Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischσκαντζόχοιρος Koine-Griechisch ἀκανθόχοιρος
καλούπι türkisch kalıp arabisch قَالِب (qālib) Koine-Griechisch καλόπους / altgriechisch καλάπους (αντιδάνειο) κᾶλον + πούς
στραβός Koine-Griechisch στραβός altgriechisch στρεβλός
προστακτική Koine-Griechisch
αδιακρίτως (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδιακρίτως ἀδιάκριτος (που δεν διακρίνεται).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάκριτος (στη σημασία: που δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις) + -ως. siehe auchν ετυμολογία του αδιάκριτα.
πεζοπόρος Koine-Griechisch πεζοπόρος altgriechisch πεζός + πόρος
παιδοκτονία Koine-Griechisch παιδοκτονία παιδί + -κτονία altgriechisch παιδοκτόνος
διήθηση Koine-Griechisch διήθησις altgriechisch διηθέω / διηθῶ ἠθέω / ἠθῶ
σφοντύλι mittelgriechisch σφοντύλιν Koine-Griechisch σφονδύλιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) σφόνδυλος
ανθρωπισμός Koine-Griechisch ἀνθρωπισμός ἄνθρωπος + -ισμός ((Lehnbedeutung) γερμανικά Humanismus ή γαλλικά humanisme neulateinisch humanismus)
ανασκευή Koine-Griechisch ἀνασκευή
υποσημείωση Koine-Griechisch ὑποσημείωσις
προδιαγραφή προδιαγράφω + -ή Koine-Griechisch προδιαγράφω πρό + altgriechisch διαγράφω γράφω ((Lehnübersetzung) französisch prescription)
ελαιοτριβείο (λόγιο) Koine-Griechisch ἐλαιοτριβεῖον («πρέσα για λάδι») ἐλαία (ελαιο-) + -τριβεῖον τρίβω. Η ίδια λέξη, κληρονομημένη στο λιοτριβειό. siehe auch ἐλαιοουργεῖον, ἐλαιούργιον[1]
γαργάρα Koine-Griechisch γαργαρίζω Onomatopoetikum (από αναδιπλασιασμό τού «γαρ-γαρ»)
στηθόδεσμος Koine-Griechisch στῆθος + δεσμός
ουσιώδης Koine-Griechisch οὐσιώδης altgriechisch οὐσία
μεγιστάνας Koine-Griechisch μεγιστάν altgriechisch μέγιστος μέγας
λαρύγγι Koine-Griechisch λαρύγγιον altgriechisch λάρυγξ + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
στενοχώρια Koine-Griechisch στενοχωρία (στενός χώρος)
λαμπαδηδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch λαμπαδηδρομία[1]
βιαστής Koine-Griechisch βιαστής altgriechisch βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)
βεβήλωση Koine-Griechisch βεβήλωσις βεβηλόω / βεβηλῶ altgriechisch βέβηλος
συνεστίαση Koine-Griechisch συνεστίασις
μεταφύτευση Koine-Griechisch μεταφύτευσις
κατάσβεση Koine-Griechisch κατάσβεσις altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
εκτόπιση Koine-Griechisch ἐκτόπισις altgriechisch ἐκτοπίζω
αναθέρμανση Koine-Griechisch ἀναθέρμανσις
παραχάραξη Koine-Griechisch παραχάραξις altgriechisch παραχαρράσσω
αλλοτρίωση Koine-Griechisch ἀλλοτρίωσις "απώθηση, απώλεια" ἀλλοτριῶ. Κοινωνιολογική σημασία: (Lehnbedeutung) englisch alienation. [1]
επικέντρωση Koine-Griechisch ἐπικέντρωσις
αυτοκράτειρα Koine-Griechisch αὐτοκράτειρα
υπνηλία Koine-Griechisch ὑπνηλία altgriechisch ὕπνος
προβιβασμός Koine-Griechisch προβιβασμός altgriechisch προβιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch promotion)
πρόπλασμα (λόγιο) Koine-Griechisch πρόπλασμα[1]
παντεπόπτης Koine-Griechisch παντεπόπτης altgriechisch ἐπόπτης ἐφοράω / ἐφορῶ ἐπί + ὁράω / ὁρῶ
επιλαρχία Koine-Griechisch ἐπιλαρχία
αναπόδραστα αναπόδραστος Koine-Griechisch ἀναπόδραστος
συχνάζω Koine-Griechisch συχνάζω altgriechisch συχνός
μοιρογνωμόνιο Koine-Griechisch μοιρογνωμόνιον altgriechisch μοῖρα + γνώμων
συμβία Koine-Griechisch συμβία substantiviertes Femininum des Adjektivs σύμβιος
δισάκι mittelgriechisch δισάκι(ν) / δισάκιον Koine-Griechisch δισάκκιον δι- + altgriechisch σακκίον / σακίον σάκκος / σάκος σημιτική
θρέψη Koine-Griechisch θρέψις altgriechisch τρέφω
εναπόθεση Koine-Griechisch ἐναπόθεσις ἐναποτίθημι ἐν + altgriechisch ἀποτίθημι ἀπό + τίθημι
έγχυση Koine-Griechisch ἔγχῠσις altgriechisch ἐγχέω ἐν + χέω
αξιοπρεπώς Koine-Griechisch ἀξιοπρεπῶς altgriechisch ἀξιοπρεπής
ειδήμονας Koine-Griechisch εἰδήμων altgriechisch εἴδομαι / οἶδα proto-indogermanisch *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)
υψώνω Koine-Griechisch ὑψόω / ὑψῶ altgriechisch ὕψος
ικρίωμα Koine-Griechisch ἰκρίωμα ἰκριόω / ἰκριῶ altgriechisch ἴκρια
εισαγωγέας Katharevousa εισαγωγεύς Koine-Griechisch
βυτίο Koine-Griechisch *βυτίον βυτίνη / πυτίνη
απερίγραπτος Koine-Griechisch ἀπερίγραπτος
αντίκρουση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀντίκρουσις altgriechisch ἀντικρούω κρούω
ανάκλιντρο Koine-Griechisch ἀνάκλιντρον altgriechisch ἀνακλίνω ἀνά + κλίνω
τσέρι englisch cherry (brandy) μέση englisch cheri παλαιά γαλλικά cherise δημώδης lateinisch ceresia lateinisch cerasium Koine-Griechisch κεράσιον (αντιδάνειο) altgriechisch κερασός / κέρασος
εκκαθαρίζω Koine-Griechisch ἐκκαθαρίζω
τερματίζω Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)
βαθμηδόν Koine-Griechisch βαθμηδόν βαθμός βαίνω
αραβίδα Katharevousa αραβίς Αραβίς Άραβας Koine-Griechisch Ἄραψ
αντίζηλος Koine-Griechisch ἀντίζηλος ἀντί + altgriechisch ζῆλος indoeuropäisch (Wurzel) *yeh₂-
καλλιεργώ Koine-Griechisch καλλιεργέω / καλλιεργῶ altgriechisch κάλλος + ἔργον ((Lehnbedeutung) französisch cultiver)
Koine-Griechisch ἀστεροειδής von ἀστέριον (υποκοριστικό des altgriechischen ἀστήρ) + επίθημα -ειδής: που μοιάζει με αστέρα.
αντινομία Koine-Griechisch ἀντινομία ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) antinomie)
αχθοφόρος Koine-Griechisch ἀχθοφόρος
μυροβλύτης mittelgriechisch μυροβλύτης μύρον + Koine-Griechisch βλύζω[1]
ζαφείρι mittelgriechisch ζαφείρι(ν) ζάφειρος Koine-Griechisch σάπφειρος σημιτική
έκχυση Koine-Griechisch ἔκχυσις ἐκχύνω altgriechisch ἐκχέω χέω
ταπεινοφροσύνη Koine-Griechisch ταπεινόφρων
ελιξίριο französisch élixir mittellateinisch elixir arabisch اَلْإِكْسِير (al-ʾiksīr) إكسير (ʾiksīr) Koine-Griechisch ξηρίον (αντιδάνειο) [1] altgriechisch ξηρός indoeuropäisch (Wurzel) *kseros
δισέγγονος Koine-Griechisch δισέγγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε δις + εγγονός
αστερίσκος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀστερίσκος[1] ἀστήρ, ἀστερ- + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
αναπόληση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀναπόλησις altgriechisch ἀναπολέω / ἀναπολῶ ἀνά + πολέω πέλω
μερί mittelgriechisch μερί μηρί μηρίον Koine-Griechisch μηρίον altgriechisch μηρία ουδέτερο μηρός
μαρτυρικός Koine-Griechisch μαρτυρικός altgriechisch μαρτυρία (κατάθεση)
ανεμίζω Koine-Griechisch ἀνεμίζω
τροχαίος Koine-Griechisch τροχαῖος (που τρέχει) τρόχος τρέχω
ανταποκρίνομαι Koine-Griechisch ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω ((Lehnbedeutung) französisch correspondre)
ασυνέπεια α- + συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- (μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch inconséquence)
επιστύλιο Koine-Griechisch ἐπιστύλιον ἐπί + στῦλος
έπαρχος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔπαρχος (διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας) lateinisch praefectus.[1] Αρχαία σημασία: αρχηγός ἐπάρχω ἐπί + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε έπ- + -αρχος
φρύδι mittelgriechisch φρύδι Koine-Griechisch ὀφρύδιον, υποκοριστικό τού (altgriechisch ) ὀφρῦς / ὀφρύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₃bʰrúHs, *bʰruH
σημαιοφόρος Koine-Griechisch σημαιοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σημαί(α) + -ο- + -φόρος
αλληλούια Koine-Griechisch ἀλληλούϊα hebräisch הללויה (hal'lúyah) הללו (hal'lú, υμνώ) + יה (yah, Ιεχωβά)
πατρότητα Koine-Griechisch πατρότης
θωράκιο Koine-Griechisch θωράκιον altgriechisch θώραξ
ευπιστία Koine-Griechisch εὐπιστία altgriechisch εὔπιστος εὖ + πίστις
ελκυστικός Koine-Griechisch ἑλκυστικός
οχλαγωγία mittelgriechisch οχλαγωγία Koine-Griechisch ὀχλαγωγία altgriechisch ὄχλος + ἄγω
οικοδέσποινα Koine-Griechisch οἰκοδέσποινα οἶκος + δέσποινα
υμνογράφος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑμνογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε (ὕμνος) ύμν(ος) + -ο- + -γράφος
προσεγγίζω Koine-Griechisch προσεγγίζω πρός + altgriechisch ἐγγίζω ἐγγύς ((Lehnbedeutung) französisch rapprocher & (Lehnbedeutung) englisch approach)
διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)
γρύλος mittelgriechisch Koine-Griechisch γρύλλος.
ψωνίζω mittelgriechisch ψωνίζω Koine-Griechisch ὀψωνίζομαι (προμηθεύομαι) αρχ. ελλην. ὄψον (τρόφιμο) + ὠνέομαι (αγοράζω και εμπορεύομαι)
τσίρος mittelgriechisch τσίρος Koine-Griechisch κηρίς/κιρρίς
ξηλώνω εξηλώνω Koine-Griechisch ἐξηλόω ἐξ + ἧλος (καρφί)
ειδοποιώ Koine-Griechisch εἰδοποιῶ
αιμομιξία Koine-Griechisch αἱμομιξία
παρωνύμιο Koine-Griechisch παρωνύμιον (επώνυμο)[1] Maskulinum von παρωνύμιος παρώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + -ωνύμιο. siehe auch το αιολικό ὄνυμα (όνομα)
γρηγοράδα mittelgriechisch γρηγοράδα γρήγορος + -άδα Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.