Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκατευνασμός Koine-Griechisch κατευνασμός κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω
θερμάστρα Koine-Griechisch θερμάστρα
επιμελητεία Koine-Griechisch ἐπιμελητεία ((Lehnbedeutung) französisch intendance)
αλχημεία französisch alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
ξέφωτο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ξέφωτος mittelgriechisch ξέφωτος ἐκφωτίζω Koine-Griechisch ἐκφωτίζω ἐκ + φωτίζω altgriechisch φάος / φῶς proto-griechisch *pʰáos indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéh₂os *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)
ζωύφιο Koine-Griechisch ζῳύφιον
αυξομείωση Koine-Griechisch αὐξομείωσις
αναθεωρώ μεταγενέστερη Koine-Griechisch ἀναθεωρῶ altgriechisch ἀνά + θεωρέω-θεωρῶ
ανάδρομος Koine-Griechisch ἀνάδρομος
υποστύλωμα Koine-Griechisch ὑποστύλωμα ὑποστυλόω/ὑποστυλῶ στῦλος
συζητητής Koine-Griechisch συζητητής
διμοιρία Koine-Griechisch διμοιρία (παρόμοια σημασία) altgriechisch διμοιρία δι- + μοῖρα
γαρίφαλο (αντιδάνειο) mittelgriechisch / γαρόφαλον / γαρούφαλο / γαρυόφαλον venezianisch garofolo lateinisch garofolum Koine-Griechisch καρυόφυλλον πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, παρετυμολόγηση κάρυον + φύλλον[1] απ' όπου και η γραφή με ύψιλον[2]
νευρόσπαστο Koine-Griechisch νευρόσπαστον
εφοδιασμός Koine-Griechisch ἐφοδιασμός
κτηνοτρόφος Koine-Griechisch κτηνοτρόφος (αγελαδοτρόφος)[1] altgriechisch κτῆνος + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε κτηνο- + -τρόφος
βυζί mittelgriechisch βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον βυζόν βύζην proto-indogermanisch *bheu-ə- (φουσκώνω, κάμπτω, καμπυλώνω)
ανθοκόμος Koine-Griechisch ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κόμος κομέω / κομῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -κόμος
χρηματοδοτώ mittelgriechisch χρηματοδοτῶ χρήματα + -δοτῶ πιθανόν von Koine-Griechischδοτός ή πάντως από μορφές του δίδω
φώτιση Koine-Griechisch φώτισις φωτίζω
πολυβόλο Koine-Griechisch, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: πολυβόλος
βερίκοκο mittelgriechisch βερίκοκον[1] / βερίκοκκον / βερικόκιον / βερίκουκον Koine-Griechisch βερίκοκκον[2] / βερικόκκιον[3] πραικόκκιον[3] lateinisch praecox[3] [4] [5] (persicum = πρώιμο περσικό/ροδάκινο) prae- + coquo proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω)
αχρειότητα Koine-Griechisch ἀχρειότης
απόληξη Koine-Griechisch ἀπόληξις
υπόταξη Katharevousa ὑπόταξις (ὑπότακ-σις + -ση) Koine-Griechisch ὑπόταξις ὑπο- + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + τάξη[1]
περιπτεράς περίπτερο + -άς Koine-Griechisch περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περί + altgriechisch πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
έντρομα έντρομος + -α Koine-Griechisch ἔντρομος altgriechisch ἐν + τρόμος proto-indogermanisch *trem- (τρέμω) *ter- (αδύναμος, τρυφερός)
αρπακτικός Koine-Griechisch ἁρπακτικός
στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική (λόγιο) Koine-Griechisch στρόβιλος altgriechisch στρόβος στρέφω
καταχωρώ Koine-Griechisch καταχωρέω / καταχωρῶ (η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται παλιότερα με την εσφαλμένη έννοια καταχωρίζω, λόγω του κοινού τους θέματος "καταχωρισ-")
ιδιορρυθμία Koine-Griechisch ἰδιορρυθμία
εικονικός Koine-Griechisch εἰκονικός altgriechisch εἰκών (3.(Lehnübersetzung) englisch virtual)
περίσσευμα Koine-Griechisch περίσσευμα altgriechisch περισσεύω περισσός / περιττός περί indoeuropäisch (Wurzel) *per-
θησαυροφυλάκιο Koine-Griechisch θησαυροφυλάκιον altgriechisch θησαυρός + φυλάσσω
ανισορροπία Koine-Griechisch ἀνισορροπία ἰσορροπία altgriechisch ἰσόρροπος ῥοπή (2. (Lehnbedeutung) französisch déséquilibre)
χοιροβοσκός Koine-Griechisch χοιροβοσκός altgriechisch χοῖρος + βοσκός
μεγαλέμπορος Koine-Griechisch λέξη von μεγάλ(ος) και ἔμπορος
επιστήθιος Koine-Griechisch ἐπιστήθιος ἐπί + στῆθος
διασκεδάζω Koine-Griechisch διασκεδάζω altgriechisch διασκεδάννυμι (von αόριστο διεσκέδασα) διά + σκεδάννυμι proto-indogermanisch *sqhed- (1-4: (Lehnübersetzung) französisch dissiper)
απεικονίζω Koine-Griechisch ἀπεικονίζω
υποδιοικητής Koine-Griechisch ὑποδιοικητής ὑπο- + διοικητής
ιπποπόταμος Koine-Griechisch ἱπποπόταμος altgriechisch ἵππος + ποταμός
ερημικός Koine-Griechisch ἐρημικός
διευρύνω δια- + ευρύς + -ύνω (Koine-Griechisch διευρύνομαι)
μουλάρι mittelgriechisch μουλάρι Koine-Griechisch μουλάριον, υποκοριστικό του μοῦλα λατινικά mula, Femininum von mulus[1][2]
αμόνι mittelgriechisch αμόνι(ν) Koine-Griechisch ἀκμόνιον altgriechisch ἄκμων
αγκινάρα mittelgriechisch ἀγκινάρα Koine-Griechisch κινάρα altgriechisch κυνάρα
ροχαλίζω Koine-Griechisch ῥογχαλίζω
καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)
εκσκαφέας εκσκαφή + -έας Koine-Griechisch ἐκσκαφή ἐκσκάπτω ἐκ + altgriechisch σκάπτω ((Lehnübersetzung) englisch excavator)
ανήσυχα ανήσυχος + -α Koine-Griechisch ἀνήσυχος
στρίγκλα mittelgriechisch στρίγκλα / στρίγλα lateinisch striga strix Koine-Griechisch στρίξ (αντιδάνειο)
εγγύτητα Koine-Griechisch ἐγγύτης ἐγγύς
παραχαράκτης Koine-Griechisch παραχαράκτης altgriechisch παραχαράσσω
λαρδί mittelgriechisch λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (Koine-Griechisch) λάρδος lateinisch lardum (=αλατισμένο / παστωμένο κρέας) altgriechisch λαρινός (=παχύς, λιπαρός) (αντιδάνειο)
ρεμβασμός Koine-Griechisch ῥεμβασμός ῥεμβάζω altgriechisch ῥέμβη
κουρεύω mittelgriechisch κουρεύω Koine-Griechisch κουρεύομαι κουρά
εξάμβλωμα Koine-Griechisch ἐξάμβλωμα ((Lehnbedeutung) französisch avorton)
ελαφρύνω Koine-Griechisch ἐλαφρύνω altgriechisch ἐλαφρός
υφήλιος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑφήλιος (εννοείται: γῆ)[1] ὑπό (υφ-) + ἥλι(ος) + -ος (που βρίσκεται κάτω von ήλιο)
παχνί Koine-Griechisch πάθνη φάτνη
ξεθάβω ξε- + θάβω (ή Koine-Griechisch ἐκθάπτω)
γαλαρία venezianisch galaria mittellateinisch galeria[1] (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)
υπαναχώρηση Koine-Griechisch ὑπαναχώρησις altgriechisch ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ
μετάκληση Koine-Griechisch μετάκλησις altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ
βολεύω *εὐβολεύω Koine-Griechisch εὐβολῶ (εὐβολέω, εὔβολος) για το εύστοχο ρίξιμο των ζαριών εὖ + -βολος (βολή)[1][2]
αγάλλομαι Koine-Griechisch ἀγάλλομαι
χτικιό mittelgriechisch κτικιό κτικιάζω Koine-Griechisch ἑκτικός (πυρετός) altgriechisch ἕξις ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-
μαντίλι Koine-Griechisch μαντίλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον, τὸ μανδήλιον) lateinisch mantilium / mantelium, υποκοριστικό του του mantile[1] / mantele manus proto-indogermanisch *man-
μαμμωνάς : Koine-Griechisch μαμωνᾶς aramäisch ממון (;) (mamona), πλούτη
πλειστηριασμός Koine-Griechisch πλειστηριασμός
κοράλλι mittelgriechisch κοράλλιν Koine-Griechisch κοράλλιον lateinisch corall(i)um πιθανόν αντολικής προέλευσης, σημιτική (siehe auch το εβραϊκό רָל ('goral')[1]
διάθλαση διαθλώ + -ση Koine-Griechisch διαθλάω / διαθλῶ altgriechisch θλάω / θλῶ ((Lehnübersetzung) englisch refraction)
τοποθετώ Koine-Griechisch τοποθετέω / τοποθετῶ altgriechisch τόπος + τίθημι ((Lehnübersetzung) französisch placer)
οινοποίηση Koine-Griechisch οἰνοποιέω οἰνοποιός
λαγωνικό mittelgriechisch λαγωνικός Koine-Griechisch λακωνικός κύων (με παρετυμολόγηση από τη λέξη λαγός)
κοινοποιώ Koine-Griechisch κοινοποιέω / κοινοποιῶ altgriechisch κοινός + ποιέω
κηροποιός Koine-Griechisch κηροποιός
ανάγραμμα (entlehnt aus) lateinisch anagramma Koine-Griechisch ἀναγραμματισμός
τραυλισμός Koine-Griechisch τραυλισμός altgriechisch τραυλίζω τραυλός
παλληκάρι mittelgriechisch παλληκάρι(ν) / παλληκάριον / παληκάριν / παλλικάριον Koine-Griechisch παλλικάριον, υποκοριστικό του πάλληξ altgriechisch πάλλαξ
εκδορά Koine-Griechisch ἐκδορά ἐκδέρω
περιπτερούχος περίπτερο + -ούχος Koine-Griechisch} περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περι- + αρχαία ελληνικά πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
ζύθος Koine-Griechisch ζῦθος (μπύρα αιγυπτιακή με κριθάρι και ίσως ζῦτος η μπύρα των βόρειων λαών) ζέω (θερμαίνω, βράζω)
αυτεπαγγέλτως Koine-Griechisch αὐτεπαγγέλτως
ψαμμίτης französisch psammite Koine-Griechisch ψαμμίτης altgriechisch ψάμμος
καθοδηγώ Koine-Griechisch καθοδηγέω, -ῶ
γουρλώνω mittelgriechisch γρυλώνω Koine-Griechisch γρύλλος
φούντωμα φουντώνω + -μα φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-
ρολογάς ρολό(γ)-ι + -άς Koine-Griechisch ὡρολόγιον
διαπληκτισμός Koine-Griechisch διαπληκτισμός διά + πλήσσω/πλήττω (χτυπώ)
αποψίλωση Koine-Griechisch ἀποψίλωσις altgriechisch ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ ἀπό + ψιλός
συμμερίζομαι Koine-Griechisch συμμερίζομαι, Passiv von συμμερίζω μερίζω μέρος
θύτης Koine-Griechisch θύτης altgriechisch θύω
ζιζάνιο Koine-Griechisch
ασύγκριτος Koine-Griechisch ἀσύγκριτος
φοβίζω Koine-Griechisch φοβίζω altgriechisch φοβέω, φοβῶ
μηδαμινός Koine-Griechisch μηδαμινός altgriechisch μηδαμός μηδέ + ἁμός
κοσμητεία (λόγιο) Koine-Griechisch κοσμητεία (το αξίωμα του κοσμητοῦ, ΄΄δείτε κοσμήτορας)[1]
καλόγηρος Koine-Griechisch καλόγηρος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.