Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ράφτης

ράφτης mittelgriechisch Koine-Griechisch ῥάπτης


ιωβηλαίο

ιωβηλαίο Koine-Griechisch ἰωβηλαῖον (ἔτος) ἰωβηλαῖος ἰώβηλος hebräisch יובל ‎(yovél) (: κέρατο κριαριού που χρησιμοποιούνταν σαν σάλπιγγα κάθε 50 χρόνια)


εξορκισμός

εξορκισμός Koine-Griechisch ἐξορκισμός


στενοχωρώ

στενοχωρώ Koine-Griechisch στενοχωρέω / στενοχωρῶ altgriechisch στενός + χῶρος


προσκομιδή

προσκομιδή (λόγιο) Koine-Griechisch προσκομιδή[1] altgriechisch προσκομίζω


μπόλιασμα

μπόλιασμα μπολιάζω + -μα μπόλι mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω


εικοσάδα

εικοσάδα mittelgriechisch εικοσάδα Koine-Griechisch εἰκοσάς altgriechisch εἴκοσι


εξουσιαστής

εξουσιαστής Koine-Griechisch ἐξουσιαστής


ενωρίς

ενωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ


πρωτοτόκια

πρωτοτόκια Koine-Griechisch πρωτοτόκια πρωτότοκος


δύσπιστος

δύσπιστος Koine-Griechisch δύσπιστος δυσ- + πίστις


αλλόθρησκος

αλλόθρησκος Koine-Griechisch ἀλλόθρησκος


κρουστός

κρουστός (λόγιο) Koine-Griechisch κρουστός & Lehnbedeutung από τη französisch instruments à percussion ή τη deutsch Schlaginstrumente (στον πληθυντικό)[1]


ασφαλίζω

ασφαλίζω Koine-Griechisch ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής ἀ- + σφάλλω (2. (Lehnbedeutung) englisch insure)


στρουθοκάμηλος

στρουθοκάμηλος Koine-Griechisch στρουθοκάμηλος (αρσενικό ή θηλυκό)


επίχωση

επίχωση Koine-Griechisch ἐπίχωσις + -ση altgriechisch ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω χώννυμι / χωννύω χόω


επίμονος

επίμονος Koine-Griechisch ἐπίμονος altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


αρτεμισία

αρτεμισία Koine-Griechisch ἀρτεμισία altgriechisch Ἀρτεμισία Ἄρτεμις


καρωτίδα

καρωτίδα Koine-Griechisch καρωτίς


σκαμπάζω

σκαμπάζω mittelgriechisch σκαμβάζω Koine-Griechisch καμβός


σατανιστής

σατανιστής (entlehnt aus) französisch sataniste satanisme Koine-Griechisch Σατανᾶς (Wort verwendet ab 1895)


κουμπώνω

κουμπώνω mittelgriechisch κουμπώνω κομπώνω Koine-Griechisch κομβόω / κομβῶ κομβίον


άχρωμος

άχρωμος Koine-Griechisch ἄχρωμος (2.(Lehnbedeutung) französisch incolore)


φιστικιά

φιστικιά Koine-Griechisch πιστάκιον από persisch λέξη (ίσως pistah) με επίδραση του τουρκικού fıstık από arabisch προφορά πιθανόν της ίδιας λέξης με την persisch


μουσουργός

μουσουργός Koine-Griechisch Μοῦσα + ἔργον


αθίγγανος

αθίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)


προσωπίδα

προσωπίδα Koine-Griechisch προσωπίς altgriechisch πρόσωπον


ησυχαστής

ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος


εφεδρεία

εφεδρεία Koine-Griechisch ἐφεδρεία altgriechisch ἐφεδρεία ( ἐφεδρεύω ἔφεδρος ἐπι- + ἕδρα)


αντιζηλία

αντιζηλία Koine-Griechisch ἀντιζηλία ἀντίζηλος


ξεριζώνω

ξεριζώνω mittelgriechisch (ἐ)ξεριζώνω Koine-Griechisch ἐκριζόω / ἐκριζῶ altgriechisch ῥίζα


κληρικός

κληρικός Koine-Griechisch κληρικός altgriechisch κλῆρος


γραμματικός

γραμματικός Koine-Griechisch γραμματικός ( εκείνος που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) altgriechisch γράφω


γλυκάνισο

γλυκάνισο Koine-Griechisch γλυκάνισον altgriechisch γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον arabisch يانسون (yansun)[1] altägyptisch (insɛt)


βιβλιοθηκονομία

βιβλιοθηκονομία (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch bibliothéconomie Koine-Griechisch βιβλιοθήκ(η) + -ο- + -nomie -νομία


συμπεριλαμβάνω

συμπεριλαμβάνω Koine-Griechisch συμπεριλαμβάνω συν + περί + λαμβάνω


αφτί

αφτί Koine-Griechisch ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς altgriechisch οὖς indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ṓws (αφτί) *h₂ew- (βλέπω) (τά ὠτία > ταουτία > ταφτία > ταφτιά > τ’ αφτί· πβ. αβγό)


οικοδεσπότης

οικοδεσπότης Koine-Griechisch οἰκοδεσπότης οἶκος + δεσπότης


δεκαεννέα

δεκαεννέα Koine-Griechisch δεκαεννέα


εξυπακούεται

εξυπακούεται εξ + υπακούεται, (Lehnübersetzung) französisch est sous-entendu. Η Koine-Griechisch ἐξυπακουστέον σήμαινε 'πρέπει να γίνει κατανοητό'.[1]


αναπομπή

αναπομπή Koine-Griechisch ἀναπομπή altgriechisch ἀνά + πέμπω


ασυγκίνητος

ασυγκίνητος Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ


απολωλός

απολωλός Koine-Griechisch ἀπολωλός[1], Maskulinum von ἀπολωλώς altgriechisch ἀπόλλυμι


χιαστί

χιαστί Koine-Griechisch χιαστί χιαστός χιάζω χῖ altgriechisch χεῖ (το γράμμα)


φανερώνω

φανερώνω Koine-Griechisch φανερόω, -ῶ φανερός


βαβούρα

βαβούρα mittelgriechisch βαβούρα Onomatopoetikum, ίσως von Koine-Griechisch βαβάζω (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + -ούρα.[1] Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη βάρβαρος. Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη mittelgriechisch βαβούρα


χνούδι

χνούδι mittelgriechisch χνούδι(ν) Koine-Griechisch *χνούδιον altgriechisch χνόος / χνοῦς


πρόπτωση

πρόπτωση Koine-Griechisch πρόπτωσις altgriechisch προπίπτω πίπτω indoeuropäisch (Wurzel) *peth₂- (πετώ)


εξιλέωση

εξιλέωση (λόγιο) Koine-Griechisch ἐξιλέω(σις) + -ση


γλώσσημα

γλώσσημα Koine-Griechisch γλώσσημα (1,2) altgriechisch γλώσσημα γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs (3. (Lehnbedeutung) französisch glossème)


βομβητής

βομβητής Koine-Griechisch βομβητής ((Lehnbedeutung) englisch buzzer)


αντιβασιλέας

αντιβασιλέας Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς


τύψη

τύψη Koine-Griechisch τύψις τύπτω


επισημότητα

επισημότητα Koine-Griechisch ἐπισημότης


προκυμαία

προκυμαία Koine-Griechisch προκυμία + -αία πρό + κῦμα


απλοϊκός

απλοϊκός Koine-Griechisch ἁπλοϊκός altgriechisch ἁπλόος / ἁπλοῦς + -ικός ((Lehnbedeutung) französisch simple)


παραδειγματισμός

παραδειγματισμός Koine-Griechisch παραδειγματισμός παραδειγματίζω + -ισμός altgriechisch παράδειγμα παραδείκνυμι παρά + δείκνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *deyḱ- (δείχνω) + -νυμι ( indoeuropäisch (Wurzel) *-néwti)


εκτομή

Koine-Griechisch altgriechisch ἐκτομή


φωστήρας

φωστήρας Koine-Griechisch φωστήρ (λαμπτήρας) altgriechisch φάος / φῶς ((Lehnbedeutung) französisch luminaire)


δρεπάνι

δρεπάνι mittelgriechisch δρεπάνι(ν) Koine-Griechisch δρεπάνιον υποκοριστικό για την altgriechisch δρέπανον


διάζευξη

διάζευξη (λόγιο) Koine-Griechisch διάζευξις (διά-ζευγ-(σις) + ση) διαζεύγνυμι


χαιρεκακία

χαιρεκακία Koine-Griechisch χαίρω + κακία


έρανος

έρανος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔρανος (δημόσιες συνεισφορές) altgriechisch ἔρᾰνος


αλώβητα

αλώβητα αλώβητος + -α Koine-Griechisch ἀλώβητος


μελισσοκόμος

μελισσοκόμος Koine-Griechisch μελισσοκόμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -κόμος


κραδασμός

κραδασμός Koine-Griechisch κραδασμός κραδαίνω


επιβαρύνω

επιβαρύνω Koine-Griechisch ἐπιβαρύνω ἐπί + altgriechisch βαρύνω ((Lehnbedeutung) französisch aggraver / deutsch belasten)


αυλικός

αυλικός Koine-Griechisch αὐλικός altgriechisch αὐλή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew- (παρατηρώ, κοιτάζω, φυλάγω)


ανθρακίτης

ανθρακίτης englisch anthracite lateinisch anthracitis Koine-Griechisch ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο) altgriechisch ἄνθραξ


αναμόχλευση

αναμόχλευση Koine-Griechisch ἀναμόχλευσις ἀναμοχλεύω ἀνά + μοχλός


ροκάνι

ροκάνι Koine-Griechisch ῥυκάνη


αντιστάθμισμα

αντιστάθμισμα Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν


χρυσάνθεμο

χρυσάνθεμο Koine-Griechisch χρυσάνθεμον χρυσός + ἄνθεμον (ἀνθέω ἄνθος)


συνεννοούμαι

συνεννοούμαι Koine-Griechisch συνεννοέω / συνεννοῶ


αδελφοποίηση

αδελφοποίηση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδελφοποίη(σις) + -ση[1]


ψαχνό

ψαχνό mittelgriechisch ψαχνόν Koine-Griechisch *ψαχνός / σαχνός (μαλακός, τρυφερός, ισχνός), με επίδραση και του ρήματος ψώχω (ψώω) / σώχω (ψιλοτρίβω)


υπερασπίζομαι

υπερασπίζομαι Koine-Griechisch ὑπερασπίζω altgriechisch ὑπέρ + ἀσπίς


προσάρτηση

προσάρτηση Koine-Griechisch προσάρτησις altgriechisch προσαρτάω / προσαρτῶ πρός + ἀρτάω / ἀρτῶ (1,2: (Lehnbedeutung) französisch annexion)


φουρνιά

φουρνιά φούρ-νος + -ιά Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


κελλάρης

κελλάρης mittelgriechisch κελλάρης/κελάρης κελλάριν Koine-Griechisch κελλάριον spätlateinisch cellarium lateinisch cella


επίχρισμα

επίχρισμα Koine-Griechisch ἐπίχρισμα χρῖσμα χρίω


κυριολεκτώ

κυριολεκτώ Koine-Griechisch κυριολεκτέω / κυριολεκτῶ altgriechisch κύριος + λέγω


εσοδεία

εσοδεία mittelgriechisch ἐσοδεία Koine-Griechisch *ἐσοδεία εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


διοργανώνω

διοργανώνω mittelgriechisch διοργανόω / διοργανῶ Koine-Griechisch διοργανόομαι / διοργανοῦμαι ὀργανόω / ὀργανῶ altgriechisch ὄργανον indoeuropäisch (Wurzel) *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)


υπερχείλιση

υπερχείλιση υπερχειλίζω + -ση mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος


μούχλα

μούχλα mittelgriechisch μοχλιάζω Koine-Griechisch ὀμίχλα altgriechisch ὀμίχλη


ευδιάκριτος

ευδιάκριτος Koine-Griechisch εὐδιάκριτος


βράση

βράση Koine-Griechisch βράσις βράζω altgriechisch βράσσω


ψυχαγωγώ

ψυχαγωγώ Koine-Griechisch ψυχαγωγέω / ψυχαγωγῶ altgriechisch ψυχή + ἄγω


μεταγωγή

μεταγωγή Koine-Griechisch μεταγωγή. Συγχρονικά αναλύεται σε μετ- + αγωγή.


βαρβατίλα

βαρβατίλα βαρβάτος + -ίλα Koine-Griechisch βαρβᾶτος lateinisch barbatus barba *farba proto-italienisch *farβā indoeuropäisch (Wurzel) *bʰardʰeh₂ (γένι)


αλέθω

αλέθω mittelgriechisch ἀλέθω Koine-Griechisch ἀλήθω


δίγαμμα

δίγαμμα (λόγιο) Koine-Griechisch δίγαμμα[1] αρχαία ελληνικά δίς + γάμμα


ψευδοπροφήτης

ψευδοπροφήτης και ψευτοπροφήτης Koine-Griechisch ψεύδος + προφήτης


γκαρίζω

γκαρίζω mittelgriechisch γκαρίζω Koine-Griechisch ὀγκαρίζω λατινικά onco altgriechisch ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι


γελοιότητα

γελοιότητα Koine-Griechisch γελοιότης


αμύνομαι

αμύνομαι Koine-Griechisch ἀμύνομαι altgriechisch ἀμύνω


φρεναπάτη

φρεναπάτη Koine-Griechisch φρεναπατάω / φρεναπάτης + -η altgriechisch φρήν + ἀπάτη


φουντούκι

φουντούκι (αντιδάνειο) türkisch fındık Koine-Griechisch ποντικόν (= το προερχόμενο εκ του πόντου, το θαλασσινό) κάρυον, καρύδι


κοσμοκράτορας

κοσμοκράτορας Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback