διαρρηγνύω altgriechisch διαρρήγνυμι διά + ῥήγνυμι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
durchschneiden |
spalten |
aufspalten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαρρηγνύω | διαρρηγνύουμε, διαρρηγνύομε | διαρρηγνύομαι | διαρρηγνυόμαστε |
διαρρηγνύεις | διαρρηγνύετε | διαρρηγνύεσαι | διαρρηγνύεστε, διαρρηγνυόσαστε | ||
διαρρηγνύει | διαρρηγνύουν(ε) | διαρρηγνύεται | διαρρηγνύονται | ||
Imper fekt | διαρρήγνυα | διαρρηγνύαμε | διαρρηγνυόμουν(α) | διαρρηγνυόμαστε, διαρρηγνυόμασταν | |
διαρρήγνυες | διαρρηγνύατε | διαρρηγνυόσουν(α) | διαρρηγνυόσαστε, διαρρηγνυόσασταν | ||
διαρρήγνυε | διαρρήγνυαν, διαρρηγνύαν(ε) | διαρρηγνυόταν(ε) | διαρρηγνύονταν, διαρρηγνυόντανε, διαρρηγνυόντουσαν | ||
Aorist | διέρρηξα, διάρρηξα | διαρρήξαμε | διαρρήχθηκα, διαρρήχτηκα | διαρρηχθήκαμε, διαρρηχτήκαμε | |
διέρρηξες, διάρρηξες | διαρρήξατε | διαρρήχθηκες, διαρρήχτηκες | διαρρηχθήκατε, διαρρηχτήκατε | ||
διέρρηξε, διάρρηξε | διέρρηξαν, διάρρηξαν, διαρρήξαν(ε) | διαρρήχθηκε, διαρρήχτηκε | διαρρήχθηκαν, διαρρηχθήκαν(ε) διαρρήχτηκαν, διαρρηχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαρρηγνύω | θα διαρρηγνύουμε, | θα διαρρηγνύομαι | θα διαρρηγνυόμαστε | |
θα διαρρηγνύεις | θα διαρρηγνύετε | θα διαρρηγνύεσαι | θα διαρρηγνύεστε, | ||
θα διαρρηγνύει | θα διαρρηγνύουν(ε) | θα διαρρηγνύεται | θα διαρρηγνύονται | ||
Fut ur | θα διαρρήξω | θα διαρρήξουμε, | θα διαρρηχθώ | θα διαρρηχθούμε | |
θα διαρρήξεις | θα διαρρήξετε | θα διαρρηχθείς | θα διαρρηχθείτε | ||
θα διαρρήξει | θα διαρρήξουν(ε) | θα διαρρηχθεί | θα διαρρηχθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαρρηγνύω | να διαρρηγνύουμε, | να διαρρηγνύομαι | να διαρρηγνυόμαστε |
να διαρρηγνύεις | να διαρρηγνύετε | να διαρρηγνύεσαι | να διαρρηγνύεστε, | ||
να διαρρηγνύει | να διαρρηγνύουν(ε) | να διαρρηγνύεται | να διαρρηγνύονται | ||
Aorist | να διαρρήξω | να διαρρήξουμε, | να διαρρηχθώ | να διαρρηχθούμε | |
να διαρρήξεις | να διαρρήξετε | να διαρρηχθείς | να διαρρηχθείτε | ||
να διαρρήξει | να διαρρήξουν(ε) | να διαρρηχθεί | να διαρρηχθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διαρρήκνυε | διαρρηγνύετε | διαρρηγνύεστε | |
Aorist | διάρρηξε | διαρρήξετε, διαρρήξτε | διαρρήξου | διαρρηχθείτε | |
Part izip | Pres | διαρρηγνύοντας | διαρρηγνυόμενος | ||
Perf | έχοντας διαρρήξει | διαρρηγμένος, -η, -ο | διαρρηγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαρρήξει | διαρρηχθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | spalte | ||
du | spaltest | |||
er, sie, es | spaltet | |||
Präteritum | ich | spaltete | ||
Konjunktiv II | ich | spaltete | ||
Imperativ | Singular | spalte! | ||
Plural | spaltet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gespalten gespaltet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:spalten |
διαρρηγνύω [δiariγnío] -ομαι Ρ αόρ. διέρρηξα, απαρέμφ. διαρρήξει, παθ. αόρ. διαρρήχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διερράγη, διερράγησαν, απαρέμφ. διαρρηχθεί και διαρραγεί, μππ. διαρρηγμένος : 1. παραβιάζω κλειστό, ιδίως κλειδωμένο, χώρο, με σκοπό την κλοπή: Άγνωστοι διέρρηξαν ένα κατάστημα / το χρηματοκιβώτιο. Tους διέρρηξαν το σπίτι / το γραφείο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.