσπλαγχνικός + -ά mittelgriechisch ευσπλαγχνικός Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον


ευσπλαγχνικός

ευσπλαγχνικός mittelgriechisch ευσπλαγχνικός Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον


ευχέλαιο

ευχέλαιο mittelgriechisch ευχέλαιον


ευχολόγιο

ευχολόγιο mittelgriechisch εὐχολόγιον ευχ(η) + -ο- + -λόγιο


εφτά

εφτά mittelgriechisch ἑφτά altgriechisch ἑπτά


έχθρητα

έχθρητα mittelgriechisch altgriechisch ἔχθρα


εχτές

εχτές mittelgriechisch ἐχτές altgriechisch ἐχθές με ανομοίωση των φθόγγων [kt] > [xθ][1] siehe auch χτες


ζαβός

ζαβός mittelgriechisch ζαβός αβέβαιης ετυμολόγησης entweder/oder von arabisch زَاوِيَة (zāwiya: γωνία) ρίζα ز و ي (z-w-y) entweder/oder von ζαβολιά διαβολιά


ζαγάρι

ζαγάρι mittelgriechisch ζαγάρι(ο)ν türkisch zağar osmanisch türkisch زغر (zaǧar)


ζαλίζω

ζαλίζω mittelgriechisch ζάλη + -ίζω


ζάρι

ζάρι mittelgriechisch ζάρι(ν) ἀζάριν / ἀζάριον arabisch زهر (zahr)


ζαρκάδι

ζαρκάδι mittelgriechisch ζαρκάδι ζορκάδιον altgriechisch ζορκάς / δορκάς proto-indogermanisch *yorkos[1] (ζαρκάδι)


ζαρώνω

ζαρώνω mittelgriechisch ζαρώνω (μικραίνω, πτυχώνομαι, τσαλακώνομαι) οζαρώνω ίσως από altgriechisch ὄζος (μεταξύ άλλων και το μάτι του φυτού), αλλά αβέβαιο


ζαφείρι

ζαφείρι mittelgriechisch ζαφείρι(ν) ζάφειρος Koine-Griechisch σάπφειρος σημιτική


ζάφτι

ζάφτι mittelgriechisch ζάφτι ζάπτι türkisch zapt arabisch ضَبْط (ḍabṭ)


ζάχαρη

ζάχαρη mittelgriechisch ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) proto-indogermanisch *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)


ζεματίζω

ζεματίζω mittelgriechisch ζεματίζω altgriechisch ζέω. siehe auch ζεματάω


ζερβός

ζερβός mittelgriechisch ζερβός ζαβός arabisch زَاوِيَة (zāwiya, γωνία) ρίζα ز و ي (z-w-y)


ζέστη

ζέστη mittelgriechisch ζέστη Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω


ζεστοκοπώ

ζεστοκοπώ mittelgriechisch ζεστοκοπώ ζέστη altgriechisch ζεστός ζέω


ζευγαρίζω

ζευγαρίζω mittelgriechisch ζευγάρι + -ίζω


ζευγάς

ζευγάς mittelgriechisch ζεῦγος


ζευγίτης

ζευγίτης mittelgriechisch ζευγίτης altgriechisch ζευγῖται ζεῦγος


ζεύω

ζεύω mittelgriechisch ζεύ(γ)ω altgriechisch ζεύγνυμι


ζέχνω

ζέχνω mittelgriechisch ζένω Koine-Griechisch ὤζεσα, αόριστος του altgriechisch ὄζω


ζήλεια

ζήλεια mittelgriechisch ζήλεια


ζήλια

ζήλια mittelgriechisch ζήλεια / ζηλεία / ζηλία altgriechisch ζηλόω / ζηλῶ [1] ζῆλος proto-indogermanisch *yeh₂-


ζηλιάρης

ζηλιάρης mittelgriechisch ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης


ζημιά

ζημιά mittelgriechisch ζημιά με συνίζηση altgriechisch ζημία[1]


ζητεία

ζητεία mittelgriechisch ζητεία


ζούδι

ζούδι mittelgriechisch ζούδιον Koine-Griechisch ζῴδιον


ζουλίζω

ζουλίζω mittelgriechisch altgriechisch διυλίζω


ζουλώ

ζουλώ mittelgriechisch ζουλίζω altgriechisch διυλίζω (το δι μετατράπηκε σε ζ όπως και στα διαβολιά > ζαβολιά)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback