χωρίζω Verb  [chorizo, xwrizw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu χωρίζω

χωρίζω altgriechisch χωρίζω χωρίς[1] ή χῶρος[1]


GriechischDeutsch
Έλα Μπράντι. Νόμιζα ότι θα σταματούσαμε αυτά τα σκατά "τα φτιάχνω χωρίζω".Wir wollten uns nicht mehr trennen und wieder versöhnen.

Übersetzung nicht bestätigt

-Καλά, δεν σε χωρίζω λοιπόν.Ich glaub, wir trennen uns doch nicht.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν χωρίζω με τον άντρα μου.Ich werde mich nicht von dem Mann trennen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu χωρίζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χωρίζωχωρίζουμε, χωρίζομεχωρίζομαιχωριζόμαστε
χωρίζειςχωρίζετεχωρίζεσαιχωρίζεστε, χωριζόσαστε
χωρίζειχωρίζουν(ε)χωρίζεταιχωρίζονται
Imper
fekt
χώριζαχωρίζαμεχωριζόμουν(α)χωριζόμαστε, χωριζόμασταν
χώριζεςχωρίζατεχωριζόσουν(α)χωριζόσαστε, χωριζόσασταν
χώριζεχώριζαν, χωρίζαν(ε)χωριζόταν(ε)χωρίζονταν, χωριζόντανε, χωριζόντουσαν
Aoristχώρισαχωρίσαμεχωρίστηκαχωριστήκαμε
χώρισεςχωρίσατεχωρίστηκεςχωριστήκατε
χώρισεχώρισαν, χωρίσαν(ε)χωρίστηκεχωρίστηκαν, χωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χωρίσει
έχω χωρισμένο
έχουμε χωρίσει
έχουμε χωρισμένο
έχω χωριστεί
είμαι χωρισμένος, -η
έχουμε χωριστεί
είμαστε χωρισμένοι, -ες
έχεις χωρίσει
έχεις χωρισμένο
έχετε χωρίσει
έχετε χωρισμένο
έχεις χωριστεί
είσαι χωρισμένος, -η
έχετε χωριστεί
είστε χωρισμένοι, -ες
έχει χωρίσει
έχει χωρισμένο
έχουν χωρίσει
έχουν χωρισμένο
έχει χωριστεί
είναι χωρισμένος, -η, -ο
έχουν χωριστεί
είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χωρίσει
είχα χωρισμένο
είχαμε χωρίσει
είχαμε χωρισμένο
είχα χωριστεί
ήμουν χωρισμένος, -η
είχαμε χωριστεί
ήμαστε χωρισμένοι, -ες
είχες χωρίσει
είχες χωρισμένο
είχατε χωρίσει
είχατε χωρισμένο
είχες χωριστεί
ήσουν χωρισμένος, -η
είχατε χωριστεί
ήσαστε χωρισμένοι, -ες
είχε χωρίσει
είχε χωρισμένο
είχαν χωρίσει
είχαν χωρισμένο
είχε χωριστεί
ήταν χωρισμένος, -η, -ο
είχαν χωριστεί
ήταν χωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χωρίζωθα χωρίζουμε, θα χωρίζομεθα χωρίζομαιθα χωριζόμαστε
θα χωρίζειςθα χωρίζετεθα χωρίζεσαιθα χωρίζεστε, θα χωριζόσαστε
θα χωρίζειθα χωρίζουν(ε)θα χωρίζεταιθα χωρίζονται
Fut
ur
θα χωρίσωθα χωρίσουμε, θα χωρίζομεθα χωριστώθα χωριστούμε
θα χωρίσειςθα χωρίσετεθα χωριστείςθα χωριστείτε
θα χωρίσειθα χωρίσουν(ε)θα χωριστείθα χωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χωρίσει
θα έχω χωρισμένο
θα έχουμε χωρίσει
θα έχουμε χωρισμένο
θα έχω χωριστεί
θα είμαι χωρισμένος, -η
θα έχουμε χωριστεί
θα είμαστε χωρισμένοι, -ες
θα έχεις χωρίσει
θα έχεις χωρισμένο
θα έχετε χωρίσει
θα έχετε χωρισμένο
θα έχεις χωριστεί
θα είσαι χωρισμένος, -η
θα έχετε χωριστεί
θα είστε χωρισμένοι, -ες
θα έχει χωρίσει
θα έχει χωρισμένο
θα έχουν χωρίσει
θα έχουν χωρισμένο
θα έχει χωριστεί
θα είναι χωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χωριστεί
θα είναι χωρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χωρίζωνα χωρίζουμε, να χωρίζομενα χωρίζομαινα χωριζόμαστε
να χωρίζειςνα χωρίζετενα χωρίζεσαινα χωρίζεστε, να χωριζόσαστε
να χωρίζεινα χωρίζουν(ε)να χωρίζεταινα χωρίζονται
Aoristνα χωρίσωνα χωρίσουμε, να χωρίσομενα χωριστώνα χωριστούμε
να χωρίσειςνα χωρίσετενα χωριστείςνα χωριστείτε
να χωρίσεινα χωρίσουν(ε)να χωριστείνα χωριστούν(ε)
Perfνα έχω χωρίσει
να έχω χωρισμένο
να έχουμε χωρίσει
να έχουμε χωρισμένο
να έχω χωριστεί
να είμαι χωρισμένος, -η
να έχουμε χωριστεί
να είμαστε χωρισμένοι, -ες
να έχεις χωρίσει
να έχεις χωρισμένο
να έχετε χωρίσει
να έχετε χωρισμένο
να έχεις χωριστεί
να είσαι χωρισμένος, -η
να έχετε χωριστεί
να είστε χωρισμένοι, -ες
να έχει χωρίσει
να έχει χωρισμένο
να έχουν χωρίσει
να έχουν χωρισμένο
να έχει χωριστεί
να είναι χωρισμένος, -η, -ο
να έχουν χωριστεί
να είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχώριζεχωρίζετεχωρίζεστε
Aoristχώρισεχωρίστεχωρίσουχωριστείτε
Part
izip
Presχωρίζονταςχωριζόμενος
Perfέχοντας χωρίσει, έχοντας χωρισμένοχωρισμένος, -η, -οχωρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristχωρίσειχωριστεί



















Griechische Definition zu χωρίζω

χωρίζω [xorízo] -ομαι : 1α.απομακρύνω κτ. από κτ. άλλο ή από κάποιο σύνολο όπου ανήκει, το βάζω χωριστά: χωρίζω τα τετράδια από τα βιβλία. χωρίζω τα ώριμα φρούτα από τα άγουρα. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα* από τα ερίφια. β1. για κτ. που διασπά μια επιφάνεια σε δύο ή περισσότερα μέ ρη. ANT ενώνω: Tο ποτάμι χωρίζει την πόλη στα δύο. H ντουλάπα είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα. β2. (χρονικά): Mας χωρίζουν 2000 χρόνια από τη γέννηση του Xριστού. γ. μοιράζω, διαιρώ, κόβω κτ. σε δύο ή σε περισσότερα κομμάτια. ANT ενώνω: Ο πατέρας μας χώρισε την περιουσία του πριν πεθάνει. Σε ένα σημείο ο δρόμος χωρίζεται στα δύο. χωρίζω το φύλ λο του χαρτιού στα τέσσερα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback