unterteilen
 Verb

διαιρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir wollen die Insel in drei Stücke unterteilen: Die Berge, den Strand und die Hügel. Die Stücke treffen sich da, wo unsere Paramarines schon warten.Χωρίζει το νησί σε τρεις φέτες, κατά μήκος των βουνών, από τα προγεφυρώματα και τους λόφους, συγκλίνοντας στη θέση την οποία ασφαλίσαμε με τους αλεξιπτωτιστές.

Übersetzung nicht bestätigt

Man kann die Computer-Industrie in zwei Gruppen... ..von Menschen unterteilen: ordentliche und schlampige.Στη βιομηχανία πληροφορικής δουλεύουν 2 είδη ανθρώπων: οι μαζεμένοι κι οι αμάζευτοι.

Übersetzung nicht bestätigt

Man sollte sich den Tag in Zeiteinheiten unterteilen, von der jede Zeiteinheit nicht länger als 30 Minuten dauert.Η λύση βρίσκεται στο να βλέπεις μια ημέρα σε ενότητες... και κάθε ενότητα να αποτελείται από 30 λεπτά το μέγιστο.

Übersetzung nicht bestätigt

Er steht dafür, die Kinder nach zu erwartenden Leistungen zu unterteilen.Αφορά την ομαδοποίηση παιδιών με βάση την αναμενόμενη απόδοση τους.

Übersetzung nicht bestätigt

Fein! Wir unterteilen das Auto, in meine und deine Seite.Καλά, θα χωρίσουμε το αμάξι στην μεριά σου και την μεριά μου.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαιρώδιαιρούμεδιαιρούμαιδιαιρούμαστε
διαιρείςδιαιρείτεδιαιρείσαιδιαιρείστε
διαιρείδιαιρούν(ε)διαιρείταιδιαιρούνται
Imper
fekt
διαιρούσαδιαιρούσαμεδιαιρούμουνδιαιρούμαστε
διαιρούσεςδιαιρούσατε
διαιρούσεδιαιρούσαν(ε)διαιρούνταν, διαιρείτοδιαιρούνταν, διαιρούντο
Aoristδιαίρεσαδιαιρέσαμεδιαιρέθηκαδιαιρεθήκαμε
διαίρεσεςδιαιρέσατεδιαιρέθηκεςδιαιρεθήκατε
διαίρεσεδιαίρεσαν, διαιρέσαν(ε)διαιρέθηκεδιαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω διαιρέσει
έχω διαιρεμένο
έχουμε διαιρέσει
έχουμε διαιρεμένο
έχω διαιρεθεί
είμαι διαιρεμένος, -η
έχουμε διαιρεθεί
είμαστε διαιρεμένοι, -ες
έχεις διαιρέσει
έχεις διαιρεμένο
έχετε διαιρέσει
έχετε διαιρεμένο
έχεις διαιρεθεί
είσαι διαιρεμένος, -η
έχετε διαιρεθεί
είστε διαιρεμένοι, -ες
έχει διαιρέσει
έχει διαιρεμένο
έχουν διαιρέσει
έχουν διαιρεμένο
έχει διαιρεθεί
είναι διαιρεμένος, -η, -ο
έχουν διαιρεθεί
είναι διαιρεμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα διαιρέσει
είχα διαιρεμένο
είχαμε διαιρέσει
είχαμε διαιρεμενο
είχα διαιρεθεί
ήμουν διαιρεμένος, -η
είχαμε διαιρεθεί
ήμαστε διαιρεμένοι, -ες
είχες διαιρέσει
είχες διαιρεμένο
είχατε διαιρέσει
είχατε διαιρεμένο
είχες διαιρεθεί
έσουν διαιρεμένος, -η
είχατε διαιρεθεί
έσαστε διαιρεμένοι, -ες
είχε διαιρέσει
είχε διαιρεμένο
είχαν διαιρέσει
είχαν διαιρεμένο
είχε διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένος, -η, -ο
είχαν διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαιρώθα διαιρούμεθα διαιρούμαιθα διαιρούμαστε
θα διαιρείςθα διαιρείτεθα διαιρείσαιθα διαιρείστε
θα διαιρείθα διαιρούν(ε)θα διαιρείταιθα διαιρούνται
Fut
ur
θα διαιρέσωθα διαιρέσουμε, θα διαιρέσομεθα διαιρεθώθα διαιρεθούμε
θα διαιρέσειςθα διαιρέσετεθα διαιρεθείςθα διαιρεθείτε
θα διαιρέσειθα διαιρέσουν(ε)θα διαιρεθείθα διαιρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαιρέσει
θα έχω διαιρεμένο
θα έχουμε διαιρέσει
θα έχουμε διαιρεμένο
θα έχω διαιρεθεί
θα είμαι διαιρεμένος, -η
θα έχουμε διαιρεθεί
θα είμαστε διαιρεμένοι, -ες
θα έχεις διαιρέσει
θα έχεις διαιρεμένο
θα έχετε διαιρέσει
θα έχετε διαιρεμένο
θα έχεις διαιρεθεί
θα είσαι διαιρεμένος, -η
θα έχετε διαιρεθεί
θα είστε διαιρεμένοι, -η
θα έχει διαιρέσει
θα έχει διαιρεμένο
θα έχουν διαιρέσει
θα έχουν διαιρεμένο
θα έχει διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαιρώνα διαιρούμενα διαιρούμαινα διαιρούμαστε
να διαιρείςνα διαιρείτενα διαιρείσαινα διαιρείστε
να διαιρείνα διαιρούν(ε)να διαιρείταινα διαιρούνται
Aoristνα διαιρέσωνα διαιρέσουμε, να διαιρέσομενα διαιρεθώνα διαιρεθούμε
να διαιρέσειςνα διαιρέσετενα διαιρεθείςνα διαιρεθείτε
να διαιρέσεινα διαιρέσουν(ε)να διαιρεθείνα διαιρεθούν(ε)
Perfνα έχω διαιρέσει
να έχω διαιρεμένο
να έχουμε διαιρέσει
να έχουμε διαιρεμένο
να έχω διαιρεθεί
να είμαι διαιρεμένος, -η
να έχουμε διαιρεθεί
να είμαστε διαιρεμενοι, -ες
να έχεις διαιρέσει
να έχεις διαιρεμένο
να έχετε διαιρέσει
να έχετε διαιρεμένο
να έχεις διαιρεθεί
να είσαι διαιρεμένος, -η
να έχετε διαιρεθεί
να είστε διαιρεμένοι, -ες
να έχει διαιρέσει
να έχει διαιρεμένο
να έχουν διαιρέσει
να έχουν διαιρεμένο
να έχει διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένος, -η, -ο
να έχουν διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαιρείτεδιαιρείστε
Aoristδιαίρεσεδιαιρέστε, διαιρέσετεδιαιρέσουδιαιρεθείτε
Part
izip
Presδιαιρώνταςδιαιρούμενος
Perfέχοντας διαιρέσει, έχοντας διαιρεμένοδιαιρεμένος/διηρημένος, -η, -οδιαιρεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαιρέσειδιαιρεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback