Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich bin darauf geschult, falsche Erinnerungen von echten zu trennen. | Ξέρω να ξεχωρίζω τις ψεύτικες αναμνήσεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich taumelte ins Erwachsensein... und lernte, meine Gefühle von meinem Leben zu trennen, | Μεγαλώνοντας, έμαθα να ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τη ζωή μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Deshalb bin ich bemüht, mein Privatleben vom Beruflichen zu trennen. | Αλλά ξεχωρίζω την προσωπική απ'την επαγγελματική μου ζωή. Übersetzung nicht bestätigt |
Nimmermehr. ...können jemals trennen meine Seele und die... | Ποτέ ξανά δεν ξεχωρίζω την ψυχή μου απ' την ψυχή τής... Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
teilen |
unterteilen |
fragmentieren |
auseinandernehmen |
zergliedern |
zerlegen |
aufteilen |
partagieren |
tranchieren |
zerteilen |
trennen |
abwracken |
atomisieren |
auftrennen |
untertrennen |
auseinanderbauen |
zerspalten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | trenne | ||
du | trennst | |||
er, sie, es | trennt | |||
Präteritum | ich | trennte | ||
Konjunktiv II | ich | trennte | ||
Imperativ | Singular | trenne! | ||
Plural | trennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getrennt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:trennen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξεχωρίζω | ξεχωρίζουμε, ξεχωρίζομε | ξεχωρίζομαι | ξεχωριζόμαστε |
ξεχωρίζεις | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζεσαι | ξεχωρίζεστε, ξεχωριζόσαστε | ||
ξεχωρίζει | ξεχωρίζουν(ε) | ξεχωρίζεται | ξεχωρίζονται | ||
Imper fekt | ξεχώριζα | ξεχωρίζαμε | ξεχωριζόμουν(α) | ξεχωριζόμαστε, ξεχωριζόμασταν | |
ξεχώριζες | ξεχωρίζατε | ξεχωριζόσουν(α) | ξεχωριζόσαστε, ξεχωριζόσασταν | ||
ξεχώριζε | ξεχώριζαν, ξεχωρίζαν(ε) | ξεχωριζόταν(ε) | ξεχωρίζονταν, ξεχωριζόντανε, ξεχωριζόντουσαν | ||
Aorist | ξεχώρισα | ξεχωρίσαμε | ξεχωρίστηκα | ξεχωριστήκαμε | |
ξεχώρισες | ξεχωρίσατε | ξεχωρίστηκες | ξεχωριστήκατε | ||
ξεχώρισε | ξεχώρισαν, ξεχωρίσαν(ε) | ξεχωρίστηκε | ξεχωρίστηκαν, ξεχωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ξεχωρίσει έχω ξεχωρισμένο | έχουμε ξεχωρίσει έχουμε ξεχωρισμένο | έχω ξεχωριστεί είμαι ξεχωρισμένος, -η | έχουμε ξεχωριστεί είμαστε ξεχωρισμένοι, -ες | |
έχεις ξεχωρίσει έχεις ξεχωρισμένο | έχετε ξεχωρίσει έχετε ξεχωρισμένο | έχεις ξεχωριστεί είσαι ξεχωρισμένος, -η | έχετε ξεχωριστεί είστε ξεχωρισμένοι, -ες | ||
έχει ξεχωρίσει έχει ξεχωρισμένο | έχουν ξεχωρίσει έχουν ξεχωρισμένο | έχει ξεχωριστεί είναι ξεχωρισμένος, -η, -ο | έχουν ξεχωριστεί είναι ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ξεχωρίσει είχα ξεχωρισμένο | είχαμε ξεχωρίσει είχαμε ξεχωρισμένο | είχα ξεχωριστεί ήμουν ξεχωρισμένος, -η | είχαμε ξεχωριστεί ήμαστε ξεχωρισμένοι, -ες | |
είχες ξεχωρίσει είχες ξεχωρισμένο | είχατε ξεχωρίσει είχατε ξεχωρισμένο | είχες ξεχωριστεί ήσουν ξεχωρισμένος, -η | είχατε ξεχωριστεί ήσαστε ξεχωρισμένοι, -ες | ||
είχε ξεχωρίσει είχε ξεχωρισμένο | είχαν ξεχωρίσει είχαν ξεχωρισμένο | είχε ξεχωριστεί ήταν ξεχωρισμένος, -η, -ο | είχαν ξεχωριστεί ήταν ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξεχωρίζω | θα ξεχωρίζουμε, | θα ξεχωρίζομαι | θα ξεχωριζόμαστε | |
θα ξεχωρίζεις | θα ξεχωρίζετε | θα ξεχωρίζεσαι | θα ξεχωρίζεστε, | ||
θα ξεχωρίζει | θα ξεχωρίζουν(ε) | θα ξεχωρίζεται | θα ξεχωρίζονται | ||
Fut ur | θα ξεχωρίσω | θα ξεχωρίσουμε, | θα ξεχωριστώ | θα ξεχωριστούμε | |
θα ξεχωρίσεις | θα ξεχωρίσετε | θα ξεχωριστείς | θα ξεχωριστείτε | ||
θα ξεχωρίσει | θα ξεχωρίσουν(ε) | θα ξεχωριστεί | θα ξεχωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξεχωρίζω | να ξεχωρίζουμε, | να ξεχωρίζομαι | να ξεχωριζόμαστε |
να ξεχωρίζεις | να ξεχωρίζετε | να ξεχωρίζεσαι | να ξεχωρίζεστε, | ||
να ξεχωρίζει | να ξεχωρίζουν(ε) | να ξεχωρίζεται | να ξεχωρίζονται | ||
Aorist | να ξεχωρίσω | να ξεχωρίσουμε, | να ξεχωριστώ | να ξεχωριστούμε | |
να ξεχωρίσεις | να ξεχωρίσετε | να ξεχωριστείς | να ξεχωριστείτε | ||
να ξεχωρίσει | να ξεχωρίσουν(ε) | να ξεχωριστεί | να ξεχωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ξεχωρίσει | να έχουμε ξεχωρίσει | να έχω ξεχωριστεί | να έχουμε ξεχωριστεί | |
να έχεις ξεχωρίσει | να έχετε ξεχωρίσει | να έχεις ξεχωριστεί | να έχετε ξεχωριστεί | ||
να έχει ξεχωρίσει | να έχουν ξεχωρίσει | να έχει ξεχωριστεί | να έχουν ξεχωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | ξεχώριζε | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζεστε | |
Aorist | ξεχώρισε | ξεχωρίστε | ξεχωρίσου | ξεχωριστείτε | |
Part izip | Pres | ξεχωρίζοντας | ξεχωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας ξεχωρίσει, έχοντας ξεχωρισμένο | ξεχωρισμένος, -η, -ο | ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ξεχωρίσει | ξεχωριστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | χωρίζω | χωρίζουμε, χωρίζομε | χωρίζομαι | χωριζόμαστε |
χωρίζεις | χωρίζετε | χωρίζεσαι | χωρίζεστε, χωριζόσαστε | ||
χωρίζει | χωρίζουν(ε) | χωρίζεται | χωρίζονται | ||
Imper fekt | χώριζα | χωρίζαμε | χωριζόμουν(α) | χωριζόμαστε, χωριζόμασταν | |
χώριζες | χωρίζατε | χωριζόσουν(α) | χωριζόσαστε, χωριζόσασταν | ||
χώριζε | χώριζαν, χωρίζαν(ε) | χωριζόταν(ε) | χωρίζονταν, χωριζόντανε, χωριζόντουσαν | ||
Aorist | χώρισα | χωρίσαμε | χωρίστηκα | χωριστήκαμε | |
χώρισες | χωρίσατε | χωρίστηκες | χωριστήκατε | ||
χώρισε | χώρισαν, χωρίσαν(ε) | χωρίστηκε | χωρίστηκαν, χωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω χωρίσει έχω χωρισμένο | έχουμε χωρίσει έχουμε χωρισμένο | έχω χωριστεί είμαι χωρισμένος, -η | έχουμε χωριστεί είμαστε χωρισμένοι, -ες | |
έχεις χωρίσει έχεις χωρισμένο | έχετε χωρίσει έχετε χωρισμένο | έχεις χωριστεί είσαι χωρισμένος, -η | έχετε χωριστεί είστε χωρισμένοι, -ες | ||
έχει χωρίσει έχει χωρισμένο | έχουν χωρίσει έχουν χωρισμένο | έχει χωριστεί είναι χωρισμένος, -η, -ο | έχουν χωριστεί είναι χωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα χωρίσει είχα χωρισμένο | είχαμε χωρίσει είχαμε χωρισμένο | είχα χωριστεί ήμουν χωρισμένος, -η | είχαμε χωριστεί ήμαστε χωρισμένοι, -ες | |
είχες χωρίσει είχες χωρισμένο | είχατε χωρίσει είχατε χωρισμένο | είχες χωριστεί ήσουν χωρισμένος, -η | είχατε χωριστεί ήσαστε χωρισμένοι, -ες | ||
είχε χωρίσει είχε χωρισμένο | είχαν χωρίσει είχαν χωρισμένο | είχε χωριστεί ήταν χωρισμένος, -η, -ο | είχαν χωριστεί ήταν χωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα χωρίζω | θα χωρίζουμε, | θα χωρίζομαι | θα χωριζόμαστε | |
θα χωρίζεις | θα χωρίζετε | θα χωρίζεσαι | θα χωρίζεστε, | ||
θα χωρίζει | θα χωρίζουν(ε) | θα χωρίζεται | θα χωρίζονται | ||
Fut ur | θα χωρίσω | θα χωρίσουμε, | θα χωριστώ | θα χωριστούμε | |
θα χωρίσεις | θα χωρίσετε | θα χωριστείς | θα χωριστείτε | ||
θα χωρίσει | θα χωρίσουν(ε) | θα χωριστεί | θα χωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να χωρίζω | να χωρίζουμε, | να χωρίζομαι | να χωριζόμαστε |
να χωρίζεις | να χωρίζετε | να χωρίζεσαι | να χωρίζεστε, | ||
να χωρίζει | να χωρίζουν(ε) | να χωρίζεται | να χωρίζονται | ||
Aorist | να χωρίσω | να χωρίσουμε, | να χωριστώ | να χωριστούμε | |
να χωρίσεις | να χωρίσετε | να χωριστείς | να χωριστείτε | ||
να χωρίσει | να χωρίσουν(ε) | να χωριστεί | να χωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω χωρίσει | να έχουμε χωρίσει | να έχω χωριστεί | να έχουμε χωριστεί | |
να έχεις χωρίσει | να έχετε χωρίσει | να έχεις χωριστεί | να έχετε χωριστεί | ||
να έχει χωρίσει | να έχουν χωρίσει | να έχει χωριστεί | να έχουν χωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | χώριζε | χωρίζετε | χωρίζεστε | |
Aorist | χώρισε | χωρίστε | χωρίσου | χωριστείτε | |
Part izip | Pres | χωρίζοντας | χωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας χωρίσει, έχοντας χωρισμένο | χωρισμένος, -η, -ο | χωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | χωρίσει | χωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.