μοιράζω Verb  [mirazo, moirazw]

  Verb
(15)
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu μοιράζω

μοιράζω Koine-Griechisch μοιράζω altgriechisch μοιράω / μοιρῶ μοῖρα μείρομαι proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)


GriechischDeutsch
Και εκείνη τη στιγμή αποφάσισα πως θα μοιράζω τη μουσική μου δωρεάν στο Internet όποτε είναι δυνατόν, όποτε εδώ είναι οι Metallica, το Napster, κακό εδώ η Amanda Palmer, θα ενθαρρύνω τα torrents, το κατέβασμα, μοίρασμα, αλλά θα ζητάω βοήθεια, γιατί το είδα να λειτουργεί στους δρόμους.Und in dem Moment entschied ich, dass ich meine Musik gratis verteilen würde. Übers Internet, wann immer möglich. Metallica steht also irgendwie hier:

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu μοιράζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μοιράζωμοιράζουμε, μοιράζομεμοιράζομαιμοιραζόμαστε
μοιράζειςμοιράζετεμοιράζεσαιμοιράζεστε, μοιραζόσαστε
μοιράζειμοιράζουν(ε)μοιράζεταιμοιράζονται
Imper
fekt
μοίραζαμοιράζαμεμοιραζόμουν(α)μοιραζόμαστε, μοιραζόμασταν
μοίραζεςμοιράζατεμοιραζόσουν(α)μοιραζόσαστε, μοιραζόσασταν
μοίραζεμοίραζαν, μοιράζαν(ε)μοιραζόταν(ε)μοιράζονταν, μοιραζόντανε, μοιραζόντουσαν
Aoristμοίρασαμοιράσαμεμοιράστηκαμοιραστήκαμε
μοίρασεςμοιράσατεμοιράστηκεςμοιραστήκατε
μοίρασεμοίρασαν, μοιράσαν(ε)μοιράστηκεμοιράστηκαν, μοιραστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μοιράσει
έχω μοιρασμένο
έχουμε μοιράσει
έχουμε μοιρασμένο
έχω μοιραστεί
είμαι μοιρασμένος, -η
έχουμε μοιραστεί
είμαστε μοιρασμένοι, -ες
έχεις μοιράσει
έχεις μοιρασμένο
έχετε μοιράσει
έχετε μοιρασμένο
έχεις μοιραστεί
είσαι μοιρασμένος, -η
έχετε μοιραστεί
είστε μοιρασμένοι, -ες
έχει μοιράσει
έχει μοιρασμένο
έχουν μοιράσει
έχουν μοιρασμένο
έχει μοιραστεί
είναι μοιρασμένος, -η, -ο
έχουν μοιραστεί
είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μοιράσει
είχα μοιρασμένο
είχαμε μοιράσει
είχαμε μοιρσμένο
είχα μοιραστεί
ήμουν μοιρασμένος, -η
είχαμε μοιραστεί
ήμαστε μοιρασμένοι, -ες
είχες μοιράσει
είχες μοιρασμένο
είχατε μοιράσει
είχατε μοιρασμένο
είχες μοιραστεί
ήσουν μοιρασμένος, -η
είχατε μοιραστεί
ήσαστε μοιρασμένοι, -ες
είχε μοιράσει
είχε μοιρασμένο
είχαν μοιράσει
είχαν μοιρασμένο
είχε μοιραστεί
ήταν μοιρασμένος, -η, -ο
είχαν μοιραστεί
ήταν μοιρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μοιράζωθα μοιράζουμε, θα μοιράζομεθα μοιράζομαιθα μοιραζόμαστε
θα μοιράζειςθα μοιράζετεθα μοιράζεσαιθα μοιράζεστε, θα μοιραζόσαστε
θα μοιράζειθα μοιράζουν(ε)θα μοιράζεταιθα μοιράζονται
Fut
ur
θα μοιράσωθα μοιράσουμε, θα μοιράζομεθα μοιραστώθα μοιραστούμε
θα μοιράσειςθα μοιράσετεθα μοιραστείςθα μοιραστείτε
θα μοιράσειθα μοιράσουν(ε)θα μοιραστείθα μοιραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μοιράσει
θα έχω μοιρασμένο
θα έχουμε μοιράσει
θα έχουμε μοιρασμένο
θα έχω μοιραστεί
θα είμαι μοιρασμένος, -η
θα έχουμε μοιραστεί
θα είμαστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχεις μοιράσει
θα έχεις μοιρασμένο
θα έχετε μοιράσει
θα έχετε μοιρασμένο
θα έχεις μοιραστεί
θα είσαι μοιρασμένος, -η
θα έχετε μοιραστεί
θα είστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχει μοιράσει
θα έχει μοιρασμένο
θα έχουν μοιράσει
θα έχουν μοιρασμένο
θα έχει μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένος, -η, -ο
θα έχουν μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μοιράζωνα μοιράζουμε, να μοιράζομενα μοιράζομαινα μοιραζόμαστε
να μοιράζειςνα μοιράζετενα μοιράζεσαινα μοιράζεστε, να μοιραζόσαστε
να μοιράζεινα μοιράζουν(ε)να μοιράζεταινα μοιράζονται
Aoristνα μοιράσωνα μοιράσουμε, να μοιράσομενα μοιραστώνα μοιραστούμε
να μοιράσειςνα μοιράσετενα μοιραστείςνα μοιραστείτε
να μοιράσεινα μοιράσουν(ε)να μοιραστείνα μοιραστούν(ε)
Perfνα έχω μοιράσει
να έχω μοιρασμένο
να έχουμε μοιράσει
να έχουμε μοιρασμένο
να έχω μοιραστεί
να είμαι μοιρασμένος, -η
να έχουμε μοιραστεί
να είμαστε μοιρασμένοι, -ες
να έχεις μοιράσει
να έχεις μοιρασμένο
να έχετε μοιράσει
να έχετε μοιρασμένο
να έχεις μοιραστεί
να είσαι μοιρασμένος, -η
να έχετε μοιραστεί
να είστε μοιρασμένοι, -ες
να έχει μοιράσει
να έχει μοιρασμένο
να έχουν μοιράσει
να έχουν μοιρασμένο
να έχει μοιραστεί
να είναι μοιρασμένος, -η, -ο
να έχουν μοιραστεί
να είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμοίραζεμοιράζετεμοιράζεστε
Aoristμοίρασεμοιράστεμοιράσουμοιραστείτε
Part
izip
Presμοιράζονταςμοιραζόμενος
Perfέχοντας μοιράσει, έχοντας μοιρασμένομοιρασμένος, -η, -ομοιρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristμοιράσειμοιραστεί







Griechische Definition zu μοιράζω

μοιράζω [mirázo] -ομαι : 1α. χωρίζω κτ. σε μερίδια, συνήθ. ίσα, και δίνω από ένα σε κάθε πρόσωπο, συνήθ. σε δικαιούχο: Mοίρασε την περιουσία του στα τρία παιδιά του. H εταιρεία μοιράζει κέρδη στους μετόχους. Mοιράζει τα χαρτιά της τράπουλας στους συμπαίκτες του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο, είναι τελείως ανίκανος. β. (για αλληλοπάθεια) χωρίζω κτ. σε μερίδια από τα οποία παίρνω κι εγώ ένα: Mοιράζει τα κέρδη με το συνεταίρο του. Tα δύο κόμματα μοι ράστηκαν το σύνολο των βουλευτών. Mοιράζομαι κτ. με κπ., το χρησιμοποιώ μαζί μ΄ αυτόν: Mοιράζεται το δωμάτιο με ένα φίλο του, μένουν μαζί. Mοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, κοιμούνται μαζί. ΦΡ δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν, δεν υπάρχει αιτία διενέξεων μεταξύ τους. || ανακοι νώνω, συνήθ. ένα συναίσθημα, σε κπ. με σκοπό να τον κάνω κοινωνό: Mοιράζο μαι τη χαρά / τη λύπη. (έκφρ.) μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, η χαρά γίνε ται πιο μεγάλη, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύ πη, η λύπη μετριάζεται, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. γ. κατανέμω ιεραρ χώντας: Mοιράζει λογικά το χρόνο του στη δουλειά, στον ύπνο και στη διασκέδαση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback