spalten
 Verb

διχάζω Verb
(0)
διασπώ Verb
(0)
διαρρηγνύω Verb
(0)
σχάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Scharf genug, um ein Haar zu spalten.Χωρίζει μια τρίχα στη μέση!

Übersetzung nicht bestätigt

Es bedeutet, man muss das Molekül spalten, um die Faser zu zerstören.Ξέρεις τι σημαίνει; Σημαίνει ότι για να σπάσεις την ίνα, θα πρέπει να σπάσεις το μόριο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ihn der nur in 1.000 Stücke spalten würde.Ελπιζω να τον διαχωρησει ετσι, ωστε να κοπει στα δυο!

Übersetzung nicht bestätigt

Nur ein Knochen. Den kann man nicht spalten.Αυτό το κεφάλι μόνο οστά έχει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ach, wer wird denn Haare spalten?Ας μην κάνουμε φασαρία για τις κατάλληλες λέξεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
spaltend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διασπώ, διασπάωδιασπούμε, διασπάμεδιασπώμαιδιασπόμαστε, διασπώμεθα
διασπάςδιασπάτεδιασπάσαιδιασπάστε, διασπάσθε
διασπά, διασπάειδιασπούν(ε), διασπάν(ε)διασπάταιδιασπώνται, διασπούνται
Imper
fekt
διασπούσαδιασπούσαμε
διασπούσεςδιασπούσατε
διασπούσεδιασπούσαν(ε)διασπάτοδιασπώντο
Aoristδιέσπασαδιασπάσαμεδιασπάστηκαδιασπαστήκαμε
διέσπασεςδιασπάσατεδιασπάστηκεςδιασπαστήκατε
διέσπασεδιέσπασαν, διασπάσανεδιασπάστηκεδιασπάστηκαν, διασπαστήκανε
Perf
ekt
έχω διασπάσειέχουμε διασπάσειέχω διασπαστείέχουμε διασπαστεί
έχεις διασπάσειέχετε διασπάσειέχεις διασπαστείέχετε διασπαστεί
έχει διασπάσειέχουν διασπάσειέχει διασπαστείέχουν διασπαστεί
Plu
perf
ekt
είχα διασπάσειείχαμε διασπάσειείχα διασπαστείείχαμε διασπαστεί
είχες διασπάσειείχατε διασπάσειείχες διασπαστείείχατε διασπαστεί
είχε διασπάσειείχαν διασπάσειείχε διασπαστείείχαν διασπαστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διασπώ, θα διασπάωθα διασπούμε, θα διασπάμεθα διασπώμαιθα διασπόμαστε, θα διασπώμεθα
θα διασπάςθα διασπάτεθα διασπάσαιθα διασπάστε, θα διασπάσθε
θα διασπά, θα διασπάειθα διασπούν(ε), θα διασπάν(ε)θα διασπάταιθα διασπώνται
Fut
ur
θα διασπάσωθα διασπάσουμε, θα διασπάσομεθα διασπαστώθα διασπαστούμε
θα διασπάσειςθα διασπάσετεθα διασπαστείςθα διασπαστείτε
θα διασπάσειθα διασπάσουν(ε)θα διασπαστείθα διασπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διασπάσειθα έχουμε διασπάσει θα έχω διασπαστείθα έχουμε διασπαστεί
θα έχεις διασπάσειθα έχετε διασπάσειθα έχεις διασπαστείθα έχετε διασπαστεί
θα έχει διασπάσειθα έχουν διασπάσειθα έχει διασπαστείθα έχουν διασπαστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διασπώ, να διασπάωνα διασπούμε, να διασπάμενα διασπώμαινα διασπόμαστε, να διασπώμεθα
να διασπάςνα διασπάτενα διασπάσαινα διασπάστε, να διασπάσθε
να διασπά, να διασπάεινα διασπούν(ε), να διασπάν(ε)να διασπάταινα διασπώνται
Aoristνα διασπάσωνα διασπάσουμε, να διασπάσομενα διασπαστώνα διασπαστούμε
να διασπάσειςνα διασπάσετενα διασπαστείςνα διασπαστείτε
να διασπάσεινα διασπάσουν(ε)να διασπαστείνα διασπαστούν(ε)
Perfνα έχω διασπάσεινα έχουμε διασπάσεινα έχω διασπαστείνα έχουμε διασπαστεί
να έχεις διασπάσεινα έχετε διασπάσεινα έχεις διασπαστείνα έχετε διασπαστεί
να έχει διασπάσεινα έχουν διασπάσεινα έχει διασπαστείνα έχουν διασπαστεί
Imper
ativ
Presδιασπάτεδιασπάστε, διασπάσθε
Aoristανάκτησεδιασπάστε, διασπάσετεδιασπάσουδιασπαστείτε
Part
izip
Presδιασπώντας
Perfέχοντας διασπάσειδιασπασμένος, -η, -οδιασπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιασπάσειδιασπαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαρρηγνύωδιαρρηγνύουμε, διαρρηγνύομεδιαρρηγνύομαιδιαρρηγνυόμαστε
διαρρηγνύειςδιαρρηγνύετεδιαρρηγνύεσαιδιαρρηγνύεστε, διαρρηγνυόσαστε
διαρρηγνύειδιαρρηγνύουν(ε)διαρρηγνύεταιδιαρρηγνύονται
Imper
fekt
διαρρήγνυαδιαρρηγνύαμεδιαρρηγνυόμουν(α)διαρρηγνυόμαστε, διαρρηγνυόμασταν
διαρρήγνυεςδιαρρηγνύατεδιαρρηγνυόσουν(α)διαρρηγνυόσαστε, διαρρηγνυόσασταν
διαρρήγνυεδιαρρήγνυαν, διαρρηγνύαν(ε)διαρρηγνυόταν(ε)διαρρηγνύονταν, διαρρηγνυόντανε, διαρρηγνυόντουσαν
Aoristδιέρρηξα, διάρρηξαδιαρρήξαμεδιαρρήχθηκα, διαρρήχτηκαδιαρρηχθήκαμε, διαρρηχτήκαμε
διέρρηξες, διάρρηξεςδιαρρήξατεδιαρρήχθηκες, διαρρήχτηκεςδιαρρηχθήκατε, διαρρηχτήκατε
διέρρηξε, διάρρηξεδιέρρηξαν, διάρρηξαν, διαρρήξαν(ε)διαρρήχθηκε, διαρρήχτηκεδιαρρήχθηκαν, διαρρηχθήκαν(ε)
διαρρήχτηκαν, διαρρηχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαρρήξειέχουμε διαρρήξειέχω διαρρηχθείέχουμε διαρρηχθεί
έχεις διαρρήξειέχετε διαρρήξειέχεις διαρρηχθείέχετε διαρρηχθεί
έχει διαρρήξειέχουν διαρρήξειέχει διαρρηχθείέχουν διαρρηχθεί
Plu
per
fekt
είχα διαρρήξειείχαμε διαρρήξειείχα διαρρηχθείείχαμε διαρρηχθεί
είχες διαρρήξειείχατε διαρρήξειείχες διαρρηχθείείχατε διαρρηχθεί
είχε διαρρήξειείχαν διαρρήξειείχε διαρρηχθείείχαν διαρρηχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαρρηγνύωθα διαρρηγνύουμε, θα διαρρηγνύομεθα διαρρηγνύομαιθα διαρρηγνυόμαστε
θα διαρρηγνύειςθα διαρρηγνύετεθα διαρρηγνύεσαιθα διαρρηγνύεστε, θα διαρρηγνυόσαστε
θα διαρρηγνύειθα διαρρηγνύουν(ε)θα διαρρηγνύεταιθα διαρρηγνύονται
Fut
ur
θα διαρρήξωθα διαρρήξουμε, θα διαρρήξομεθα διαρρηχθώθα διαρρηχθούμε
θα διαρρήξειςθα διαρρήξετεθα διαρρηχθείςθα διαρρηχθείτε
θα διαρρήξειθα διαρρήξουν(ε)θα διαρρηχθείθα διαρρηχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαρρήξειθα έχουμε διαρρήξειθα έχω διαρρηχθείθα έχουμε διαρρηχθεί
θα έχεις διαρρήξειθα έχετε διαρρήξειθα έχεις διαρρηχθείθα έχετε διαρρηχθεί
θα έχει διαρρήξειθα έχουν διαρρήξειθα έχει διαρρηχθείθα έχουν διαρρηχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαρρηγνύωνα διαρρηγνύουμε, να διαρρηγνύομενα διαρρηγνύομαινα διαρρηγνυόμαστε
να διαρρηγνύειςνα διαρρηγνύετενα διαρρηγνύεσαινα διαρρηγνύεστε, να διαρρηγνυόσαστε
να διαρρηγνύεινα διαρρηγνύουν(ε)να διαρρηγνύεταινα διαρρηγνύονται
Aoristνα διαρρήξωνα διαρρήξουμε, να διαρρήξομενα διαρρηχθώνα διαρρηχθούμε
να διαρρήξειςνα διαρρήξετενα διαρρηχθείςνα διαρρηχθείτε
να διαρρήξεινα διαρρήξουν(ε)να διαρρηχθείνα διαρρηχθούν(ε)
Perfνα έχω διαρρήξεινα έχουμε διαρρήξεινα έχω διαρρηχθείνα έχουμε διαρρηχθεί
να έχεις διαρρήξεινα έχετε διαρρήξεινα έχεις διαρρηχθείνα έχετε διαρρηχθεί
να έχει διαρρήξεινα έχουν διαρρήξεινα έχει διαρρηχθείνα έχουν διαρρηχθεί
Imper
ativ
Presδιαρρήκνυεδιαρρηγνύετεδιαρρηγνύεστε
Aoristδιάρρηξεδιαρρήξετε, διαρρήξτεδιαρρήξουδιαρρηχθείτε
Part
izip
Presδιαρρηγνύονταςδιαρρηγνυόμενος
Perfέχοντας διαρρήξειδιαρρηγμένος, -η, -οδιαρρηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαρρήξειδιαρρηχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback