teilen
 Verb

διαιρώ Verb
(2)
διχάζω Verb
(0)
κομματιάζω Verb
(0)
μετέχω Verb
(0)
μοιράζω Verb
(0)
διαχωρίζω Verb
(0)
χωρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich denke du hast sicher schon einmal das Wort "teilen" (oder dividieren = divide) gehört, wenn dir jemand sagt, dass du etwas aufteilen sollst.Νομίζω ότι έχετε ξανακούσει τη λέξη 'διαιρώ', όταν κάποιος σας λέει να μοιράσετε κάτι.

Übersetzung nicht bestätigt

Anstatt es in drei gruppen aufzuteilen, würde ich nun mal versuchen zu sagen, wenn ich sechs durch drei teilen möchte, dann teile ich es in Gruppen von je drei Himbeeren.Αντί να τα διαιρούμε σε 3 ομάδες, αυτό που θέλω να κάνω είναι, αν διαιρώ το 6 με το 3, θέλω να το μοιράσω σε ομάδες των τριών.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαιρώδιαιρούμεδιαιρούμαιδιαιρούμαστε
διαιρείςδιαιρείτεδιαιρείσαιδιαιρείστε
διαιρείδιαιρούν(ε)διαιρείταιδιαιρούνται
Imper
fekt
διαιρούσαδιαιρούσαμεδιαιρούμουνδιαιρούμαστε
διαιρούσεςδιαιρούσατε
διαιρούσεδιαιρούσαν(ε)διαιρούνταν, διαιρείτοδιαιρούνταν, διαιρούντο
Aoristδιαίρεσαδιαιρέσαμεδιαιρέθηκαδιαιρεθήκαμε
διαίρεσεςδιαιρέσατεδιαιρέθηκεςδιαιρεθήκατε
διαίρεσεδιαίρεσαν, διαιρέσαν(ε)διαιρέθηκεδιαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω διαιρέσει
έχω διαιρεμένο
έχουμε διαιρέσει
έχουμε διαιρεμένο
έχω διαιρεθεί
είμαι διαιρεμένος, -η
έχουμε διαιρεθεί
είμαστε διαιρεμένοι, -ες
έχεις διαιρέσει
έχεις διαιρεμένο
έχετε διαιρέσει
έχετε διαιρεμένο
έχεις διαιρεθεί
είσαι διαιρεμένος, -η
έχετε διαιρεθεί
είστε διαιρεμένοι, -ες
έχει διαιρέσει
έχει διαιρεμένο
έχουν διαιρέσει
έχουν διαιρεμένο
έχει διαιρεθεί
είναι διαιρεμένος, -η, -ο
έχουν διαιρεθεί
είναι διαιρεμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα διαιρέσει
είχα διαιρεμένο
είχαμε διαιρέσει
είχαμε διαιρεμενο
είχα διαιρεθεί
ήμουν διαιρεμένος, -η
είχαμε διαιρεθεί
ήμαστε διαιρεμένοι, -ες
είχες διαιρέσει
είχες διαιρεμένο
είχατε διαιρέσει
είχατε διαιρεμένο
είχες διαιρεθεί
έσουν διαιρεμένος, -η
είχατε διαιρεθεί
έσαστε διαιρεμένοι, -ες
είχε διαιρέσει
είχε διαιρεμένο
είχαν διαιρέσει
είχαν διαιρεμένο
είχε διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένος, -η, -ο
είχαν διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαιρώθα διαιρούμεθα διαιρούμαιθα διαιρούμαστε
θα διαιρείςθα διαιρείτεθα διαιρείσαιθα διαιρείστε
θα διαιρείθα διαιρούν(ε)θα διαιρείταιθα διαιρούνται
Fut
ur
θα διαιρέσωθα διαιρέσουμε, θα διαιρέσομεθα διαιρεθώθα διαιρεθούμε
θα διαιρέσειςθα διαιρέσετεθα διαιρεθείςθα διαιρεθείτε
θα διαιρέσειθα διαιρέσουν(ε)θα διαιρεθείθα διαιρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαιρέσει
θα έχω διαιρεμένο
θα έχουμε διαιρέσει
θα έχουμε διαιρεμένο
θα έχω διαιρεθεί
θα είμαι διαιρεμένος, -η
θα έχουμε διαιρεθεί
θα είμαστε διαιρεμένοι, -ες
θα έχεις διαιρέσει
θα έχεις διαιρεμένο
θα έχετε διαιρέσει
θα έχετε διαιρεμένο
θα έχεις διαιρεθεί
θα είσαι διαιρεμένος, -η
θα έχετε διαιρεθεί
θα είστε διαιρεμένοι, -η
θα έχει διαιρέσει
θα έχει διαιρεμένο
θα έχουν διαιρέσει
θα έχουν διαιρεμένο
θα έχει διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαιρώνα διαιρούμενα διαιρούμαινα διαιρούμαστε
να διαιρείςνα διαιρείτενα διαιρείσαινα διαιρείστε
να διαιρείνα διαιρούν(ε)να διαιρείταινα διαιρούνται
Aoristνα διαιρέσωνα διαιρέσουμε, να διαιρέσομενα διαιρεθώνα διαιρεθούμε
να διαιρέσειςνα διαιρέσετενα διαιρεθείςνα διαιρεθείτε
να διαιρέσεινα διαιρέσουν(ε)να διαιρεθείνα διαιρεθούν(ε)
Perfνα έχω διαιρέσει
να έχω διαιρεμένο
να έχουμε διαιρέσει
να έχουμε διαιρεμένο
να έχω διαιρεθεί
να είμαι διαιρεμένος, -η
να έχουμε διαιρεθεί
να είμαστε διαιρεμενοι, -ες
να έχεις διαιρέσει
να έχεις διαιρεμένο
να έχετε διαιρέσει
να έχετε διαιρεμένο
να έχεις διαιρεθεί
να είσαι διαιρεμένος, -η
να έχετε διαιρεθεί
να είστε διαιρεμένοι, -ες
να έχει διαιρέσει
να έχει διαιρεμένο
να έχουν διαιρέσει
να έχουν διαιρεμένο
να έχει διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένος, -η, -ο
να έχουν διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαιρείτεδιαιρείστε
Aoristδιαίρεσεδιαιρέστε, διαιρέσετεδιαιρέσουδιαιρεθείτε
Part
izip
Presδιαιρώνταςδιαιρούμενος
Perfέχοντας διαιρέσει, έχοντας διαιρεμένοδιαιρεμένος/διηρημένος, -η, -οδιαιρεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαιρέσειδιαιρεθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μετέχω, exw>έχωμετέχουμε, μετέχομε
μετέχειςμετέχετε
μετέχειμετέχουν(ε)
Imper
fekt
μετείχαμετείχαμε
μετείχεςμετείχατε
μετείχεμετείχαν(ε)
Aorist(μετείχα)(μετείχαμε)
(μετείχες)(μετείχατε)
(μετείχε)(μετείχαν(ε))
Per
fekt
έχω μετάσχειέχουμε μετάσχει
έχεις μετάσχειέχετε μετάσχει
έχει μετάσχειέχουν μετάσχει
Plu
per
fekt
είχα μετάσχειείχαμε μετάσχει
είχες μετάσχειείχατε μετάσχει
είχε μετάσχειείχαν μετάσχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μετέχωθα μετέχουμε, θα μετέχομε
θα μετέχειςθα μετέχετε
θα μετέχειθα μετέχουν(ε)
Fut
ur
θα μετάσχωθα μετάσχουμε, θα μετάσχομε
θα μετάσχειςθα μετάσχετε
θα μετάσχειθα μετάσχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μετάσχειθα έχουμε μετάσχει
θα έχεις μετάσχειθα έχετε μετάσχει
θα έχει μετάσχειθα έχουν μετάσχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μετέχωνα μετέχουμε, να μετέχομε
να μετέχειςνα μετέχετε
να μετέχεινα μετέχουν(ε)
Aoristνα μετάσχωνα μετάσχουμε, να μετάσχομε
να μετάσχειςνα μετάσχετε
να μετάσχεινα μετάσχουν(ε)
Perfνα έχω μετάσχεινα έχουμε μετάσχει
να έχεις μετάσχεινα έχετε μετάσχει
να έχει μετάσχεινα έχουν μετάσχει
Imper
ativ
Presμετέχετε
Aoristμετάσχετε
Part
izip
Presμετέχοντας
Perfέχοντας μετάσχει
InfinAoristμετάσχει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μοιράζωμοιράζουμε, μοιράζομεμοιράζομαιμοιραζόμαστε
μοιράζειςμοιράζετεμοιράζεσαιμοιράζεστε, μοιραζόσαστε
μοιράζειμοιράζουν(ε)μοιράζεταιμοιράζονται
Imper
fekt
μοίραζαμοιράζαμεμοιραζόμουν(α)μοιραζόμαστε, μοιραζόμασταν
μοίραζεςμοιράζατεμοιραζόσουν(α)μοιραζόσαστε, μοιραζόσασταν
μοίραζεμοίραζαν, μοιράζαν(ε)μοιραζόταν(ε)μοιράζονταν, μοιραζόντανε, μοιραζόντουσαν
Aoristμοίρασαμοιράσαμεμοιράστηκαμοιραστήκαμε
μοίρασεςμοιράσατεμοιράστηκεςμοιραστήκατε
μοίρασεμοίρασαν, μοιράσαν(ε)μοιράστηκεμοιράστηκαν, μοιραστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μοιράσει
έχω μοιρασμένο
έχουμε μοιράσει
έχουμε μοιρασμένο
έχω μοιραστεί
είμαι μοιρασμένος, -η
έχουμε μοιραστεί
είμαστε μοιρασμένοι, -ες
έχεις μοιράσει
έχεις μοιρασμένο
έχετε μοιράσει
έχετε μοιρασμένο
έχεις μοιραστεί
είσαι μοιρασμένος, -η
έχετε μοιραστεί
είστε μοιρασμένοι, -ες
έχει μοιράσει
έχει μοιρασμένο
έχουν μοιράσει
έχουν μοιρασμένο
έχει μοιραστεί
είναι μοιρασμένος, -η, -ο
έχουν μοιραστεί
είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μοιράσει
είχα μοιρασμένο
είχαμε μοιράσει
είχαμε μοιρσμένο
είχα μοιραστεί
ήμουν μοιρασμένος, -η
είχαμε μοιραστεί
ήμαστε μοιρασμένοι, -ες
είχες μοιράσει
είχες μοιρασμένο
είχατε μοιράσει
είχατε μοιρασμένο
είχες μοιραστεί
ήσουν μοιρασμένος, -η
είχατε μοιραστεί
ήσαστε μοιρασμένοι, -ες
είχε μοιράσει
είχε μοιρασμένο
είχαν μοιράσει
είχαν μοιρασμένο
είχε μοιραστεί
ήταν μοιρασμένος, -η, -ο
είχαν μοιραστεί
ήταν μοιρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μοιράζωθα μοιράζουμε, θα μοιράζομεθα μοιράζομαιθα μοιραζόμαστε
θα μοιράζειςθα μοιράζετεθα μοιράζεσαιθα μοιράζεστε, θα μοιραζόσαστε
θα μοιράζειθα μοιράζουν(ε)θα μοιράζεταιθα μοιράζονται
Fut
ur
θα μοιράσωθα μοιράσουμε, θα μοιράζομεθα μοιραστώθα μοιραστούμε
θα μοιράσειςθα μοιράσετεθα μοιραστείςθα μοιραστείτε
θα μοιράσειθα μοιράσουν(ε)θα μοιραστείθα μοιραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μοιράσει
θα έχω μοιρασμένο
θα έχουμε μοιράσει
θα έχουμε μοιρασμένο
θα έχω μοιραστεί
θα είμαι μοιρασμένος, -η
θα έχουμε μοιραστεί
θα είμαστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχεις μοιράσει
θα έχεις μοιρασμένο
θα έχετε μοιράσει
θα έχετε μοιρασμένο
θα έχεις μοιραστεί
θα είσαι μοιρασμένος, -η
θα έχετε μοιραστεί
θα είστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχει μοιράσει
θα έχει μοιρασμένο
θα έχουν μοιράσει
θα έχουν μοιρασμένο
θα έχει μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένος, -η, -ο
θα έχουν μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μοιράζωνα μοιράζουμε, να μοιράζομενα μοιράζομαινα μοιραζόμαστε
να μοιράζειςνα μοιράζετενα μοιράζεσαινα μοιράζεστε, να μοιραζόσαστε
να μοιράζεινα μοιράζουν(ε)να μοιράζεταινα μοιράζονται
Aoristνα μοιράσωνα μοιράσουμε, να μοιράσομενα μοιραστώνα μοιραστούμε
να μοιράσειςνα μοιράσετενα μοιραστείςνα μοιραστείτε
να μοιράσεινα μοιράσουν(ε)να μοιραστείνα μοιραστούν(ε)
Perfνα έχω μοιράσει
να έχω μοιρασμένο
να έχουμε μοιράσει
να έχουμε μοιρασμένο
να έχω μοιραστεί
να είμαι μοιρασμένος, -η
να έχουμε μοιραστεί
να είμαστε μοιρασμένοι, -ες
να έχεις μοιράσει
να έχεις μοιρασμένο
να έχετε μοιράσει
να έχετε μοιρασμένο
να έχεις μοιραστεί
να είσαι μοιρασμένος, -η
να έχετε μοιραστεί
να είστε μοιρασμένοι, -ες
να έχει μοιράσει
να έχει μοιρασμένο
να έχουν μοιράσει
να έχουν μοιρασμένο
να έχει μοιραστεί
να είναι μοιρασμένος, -η, -ο
να έχουν μοιραστεί
να είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμοίραζεμοιράζετεμοιράζεστε
Aoristμοίρασεμοιράστεμοιράσουμοιραστείτε
Part
izip
Presμοιράζονταςμοιραζόμενος
Perfέχοντας μοιράσει, έχοντας μοιρασμένομοιρασμένος, -η, -ομοιρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristμοιράσειμοιραστεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χωρίζωχωρίζουμε, χωρίζομεχωρίζομαιχωριζόμαστε
χωρίζειςχωρίζετεχωρίζεσαιχωρίζεστε, χωριζόσαστε
χωρίζειχωρίζουν(ε)χωρίζεταιχωρίζονται
Imper
fekt
χώριζαχωρίζαμεχωριζόμουν(α)χωριζόμαστε, χωριζόμασταν
χώριζεςχωρίζατεχωριζόσουν(α)χωριζόσαστε, χωριζόσασταν
χώριζεχώριζαν, χωρίζαν(ε)χωριζόταν(ε)χωρίζονταν, χωριζόντανε, χωριζόντουσαν
Aoristχώρισαχωρίσαμεχωρίστηκαχωριστήκαμε
χώρισεςχωρίσατεχωρίστηκεςχωριστήκατε
χώρισεχώρισαν, χωρίσαν(ε)χωρίστηκεχωρίστηκαν, χωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χωρίσει
έχω χωρισμένο
έχουμε χωρίσει
έχουμε χωρισμένο
έχω χωριστεί
είμαι χωρισμένος, -η
έχουμε χωριστεί
είμαστε χωρισμένοι, -ες
έχεις χωρίσει
έχεις χωρισμένο
έχετε χωρίσει
έχετε χωρισμένο
έχεις χωριστεί
είσαι χωρισμένος, -η
έχετε χωριστεί
είστε χωρισμένοι, -ες
έχει χωρίσει
έχει χωρισμένο
έχουν χωρίσει
έχουν χωρισμένο
έχει χωριστεί
είναι χωρισμένος, -η, -ο
έχουν χωριστεί
είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χωρίσει
είχα χωρισμένο
είχαμε χωρίσει
είχαμε χωρισμένο
είχα χωριστεί
ήμουν χωρισμένος, -η
είχαμε χωριστεί
ήμαστε χωρισμένοι, -ες
είχες χωρίσει
είχες χωρισμένο
είχατε χωρίσει
είχατε χωρισμένο
είχες χωριστεί
ήσουν χωρισμένος, -η
είχατε χωριστεί
ήσαστε χωρισμένοι, -ες
είχε χωρίσει
είχε χωρισμένο
είχαν χωρίσει
είχαν χωρισμένο
είχε χωριστεί
ήταν χωρισμένος, -η, -ο
είχαν χωριστεί
ήταν χωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χωρίζωθα χωρίζουμε, θα χωρίζομεθα χωρίζομαιθα χωριζόμαστε
θα χωρίζειςθα χωρίζετεθα χωρίζεσαιθα χωρίζεστε, θα χωριζόσαστε
θα χωρίζειθα χωρίζουν(ε)θα χωρίζεταιθα χωρίζονται
Fut
ur
θα χωρίσωθα χωρίσουμε, θα χωρίζομεθα χωριστώθα χωριστούμε
θα χωρίσειςθα χωρίσετεθα χωριστείςθα χωριστείτε
θα χωρίσειθα χωρίσουν(ε)θα χωριστείθα χωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χωρίσει
θα έχω χωρισμένο
θα έχουμε χωρίσει
θα έχουμε χωρισμένο
θα έχω χωριστεί
θα είμαι χωρισμένος, -η
θα έχουμε χωριστεί
θα είμαστε χωρισμένοι, -ες
θα έχεις χωρίσει
θα έχεις χωρισμένο
θα έχετε χωρίσει
θα έχετε χωρισμένο
θα έχεις χωριστεί
θα είσαι χωρισμένος, -η
θα έχετε χωριστεί
θα είστε χωρισμένοι, -ες
θα έχει χωρίσει
θα έχει χωρισμένο
θα έχουν χωρίσει
θα έχουν χωρισμένο
θα έχει χωριστεί
θα είναι χωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χωριστεί
θα είναι χωρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χωρίζωνα χωρίζουμε, να χωρίζομενα χωρίζομαινα χωριζόμαστε
να χωρίζειςνα χωρίζετενα χωρίζεσαινα χωρίζεστε, να χωριζόσαστε
να χωρίζεινα χωρίζουν(ε)να χωρίζεταινα χωρίζονται
Aoristνα χωρίσωνα χωρίσουμε, να χωρίσομενα χωριστώνα χωριστούμε
να χωρίσειςνα χωρίσετενα χωριστείςνα χωριστείτε
να χωρίσεινα χωρίσουν(ε)να χωριστείνα χωριστούν(ε)
Perfνα έχω χωρίσει
να έχω χωρισμένο
να έχουμε χωρίσει
να έχουμε χωρισμένο
να έχω χωριστεί
να είμαι χωρισμένος, -η
να έχουμε χωριστεί
να είμαστε χωρισμένοι, -ες
να έχεις χωρίσει
να έχεις χωρισμένο
να έχετε χωρίσει
να έχετε χωρισμένο
να έχεις χωριστεί
να είσαι χωρισμένος, -η
να έχετε χωριστεί
να είστε χωρισμένοι, -ες
να έχει χωρίσει
να έχει χωρισμένο
να έχουν χωρίσει
να έχουν χωρισμένο
να έχει χωριστεί
να είναι χωρισμένος, -η, -ο
να έχουν χωριστεί
να είναι χωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχώριζεχωρίζετεχωρίζεστε
Aoristχώρισεχωρίστεχωρίσουχωριστείτε
Part
izip
Presχωρίζονταςχωριζόμενος
Perfέχοντας χωρίσει, έχοντας χωρισμένοχωρισμένος, -η, -οχωρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristχωρίσειχωριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback