Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μελισσοκόμος

μελισσοκόμος Koine-Griechisch μελισσοκόμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -κόμος


μελιτώδης

μελιτώδης Koine-Griechisch μελιτώδης altgriechisch μέλι + -ώδης


μελομακάρονο

μελομακάρονο μέλι + -ο- + μακαρόνι ( italienisch maccaroni maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ) + -ο


μελοποιός

μελοποιός Koine-Griechisch μελοποιός


μεραρχία

μεραρχία (λόγιο) Koine-Griechisch μεραρχία (δύο χιλιαρχίες)[1] μεράρχ(ης) + -ία (μέρος + άρχω)


μέραρχος

μέραρχος (λόγιο) Koine-Griechisch μεράρχης με μεταπλασμό σε -αρχος κατά το ναύαρχος[1]


μερί

μερί mittelgriechisch μερί μηρί μηρίον Koine-Griechisch μηρίον altgriechisch μηρία ουδέτερο μηρός


μέρμηγκας

μέρμηγκας μερμήγκ(ι) + augmentativer Suffix -ας mittelgriechisch μέρμηγκας(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ proto-indogermanisch *morwi (μυρμήγκι)


μεσημέρι

μεσημέρι mittelgriechisch μεσημέρι(ν) Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


μεσημεριάζω

μεσημεριάζω mittelgriechisch μεσημεριάζω μεσημέρι + -ιάζω Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


μεσιτεία

μεσιτεία Koine-Griechisch μεσιτεία μεσιτεύω altgriechisch μέσον


μεσότοιχος

μεσότοιχος Koine-Griechisch μεσότοιχος altgriechisch μέσος + τοῖχος


μεσόφρυδο

μεσόφρυδο Koine-Griechisch μεσόφρυον altgriechisch μέσος + ὀφρῦς


μεταγραφή

μεταγραφή (λόγιο) Koine-Griechisch μεταγραφή altgriechisch μεταγράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + γραφή (γράφω). Και Lehnbedeutung από τη französisch transcription[1].


μεταγωγή

μεταγωγή Koine-Griechisch μεταγωγή. Συγχρονικά αναλύεται σε μετ- + αγωγή.


μετάδοση

μετάδοση Koine-Griechisch μετάδοσις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάδοσις μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


μετάκληση

μετάκληση Koine-Griechisch μετάκλησις altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ


μεταλαμβάνω

μεταλαμβάνω Koine-Griechisch μεταλαμβάνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


μεταλαμπαδεύω

μεταλαμπαδεύω (λόγιο) Koine-Griechisch μεταλαμπαδεύω (δίνω τον πυρσό μου σε άλλον)[1]


μετάληψη

μετάληψη Koine-Griechisch μετάληψις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάληψις μεταλαμβάνω λαμβάνω


μεταλλωρύχος

μεταλλωρύχος Koine-Griechisch μεταλλωρύχος altgriechisch μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


μεταμφιέζω

μεταμφιέζω mittelgriechisch μεταμφιέζω Koine-Griechisch μεταμφιάζω μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω μετά + altgriechisch ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes (ντύνω)


μετανάστευση

μετανάστευση mittelgriechisch μετανάστευσις Koine-Griechisch μεταναστεύω


μέταξα

μέταξα Koine-Griechisch μέταξα


μετάξι

μετάξι Koine-Griechisch μετάξιον, υποκοριστικό του μέταξα


μετάπλαση

μετάπλαση (λόγιο) Koine-Griechisch μετάπλα(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + πλασ- (πλάθω) + -η (πλάση)


μεταπλασμός

μεταπλασμός (λόγιο) Koine-Griechisch μεταπλασμός μεταπλάθω (altgriechisch μεταπλάσσω), Lehnbedeutung από τη neulateinisch metaplasmsus[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + πλα- (altgriechisch πλάσσω) + -σμός


μεταποίηση

μεταποίηση Koine-Griechisch μεταποίησις


μεταπράτης

μεταπράτης Koine-Griechisch μεταπράτης μεταπιπράσκω altgriechisch πιπράσκω / πέρνημι περάω indoeuropäisch (Wurzel) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


μετάταξη

μετάταξη Koine-Griechisch μετάταξις altgriechisch μετατάσσω μετά + τάσσω


μετάφραση

μετάφραση Koine-Griechisch μετάφρασις μεταφράζω μετά + φράζω


μεταφραστής

μεταφραστής Koine-Griechisch μεταφράζω


μεταφύτευση

μεταφύτευση Koine-Griechisch μεταφύτευσις


μεταχείριση

μεταχείριση Koine-Griechisch μεταχείρισις altgriechisch μεταχειρίζομαι


μετόπη

μετόπη Koine-Griechisch μετόπη μετά + altgriechisch ὀπή


μετριοπάθεια

μετριοπάθεια Koine-Griechisch μετριοπάθεια μετριοπαθής altgriechisch μέτριος + πάσχω


μετριοφροσύνη

μετριοφροσύνη Koine-Griechisch μετριόφρων + -οσύνη


μηδαμινός

μηδαμινός Koine-Griechisch μηδαμινός altgriechisch μηδαμός μηδέ + ἁμός


μηδική

μηδική Koine-Griechisch μηδική (πόα) altgriechisch Μηδικός Μῆδος


μητροπολίτης

μητροπολίτης Koine-Griechisch μητροπολίτης


μηχανορραφία

μηχανορραφία mittelgriechisch μηχανορραφία Koine-Griechisch μηχανορράφος altgriechisch μηχανή ( μῆχος) + ῥάπτω


μίλι

μίλι mittelgriechisch μίλι(ν) / μίλιον Koine-Griechisch μίλιον lateinisch milia passus[1]


μιλώ

μιλώ mittelgriechisch μιλῶ, ὁμιλῶ Koine-Griechisch ὁμιλέω, -ῶ, αρχαία σημασία: συναναστρέφομαι.[1] siehe auch ὅμιλος


μισογύνης

μισογύνης Koine-Griechisch μισογύνης μισο- ( μισῶ) + -γύνης ( γυνή)


μίσχος

μίσχος Koine-Griechisch μίσχος


μίτρα

μίτρα Koine-Griechisch μίτρα


μνημόνιο

μνημόνιο Koine-Griechisch μνημόνιον altgriechisch μνήμων ((Lehnübersetzung) neulateinisch memorandum)


μόδι

μόδι mittelgriechisch μόδι / μόδιν / μόδιον Koine-Griechisch μόδιος lateinisch modius indoeuropäisch (Wurzel) *med- (μέτρο)


μόδιο

μόδιο mittelgriechisch μόδιο / μόδιν / μόδι Koine-Griechisch μόδιος lateinisch modius indoeuropäisch (Wurzel) *med- (μέτρο)


μοιράζω

μοιράζω Koine-Griechisch μοιράζω altgriechisch μοιράω / μοιρῶ μοῖρα μείρομαι proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)


μοιρογνωμόνιο

μοιρογνωμόνιο Koine-Griechisch μοιρογνωμόνιον altgriechisch μοῖρα + γνώμων


μοιρολογώ

μοιρολογώ Koine-Griechisch μοιρολογῶ μοῖρα + λέγω


μολώχ

μολώχ englisch moloch spätlateinisch Moloch Koine-Griechisch Μολώχ (αντιδάνειο) hebräisch מלך (mélekh) ρίζα מ־ל־ך protosinaitisch *malk- (πρίγκιπας, βασιλιάς)


μοναξιά

μοναξιά Koine-Griechisch μοναξία, βλέπε μουνάξ


μοναστήρι

μοναστήρι mittelgriechisch μοναστήρι Koine-Griechisch μοναστήριον μοναστήριος μονάζω altgriechisch μόνος


μοναχός

μοναχός Koine-Griechisch μοναχός altgriechisch μόνος


μονόκλωνος

μονόκλωνος Koine-Griechisch μονόκλωνος μονο- + κλῶνος[1]


μονοτονία

μονοτονία Koine-Griechisch μονοτονία ((Lehnbedeutung) französisch monotonie)


μονόχειρας

μονόχειρας Koine-Griechisch μονόχειρ, von αιτιατική ενικού «τὸν μονόχειρα» μονό- + χείρ[1]


μονόχειρος

μονόχειρος μόνοχειρας με μεταπλασμό σε -ος Koine-Griechisch μονόχειρ, von αιτιατική ενικού «τὸν μονόχειρα» μονό- + χείρ[1]


μορφίνη

μορφίνη (entlehnt aus) französisch morphine Morph(ée) λατινικά Morpheus (αλληγορική ανθρωπόμορφη θεότητα του ύπνου στον Οβίδιο) Koine-Griechisch Μορφεύς + -ine -ίνη[1]


μόρφωση

μόρφωση Koine-Griechisch μόρφωσις μορφόω, δίνω μορφή ( > μορφώνω)


μοσχοκάρφι

μοσχοκάρφι mittelgriechisch μουσκοκάρφιν / μοσχοκάρφιον altgriechisch μόσχος + Koine-Griechisch καρφίον


μουγγαμάρα

μουγγαμάρα mittelgriechisch μουγγαμάρα Koine-Griechisch μογγός + -μάρα


μουγγός

μουγγός mittelgriechisch μουγγός Koine-Griechisch μογγός


μουλάρι

μουλάρι mittelgriechisch μουλάρι Koine-Griechisch μουλάριον, υποκοριστικό του μοῦλα λατινικά mula, Femininum von mulus[1][2]


μουνόπανο

μουνόπανο μουνί + -ο- + πανί + -ο ( mittelgriechisch πανίον Koine-Griechisch πάννος lateinisch pannus proto-indogermanisch *peh₂n-: ύφασμα)


μουρμουρίζω

μουρμουρίζω mittelgriechisch μουρμουρίζω Koine-Griechisch(;) μορμυρίζω altgriechisch μορμύρω


μουσουργός

μουσουργός Koine-Griechisch Μοῦσα + ἔργον


μουστάκι

μουστάκι mittelgriechisch μουστάκι(ν) Koine-Griechisch μουστάκιον altgriechisch μύσταξ [1] proto-indogermanisch *mendʰ- (μασάω)


μούχλα

μούχλα mittelgriechisch μοχλιάζω Koine-Griechisch ὀμίχλα altgriechisch ὀμίχλη


μπαρούτι

μπαρούτι türkisch barut persisch باروت (bârut) Koine-Griechisch πυρίτης πῦρ (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *péh₂ur


μπόλι

μπόλι mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω


μπολιάζω

μπολιάζω μπόλι + -ιάζω mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω


μπόλιασμα

μπόλιασμα μπολιάζω + -μα μπόλι mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω


μπουκάλι

μπουκάλι venezianisch bocal spätlateinisch baucalis Koine-Griechisch βαύκαλις (αντιδάνειο) altägyptisch [1]


μπουρίνι

μπουρίνι venezianisch borin spätlateinisch borinus Koine-Griechisch βορινός / βορεινός (αντιδάνειο) altgriechisch Βορέας / Βορρᾶς


μυαλό

μυαλό mittelgriechisch μυαλόν μυαλός Koine-Griechisch μυαλός altgriechisch Βλακας


μύδι

μύδι Koine-Griechisch μύδιον, υποκοριστικό του altgriechisch μῦς[1]


μύλη

μύλη Koine-Griechisch μύλη (4) altgriechisch μύλη indoeuropäisch (Wurzel) *melh₂- (αλέθω, συνθλίβω) ((Lehnbedeutung) französisch meule)


μυλόπετρα

μυλόπετρα mittelgriechisch μυλόπετρα Koine-Griechisch μύλος ( altgriechisch μύλη) + πέτρα


μυρμήγκι

μυρμήγκι mittelgriechisch μυρμήγκι(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ proto-indogermanisch *morwi (μυρμήγκι)


μυρμηγκιάζω

μυρμηγκιάζω Koine-Griechisch μυρμηκιῶ


μυροβλύτης

μυροβλύτης mittelgriechisch μυροβλύτης μύρον + Koine-Griechisch βλύζω[1]


μυροφόρος

μυροφόρος Koine-Griechisch μυροφόρος μύρον + -ο- + φέρω


μυρωδιά

μυρωδιά mittelgriechisch μυρωδιά / μυρωδία Koine-Griechisch μυρώδης altgriechisch μύρον


μυστρί

μυστρί mittelgriechisch μυστρίον Koine-Griechisch μύστρον + κατάληξη υποκοριστικού -ίον


μυωπία

μυωπία Koine-Griechisch μυωπία μύω + ὤψ


μωλωπίζω

μωλωπίζω Koine-Griechisch altgriechisch μώλωψ + -ίζω


μωραίνω

μωραίνω Koine-Griechisch μωραίνω altgriechisch μωρός


μωρολογώ

μωρολογώ Koine-Griechisch μωρολογέω / μωρολογῶ


ναρκώνω

ναρκώνω Koine-Griechisch ναρκόω / ναρκῶ altgriechisch νάρκη proto-indogermanisch *(s)nerq- *(s)ner- (γυρίζω, στρέφω) ((Lehnübersetzung) französisch narcose)


ναυαρχίδα

ναυαρχίδα Koine-Griechisch ναυαρχίς altgriechisch ναύαρχος ναῦς + ἄρχω (2. (Lehnübersetzung) englisch flagship)


ναύλα

ναύλα, δεύτερος Mehrzahl von αρσενικού ο ναύλος Koine-Griechisch ναῦλα, Mehrzahl von ναῦλον


ναυλώνω

ναυλώνω Koine-Griechisch ναυλόω / ναυλῶ


ναύλωση

ναύλωση Koine-Griechisch ναύλωσις ναυλόω / ναυλῶ


ναυπηγείο

ναυπηγείο Koine-Griechisch ναυπηγεῖον ναυπηγῶ


ναυτολογώ

ναυτολογώ Koine-Griechisch ναυτολογέω / ναυτολογῶ ναυτολόγος altgriechisch ναύτης ( ναῦς) + λέγω


ναφθαλίνη

ναφθαλίνη französisch naphtaline naphte + -l- + -ine (-ίνη) Koine-Griechisch νάφθα


νεκροθάφτης

νεκροθάφτης Koine-Griechisch νεκροθάπτης νεκρός + θάπτω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback