χωρίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ein schmaler Strahl auf einen Punkt wird die Masse aufspalten. | Για να τoν καταστρέψoυμε. Μια λεπτή ακτίνα σε ένα μoνάχα σημείo θα διασπάσει την μάζα αυτή. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich denke, Toth wollte die Jägerin aufspalten. | Από όσο μπορώ να πω, ο Τοθ προσπάθησε να χωρίσει την Φόνισσα σε δύο διαφορετικές οντότητες. Übersetzung nicht bestätigt |
ich kann mich nicht aufspalten! Ich muss meine Zeit besser aufteilen. | Πρέπει να μοιράσω το χρόνο μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Team A aufspalten und Schritt halten. | Ομάδα Α, διαχωριστείτε και διατηρήστε ρυθμό. Übersetzung nicht bestätigt |
Seine doppelte Persönlichkeit aufspalten und sein wahres Ich befragen. | Πρέπει να το βγάλουμε από το μυαλό του... ξέρετε, να τον ξεχωρίσουμε από την διπλή προσωπικότητα του και στη συνέχεια η αληθινή προσωπικότητα του και να μας πει που είναι. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
durchschneiden |
spalten |
aufspalten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | spalte auf | ||
du | spaltest auf | |||
er, sie, es | spaltet auf | |||
Präteritum | ich | spaltete auf | ||
Konjunktiv II | ich | spaltete auf | ||
Imperativ | Singular | spalt auf! spalte auf! | ||
Plural | spaltet auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgespalten aufgespaltet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufspalten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | χωρίζω | χωρίζουμε, χωρίζομε | χωρίζομαι | χωριζόμαστε |
χωρίζεις | χωρίζετε | χωρίζεσαι | χωρίζεστε, χωριζόσαστε | ||
χωρίζει | χωρίζουν(ε) | χωρίζεται | χωρίζονται | ||
Imper fekt | χώριζα | χωρίζαμε | χωριζόμουν(α) | χωριζόμαστε, χωριζόμασταν | |
χώριζες | χωρίζατε | χωριζόσουν(α) | χωριζόσαστε, χωριζόσασταν | ||
χώριζε | χώριζαν, χωρίζαν(ε) | χωριζόταν(ε) | χωρίζονταν, χωριζόντανε, χωριζόντουσαν | ||
Aorist | χώρισα | χωρίσαμε | χωρίστηκα | χωριστήκαμε | |
χώρισες | χωρίσατε | χωρίστηκες | χωριστήκατε | ||
χώρισε | χώρισαν, χωρίσαν(ε) | χωρίστηκε | χωρίστηκαν, χωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω χωρίσει έχω χωρισμένο | έχουμε χωρίσει έχουμε χωρισμένο | έχω χωριστεί είμαι χωρισμένος, -η | έχουμε χωριστεί είμαστε χωρισμένοι, -ες | |
έχεις χωρίσει έχεις χωρισμένο | έχετε χωρίσει έχετε χωρισμένο | έχεις χωριστεί είσαι χωρισμένος, -η | έχετε χωριστεί είστε χωρισμένοι, -ες | ||
έχει χωρίσει έχει χωρισμένο | έχουν χωρίσει έχουν χωρισμένο | έχει χωριστεί είναι χωρισμένος, -η, -ο | έχουν χωριστεί είναι χωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα χωρίσει είχα χωρισμένο | είχαμε χωρίσει είχαμε χωρισμένο | είχα χωριστεί ήμουν χωρισμένος, -η | είχαμε χωριστεί ήμαστε χωρισμένοι, -ες | |
είχες χωρίσει είχες χωρισμένο | είχατε χωρίσει είχατε χωρισμένο | είχες χωριστεί ήσουν χωρισμένος, -η | είχατε χωριστεί ήσαστε χωρισμένοι, -ες | ||
είχε χωρίσει είχε χωρισμένο | είχαν χωρίσει είχαν χωρισμένο | είχε χωριστεί ήταν χωρισμένος, -η, -ο | είχαν χωριστεί ήταν χωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα χωρίζω | θα χωρίζουμε, | θα χωρίζομαι | θα χωριζόμαστε | |
θα χωρίζεις | θα χωρίζετε | θα χωρίζεσαι | θα χωρίζεστε, | ||
θα χωρίζει | θα χωρίζουν(ε) | θα χωρίζεται | θα χωρίζονται | ||
Fut ur | θα χωρίσω | θα χωρίσουμε, | θα χωριστώ | θα χωριστούμε | |
θα χωρίσεις | θα χωρίσετε | θα χωριστείς | θα χωριστείτε | ||
θα χωρίσει | θα χωρίσουν(ε) | θα χωριστεί | θα χωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να χωρίζω | να χωρίζουμε, | να χωρίζομαι | να χωριζόμαστε |
να χωρίζεις | να χωρίζετε | να χωρίζεσαι | να χωρίζεστε, | ||
να χωρίζει | να χωρίζουν(ε) | να χωρίζεται | να χωρίζονται | ||
Aorist | να χωρίσω | να χωρίσουμε, | να χωριστώ | να χωριστούμε | |
να χωρίσεις | να χωρίσετε | να χωριστείς | να χωριστείτε | ||
να χωρίσει | να χωρίσουν(ε) | να χωριστεί | να χωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω χωρίσει | να έχουμε χωρίσει | να έχω χωριστεί | να έχουμε χωριστεί | |
να έχεις χωρίσει | να έχετε χωρίσει | να έχεις χωριστεί | να έχετε χωριστεί | ||
να έχει χωρίσει | να έχουν χωρίσει | να έχει χωριστεί | να έχουν χωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | χώριζε | χωρίζετε | χωρίζεστε | |
Aorist | χώρισε | χωρίστε | χωρίσου | χωριστείτε | |
Part izip | Pres | χωρίζοντας | χωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας χωρίσει, έχοντας χωρισμένο | χωρισμένος, -η, -ο | χωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | χωρίσει | χωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.