{η}  ενοχή Subst.  [enochi, enoxh]

{die}    Subst.
(629)

Etymologie zu ενοχή

ενοχή mittelgriechisch ἐνοχή altgriechisch ἐνέχομαι


GriechischDeutsch
Αν εξωσυμβατική ενοχή, η οποία απορρέει από αδικαιολόγητο πλουτισμό, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής αχρεωστήτου, συνδέεται με υφιστάμενη σχέση μεταξύ των μερών, όπως εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από σύμβαση ή αδικοπραξία, που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με αυτόν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει την εν λόγω σχέση.Knüpft ein außervertragliches Schuldverhältnis aus ungerechtfertigter Bereicherung, einschließlich von Zahlungen auf eine nicht bestehende Schuld, an ein zwischen den Parteien bestehendes Rechtsverhältnis — wie einen Vertrag oder eine unerlaubte Handlung — an, das eine enge Verbindung mit dieser ungerechtfertigten Bereicherung aufweist, so ist das Recht anzuwenden, dem dieses Rechtsverhältnis unterliegt.

Übersetzung bestätigt

Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη του βουλευτή ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που του καταλογίζονται, ακόμη και σε περίπτωση που η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.Der Ausschuss kann eine mit Gründen versehene Stellungnahme zur Zuständigkeit der betreffenden Behörde und zur Zulässigkeit des Antrags abgeben, doch äußert er sich in keinem Fall zur Schuld oder Nichtschuld des Mitglieds bzw. zur Zweckmäßigkeit einer Strafverfolgung der dem Mitglied zugeschriebenen Äußerungen oder Tätigkeiten, selbst wenn er durch die Prüfung des Antrags umfassende Kenntnis von dem zugrunde liegenden Sachverhalt erlangt.

Übersetzung bestätigt

Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.Der Ausschuss kann eine mit Gründen versehene Stellungnahme zur Zuständigkeit der betreffenden Behörde und zur Zulässigkeit des Antrags abgeben, doch äußert er sich in keinem Fall zur Schuld oder Nichtschuld des Mitglieds bzw. zur Zweckmäßigkeit einer Strafverfolgung der dem Mitglied zugeschriebenen Äußerungen oder Tätigkeiten, selbst wenn er durch die Prüfung des Antrags umfassende Kenntnis von dem zugrunde liegenden Sachverhalt erlangt.

Übersetzung bestätigt

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κατά την παροχή πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης οι δημόσιες αρχές δεν αναφέρονται στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους ως να είναι ένοχοι όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή των προσώπων αυτών κατά τον νόμο.Die Mitgliedstaaten sollten geeignete Maßnahmen ergreifen, um sicherzustellen, dass Behörden, wenn sie Medien Informationen zur Verfügung stellen, Verdächtige oder beschuldigte Personen nicht als schuldig darstellen, solange ihre Schuld nicht rechtsförmlich nachgewiesen wurde.

Übersetzung bestätigt

Υπό ορισμένες συνθήκες η απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου θα πρέπει να μπορεί να εκδοθεί παρά την απουσία του.Unter bestimmten Umständen sollte es möglich sein, dass eine Entscheidung über die Schuld oder Unschuld eines Verdächtigen oder einer beschuldigten Person selbst dann ergeht, wenn die betreffende Person bei der Verhandlung nicht anwesend ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Schuld



Griechische Definition zu ενοχή

ενοχή η [enoxí] : Iα.το συναίσθημα που κυριαρχεί στη συνείδησή μας, όταν εμείς οι ίδιοι αποδοκιμάζουμε και επικρίνουμε πράξη μας, συμπεριφορά μας κτλ., επειδή έχει ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή είναι αντίθετη προς τις ηθικές αρχές: Kαμία δεν έχω ενοχή, αφού σας προειδοποίησα. || (και ψυχ.) συναίσθημα που προκαλούν συμπεριφορές ή επιθυμίες αντίθετες προς τις ηθικές μας αρχές: Ο καθένας έχει τις ενοχές του. β. (και νομ. στο ποινικό δίκαιο) η σχέση προσώπου με πράξη του (ή παράλειψή του) την οποία η δικαστική κρίση την αποδοκιμάζει και την τιμωρεί. ANT αθωότητα: Aποδεδειγμένη ενοχή. Ομολόγησε την ενοχή του. H ενοχή των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη. II. (νομ., και ειδικότ. στο αστικό δίκαιο) η νομική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση του ενός (του οφειλέτη) σε παροχή (πράξη, ανοχή ή παράλειψη) προς τον άλλο (το δανειστή): Γένεση / απόσβεση ενοχής. ενοχή από σύμβαση / από δικαιοπραξία / από αδίκημα / από αδικοπραξία. Διαζευκτική ενοχή. Θετική / αποθετική ενοχή. ενοχή γένους / είδους. Δίκαιο των Ενοχών, το Ενοχικό δίκαιο.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐνοχή < αρχ. ρ. ἐνέχομαι & σημδ. γαλλ. culpabidivté]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback