verteilen
 Verb

μοιράζω Verb
(15)
διανέμω Verb
(4)
σκορπώ 
(0)
κατανέμω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und in dem Moment entschied ich, dass ich meine Musik gratis verteilen würde. Übers Internet, wann immer möglich. Metallica steht also irgendwie hier:Και εκείνη τη στιγμή αποφάσισα πως θα μοιράζω τη μουσική μου δωρεάν στο Internet όποτε είναι δυνατόν, όποτε εδώ είναι οι Metallica, το Napster, κακό εδώ η Amanda Palmer, θα ενθαρρύνω τα torrents, το κατέβασμα, μοίρασμα, αλλά θα ζητάω βοήθεια, γιατί το είδα να λειτουργεί στους δρόμους.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μοιράζωμοιράζουμε, μοιράζομεμοιράζομαιμοιραζόμαστε
μοιράζειςμοιράζετεμοιράζεσαιμοιράζεστε, μοιραζόσαστε
μοιράζειμοιράζουν(ε)μοιράζεταιμοιράζονται
Imper
fekt
μοίραζαμοιράζαμεμοιραζόμουν(α)μοιραζόμαστε, μοιραζόμασταν
μοίραζεςμοιράζατεμοιραζόσουν(α)μοιραζόσαστε, μοιραζόσασταν
μοίραζεμοίραζαν, μοιράζαν(ε)μοιραζόταν(ε)μοιράζονταν, μοιραζόντανε, μοιραζόντουσαν
Aoristμοίρασαμοιράσαμεμοιράστηκαμοιραστήκαμε
μοίρασεςμοιράσατεμοιράστηκεςμοιραστήκατε
μοίρασεμοίρασαν, μοιράσαν(ε)μοιράστηκεμοιράστηκαν, μοιραστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μοιράσει
έχω μοιρασμένο
έχουμε μοιράσει
έχουμε μοιρασμένο
έχω μοιραστεί
είμαι μοιρασμένος, -η
έχουμε μοιραστεί
είμαστε μοιρασμένοι, -ες
έχεις μοιράσει
έχεις μοιρασμένο
έχετε μοιράσει
έχετε μοιρασμένο
έχεις μοιραστεί
είσαι μοιρασμένος, -η
έχετε μοιραστεί
είστε μοιρασμένοι, -ες
έχει μοιράσει
έχει μοιρασμένο
έχουν μοιράσει
έχουν μοιρασμένο
έχει μοιραστεί
είναι μοιρασμένος, -η, -ο
έχουν μοιραστεί
είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μοιράσει
είχα μοιρασμένο
είχαμε μοιράσει
είχαμε μοιρσμένο
είχα μοιραστεί
ήμουν μοιρασμένος, -η
είχαμε μοιραστεί
ήμαστε μοιρασμένοι, -ες
είχες μοιράσει
είχες μοιρασμένο
είχατε μοιράσει
είχατε μοιρασμένο
είχες μοιραστεί
ήσουν μοιρασμένος, -η
είχατε μοιραστεί
ήσαστε μοιρασμένοι, -ες
είχε μοιράσει
είχε μοιρασμένο
είχαν μοιράσει
είχαν μοιρασμένο
είχε μοιραστεί
ήταν μοιρασμένος, -η, -ο
είχαν μοιραστεί
ήταν μοιρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μοιράζωθα μοιράζουμε, θα μοιράζομεθα μοιράζομαιθα μοιραζόμαστε
θα μοιράζειςθα μοιράζετεθα μοιράζεσαιθα μοιράζεστε, θα μοιραζόσαστε
θα μοιράζειθα μοιράζουν(ε)θα μοιράζεταιθα μοιράζονται
Fut
ur
θα μοιράσωθα μοιράσουμε, θα μοιράζομεθα μοιραστώθα μοιραστούμε
θα μοιράσειςθα μοιράσετεθα μοιραστείςθα μοιραστείτε
θα μοιράσειθα μοιράσουν(ε)θα μοιραστείθα μοιραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μοιράσει
θα έχω μοιρασμένο
θα έχουμε μοιράσει
θα έχουμε μοιρασμένο
θα έχω μοιραστεί
θα είμαι μοιρασμένος, -η
θα έχουμε μοιραστεί
θα είμαστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχεις μοιράσει
θα έχεις μοιρασμένο
θα έχετε μοιράσει
θα έχετε μοιρασμένο
θα έχεις μοιραστεί
θα είσαι μοιρασμένος, -η
θα έχετε μοιραστεί
θα είστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχει μοιράσει
θα έχει μοιρασμένο
θα έχουν μοιράσει
θα έχουν μοιρασμένο
θα έχει μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένος, -η, -ο
θα έχουν μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μοιράζωνα μοιράζουμε, να μοιράζομενα μοιράζομαινα μοιραζόμαστε
να μοιράζειςνα μοιράζετενα μοιράζεσαινα μοιράζεστε, να μοιραζόσαστε
να μοιράζεινα μοιράζουν(ε)να μοιράζεταινα μοιράζονται
Aoristνα μοιράσωνα μοιράσουμε, να μοιράσομενα μοιραστώνα μοιραστούμε
να μοιράσειςνα μοιράσετενα μοιραστείςνα μοιραστείτε
να μοιράσεινα μοιράσουν(ε)να μοιραστείνα μοιραστούν(ε)
Perfνα έχω μοιράσει
να έχω μοιρασμένο
να έχουμε μοιράσει
να έχουμε μοιρασμένο
να έχω μοιραστεί
να είμαι μοιρασμένος, -η
να έχουμε μοιραστεί
να είμαστε μοιρασμένοι, -ες
να έχεις μοιράσει
να έχεις μοιρασμένο
να έχετε μοιράσει
να έχετε μοιρασμένο
να έχεις μοιραστεί
να είσαι μοιρασμένος, -η
να έχετε μοιραστεί
να είστε μοιρασμένοι, -ες
να έχει μοιράσει
να έχει μοιρασμένο
να έχουν μοιράσει
να έχουν μοιρασμένο
να έχει μοιραστεί
να είναι μοιρασμένος, -η, -ο
να έχουν μοιραστεί
να είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμοίραζεμοιράζετεμοιράζεστε
Aoristμοίρασεμοιράστεμοιράσουμοιραστείτε
Part
izip
Presμοιράζονταςμοιραζόμενος
Perfέχοντας μοιράσει, έχοντας μοιρασμένομοιρασμένος, -η, -ομοιρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristμοιράσειμοιραστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διανέμωδιανέμουμε, διανέμομεδιανέμομαιδιανεμόμαστε
διανέμειςδιανέμετεδιανέμεσαιδιανέμεστε, διανεμόσαστε
διανέμειδιανέμουν(ε)διανέμεταιδιανέμονται
Imper
fekt
διένεμαδιανέμαμεδιανεμόμουν(α)διανεμόμαστε
διένεμεςδιανέματεδιανεμόσουν(α)διανεμόσαστε
διένεμεδιένεμαν, διανέμαν(ε)διανεμόταν(ε)διανέμονταν
Aoristδιένειμαδιανείμαμεδιανεμήθηκαδιανεμηθήκαμε
διένειμεςδιανείματεδιανεμήθηκεςδιανεμηθήκατε
διένειμεδιένειμαν, διανείμαν(ε)διανεμήθηκεδιανεμήθηκαν, διανεμηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διανείμει
έχω διανεμημένο
έχουμε διανείμει
έχουμε διανεμημένο
έχω διανεμηθεί
είμαι διανεμημένος, -η
έχουμε διανεμηθεί
είμαστε διανεμημένοι, -ες
έχεις διανείμει
έχεις διανεμημένο
έχετε διανείμει
έχετε διανεμημένο
έχεις διανεμηθεί
είσαι διανεμημένος, -η
έχετε διανεμηθεί
είστε διανεμημένοι, -ες
έχει διανείμει
έχει διανεμημένο
έχουν διανείμει
έχουν διανεμημένο
έχει διανεμηθεί
είναι διανεμημένος, -η, -ο
έχουν διανεμηθεί
είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διανείμει
είχα διανεμημένο
είχαμε διανείμει
είχαμε διανεμημένο
είχα διανεμηθεί
ήμουν διανεμημένος, -η
είχαμε διανεμηθεί
ήμαστε διανεμημένοι, -ες
είχες διανείμει
είχες διανεμημένο
είχατε διανείμει
είχατε διανεμημένο
είχες διανεμηθεί
ήσουν διανεμημένος, -η
είχατε διανεμηθεί
ήσαστε διανεμημένοι, -ες
είχε διανείμει
είχε διανεμημένο
είχαν διανείμει
είχαν διανεμημένο
είχε διανεμηθεί
ήταν διανεμημένος, -η, -ο
είχαν διανεμηθεί
ήταν διανεμημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διανέμωθα διανέμουμε, θα διανέμομεθα διανέμομαιθα διανεμόμαστε
θα διανέμειςθα διανέμετεθα διανέμεσαιθα διανέμεστε θα διανεμόσαστε
θα διανέμειθα διανέμουν(ε)θα διανέμεταιθα διανέμονται
Fut
ur
θα διανείμωθα διανείμουμε, θα διανείμομεθα διανεμηθώθα διανεμηθούμε
θα διανείμειςθα διανείμετεθα διανεμηθείςθα διανεμηθείτε
θα διανείμειθα διανείμουν(ε)θα διανεμηθείθα διανεμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διανείμει
θα έχω διανεμημένο
θα έχουμε διανείμει
θα έχουμε διανεμημένο
θα έχω διανεμηθεί
θα είμαι διανεμημένος, -η
θα έχουμε διανεμηθεί
θα είμαστε διανεμημένοι, -ες
θα έχεις διανείμει
θα έχεις διανεμημένο
θα έχετε διανείμει
θα έχετε διανεμημένο
θα έχεις διανεμηθεί
θα είσαι διανεμημένος, -η
θα έχετε διανεμηθεί
θα είστε διανεμημένοι, -ες
θα έχει διανείμει
θα έχει διανεμημένο
θα έχουν διανείμει
θα έχουν διανεμημένο
θα έχει διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένος, -η, -ο
θα έχουν διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διανέμωνα διανέμουμε, να διανέμομενα διανέμομαινα διανεμόμαστε
να διανέμειςνα διανέμετενα διανέμεσαινα διανέμεστε, να διανεμόσαστε
να διανέμεινα διανέμουν(ε)να διανέμεταινα διανέμονται
Aoristνα διανείμωνα διανείμουμε, να διανείμομενα διανεμηθώνα διανεμηθούμε
να διανείμειςνα διανείμετενα διανεμηθείςνα διανεμηθείτε
να διανείμεινα διανείμουν(ε)να διανεμηθείνα διανεμηθούν(ε)
Perfνα έχω διανείμει
να έχω διανεμημένο
να έχουμε διανείμει
να έχουμε διανεμημένο
να έχω διανεμηθεί
να είμαι διανεμημένος, -η
να έχουμε διανεμηθεί
να είμαστε διανεμημένοι, -ες
να έχεις διανείμει
να έχεις διανεμημένο
να έχετε διανείμει
να έχετε διανεμημένο
να έχεις διανεμηθεί
να είσαι διανεμημένος, -η
να έχετε διανεμηθεί
να είστε διανεμημένοι, -ες
να έχει διανείμει
να έχει διανεμημένο
να έχουν διανείμει
να έχουν διανεμημένο
να έχει διανεμηθεί
να είναι διανεμημένος, -η, -ο
να έχουν διανεμηθεί
να είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάνεμεδιανέμετεδιανέμεστε
Aoristδιάνειμεδιανείμετεδιανεμηθείτε
Part
izip
Presδιανέμοντας
Perfέχοντας διανείμει, έχοντας διανεμημένοδιανεμημένος, -η, -οδιανεμημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιανείμειδιανεμηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback