Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischλίβελος Koine-Griechisch λίβελλος lateinisch libellus, υποκοριστικό του liber Παλαιά Λατινική loeber proto-italienisch *louðEros’’ *h₁léwdʰeros *h₁lewdʰ- (άνθρωποι)
λίγδα Koine-Griechisch λίγδα altgriechisch λίγδην
λιγδώνω λίγδα + -ώνω Koine-Griechisch λίγδα altgriechisch λίγδην
λιγνεύω mittelgriechisch λιγνεύω λιγνός + -εύω Koine-Griechisch λέγνος λέγνον
λιγνός mittelgriechisch λιγνός Koine-Griechisch λέγνος [1] λέγνον
λιγοθυμώ mittelgriechisch λιγοθυμώ Koine-Griechisch λιποθυμῶ
λιγούρα λιγώνω + -ούρα Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
λιγούρης λιγούρα + -ης λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
λιγούρι λιγούρης λιγούρα λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
λιθοξόος (λόγιο) Koine-Griechisch λιθοξόος. Αναλύεται στο ελληνιστικό πρόθημα λιθο- + το αρχαίο επίθημα -ξόος ( ρήμα ξέω)[1]
λικνίζω, λόγια λέξη για να περιγραφεί μία κίνηση παρόμοια με αυτήν της κούνιας του μωρού Koine-Griechisch λικνίζω (λιχνίζω) altgriechisch λίκνον
λιμάνι türkisch liman mittelgriechisch λιμένι(ν) (αντιδάνειο) Koine-Griechisch λιμένιον altgriechisch λιμήν
λιμπίζομαι mittelgriechisch λιμπίζομαι Koine-Griechisch λιμβός
λινάρι Koine-Griechisch λινάριον altgriechisch λίνον
λιναρόσπορος λινάρι ( mittelgriechisch λινάρι(ν) Koine-Griechisch λινάριον altgriechisch λίνον + -ο- + σπόρος ( altgriechisch σπόρος σπείρω)
λιοντάρι mittelgriechisch λιοντάρι(ν) λεοντάριν Koine-Griechisch λεοντάριον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης λέων
λιοτριβειό Koine-Griechisch ἐλαιοτριβεῖον («πρέσα για λάδι») με αποβολή του αρχικού φωνήεντος για αποφυγή της χασμωδίας με το πρόθημα λιο-. siehe auch ελαιοτριβείο[1]
λιποτακτώ Koine-Griechisch λιποτακτῶ
λιτανεία η εκκλησιαστική σημασία mittelgriechisch λιτανεία Koine-Griechisch λιτανεία (παράκληση στους θεούς) λιτανεύω λιτανός λίσσομαι (= ικετεύω) [1][2]
λιχνίζω mittelgriechisch λιχνίζω Koine-Griechisch λικνίζω / λικμίζω altgriechisch λικμάω / λικμῶ λικμός
λογικεύω Koine-Griechisch λογικεύομαι altgriechisch λογικός λόγος λέγω
λογιότητα Koine-Griechisch λογιότης
λογοδιάρροια Koine-Griechisch λογοδιάρροια altgriechisch λόγος + διάρροια ( διαρρέω διά + ῥέω)
λογομαχία Koine-Griechisch λογομαχία altgriechisch λόγος + μάχη
λογομαχώ Koine-Griechisch λογομαχέω / λογομαχῶ altgriechisch λόγος + μάχομαι
λοιμικός Koine-Griechisch λοιμικός altgriechisch λοιμός
λουρί mittelgriechisch λουρίν Koine-Griechisch λωρίον λῶρος
λυκανθρωπία (λόγιο) Koine-Griechisch λυκανθρωπία[1] (λύκος) λυκ- + ἄνθρωπ(ος) + -ία
λυκάνθρωπος (λόγιο) Koine-Griechisch λυκάνθρωπος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε λυκ- + -άνθρωπος
λυκαυγές Koine-Griechisch λυκαυγές, Maskulinum von λυκαυγής *λύκη + αὐγής ( αὐγή)
λυκόφως Koine-Griechisch *λύκη (: αμυδρό φως) + φως. Η ρίζα *λύκη, πιθανόν ομόρριζη του λατινικού lux, απαντά μόνο σε σύνθετα. Βλέπε και λευκός, λύχνος
λυρισμός (entlehnt aus) französisch lyrisme (λύρα + -ισμός). Διαφορετική η Koine-Griechisch λυρισμός (παίξιμο της λύρας.
λύτρωση Koine-Griechisch λύτρωσις
λυχνάρι mittelgriechisch λυχνάριν Koine-Griechisch λυχνάριον, υποκοριστικό του λύχνος
λωποδυσία Koine-Griechisch λωποδυσία altgriechisch λωποδύτης λῶπος / λώπη ( λέπω) + δύτης ( δύω
λώρος Koine-Griechisch λῶρος λῶρον lateinisch lorum
μαγεία Koine-Griechisch μαγεία (αρχαία σημασία: θεολογία των Μάγων)[1] Μάγος αρχαία persisch (πβ. αρχαία persisch maγu-) indoeuropäisch (Wurzel) *meh₂gʰ- (ικανός, δυνατός, βοηθητικός, μάγος)
μαγειρείο Koine-Griechisch μαγειρεῖον
μαγειρεύω Koine-Griechisch altgriechisch μάγειρος
μαγειρίτσα μαγειριά + -ίτσα Koine-Griechisch μαγειρία altgriechisch μάγειρος
μάγουλο Koine-Griechisch μάγουλον spätlateinisch magulum
μαδώ Koine-Griechisch μαδάω, -ῶ (πέφτω (για μαλλιά), είμαι φαλακρός)
μαθήτρια Koine-Griechisch μαθήτρια, Femininum von μαθητής
μαίανδρος (λόγιο) Koine-Griechisch μαίανδρος altgriechisch Μαίανδρος
μακαρισμός Koine-Griechisch μακαρισμός (στον πληθυντικό: μακαρισμοί) altgriechisch μακαρισμός (ευλογία, έπαινος)[1]
μακαρόνι venezianisch macaroni (italienisch maccaroni) maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (πιθανό αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ [1]
μακελειό Koine-Griechisch μακελλεῖον
μακελεύω Koine-Griechisch μακελλεύω (κρατάω στάβλο και σφάζω ζώα, έχω κρεοπωλείο) lateinisch macellum (η αγορά ίσως ήδη και το χασάπικο και μακελλάριος εκείνος που κόβει, τεμαχίζει)
μακροημέρευση Koine-Griechisch μακροημέρευσις μακρός + ημέρα
μακρόθεν Koine-Griechisch μακρόθεν και μάκροθεν (από μακριά σε απόσταση ή χρονικά)
μακρύνω Koine-Griechisch μακρύνω
μαλάκας mittelgriechisch μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας Koine-Griechisch μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με αναδρομικό σχηματισμό von μαλακία[1] altgriechisch μαλακός proto-indogermanisch *mlakos
μαλάκυνση μαλάκυνσις λέξη της Katharevousaς von Koine-Griechisch (στην οποία σήμαινε παράλυση, εξασθένιση) zur Wiedergabe von französisch ramollissement
μάλαξη Katharevousa μάλαξις Koine-Griechisch μάλαξις μαλάσσω
μαμμωνάς : Koine-Griechisch μαμωνᾶς aramäisch ממון (;) (mamona), πλούτη
μάννα Koine-Griechisch μάννα von εβραϊκό מן (μάν) ή (όπως αναφέρει το εβραϊκό Τορά) απο τη φράση των έκπληκτων Εβραίων (מַה-הוּא : Mα χου; Τι, ποιός;)
μάνταλο mittelgriechisch μάνταλο μάνταλος (Maskulinum) Koine-Griechisch μάνδαλος[1]
μαντατευτής μαντατεύω μαντάτον + -εύω Koine-Griechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)
μαντατούρης μαντάτ(ον) + -ούρης Koine-Griechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)
μαντίλι Koine-Griechisch μαντίλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον, τὸ μανδήλιον) lateinisch mantilium / mantelium, υποκοριστικό του του mantile[1] / mantele manus proto-indogermanisch *man-
μαντούρα mittelgriechisch μαντούρα} / παντούρα / πανδούρα Koine-Griechisch πανδοῦρα λυδική προέλευση
μάπας μάπα (με σημασία: πρόσωπο) + -ς από διάλεκτο italienisch mappa[1]. Δείτε επίσης την Koine-Griechisch μάππα lateinisch mappa[2]
μαραθωνομάχος Koine-Griechisch Μαραθωνομάχος altgriechisch Μαραθωνομάχης
μαρασμός Koine-Griechisch μαρασμός
μαργαριτάρι mittelgriechisch μαργαριτάριον Koine-Griechisch μαργαρίτης
μαργαρίτης Koine-Griechisch μαργαρίτης μέση persisch mwlwʾlyt' (morwārīd) / mlwʾlyt (marwārīd)
μάργαρο Koine-Griechisch μάργαρον
μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ
μαρμελάδα französisch marmelade proto-französisch marmelada marmelo (= κυδώνι) lateinisch melimelum Koine-Griechisch μελίμηλον (= γλυκόμηλο) (αντιδάνειο)
μαρούλι mittelgriechisch μαρούλιν Koine-Griechisch μαρούλιον lateinisch *amarulus amarus
μαρτυρικός Koine-Griechisch μαρτυρικός altgriechisch μαρτυρία (κατάθεση)
μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία
μάσημα Koine-Griechisch μάσημα
μάσηση Koine-Griechisch μάσησις altgriechisch μασάομαι / μασῶμαι
μαστάρι Koine-Griechisch μαστάριον υποκοριστικό του μαστός (altgriechisch )
μαστίγιο Koine-Griechisch μαστίγιον, υποκοριστικό του altgriechisch μάστιξ
μαστιγώνω Koine-Griechisch μαστιγώνω altgriechisch μαστιγόω-μαστιγῶ +-ώνω
μαστίγωση Koine-Griechisch μαστίγωσις altgriechisch η μάστιξ-μάστιγος (μαστίγιο και μάστιγα)
μαστίχα Koine-Griechisch μαστίχη
μάστορας mittelgriechisch μάστορας *μαΐστορας *μαγίστορας Koine-Griechisch μαγίστωρ lateinisch magister[1]
ματαιοπονία Koine-Griechisch ματαιοπονία
ματαιοπονώ Koine-Griechisch ματαιοπονία
ματαιόφρων Koine-Griechisch ματαιόφρων altgriechisch μάταιος + φρήν
ματόκλαδο mittelgriechisch ματόκλαδο / ομματόκλαδον όμμα + Koine-Griechisch κυλάδες / κύλα (το κάτω von μάτι τμήμα· με παρετυμολογία από τη λέξη κλαδί)
ματόφυλλο Koine-Griechisch ὀμματόφυλλον ὄμμα + φῦλλον
μεγαλέμπορος Koine-Griechisch λέξη von μεγάλ(ος) και ἔμπορος
μεγαλορρημοσύνη Koine-Griechisch μεγαλορρημοσύνη μεγαλορρήμων
μεγαλουργώ Koine-Griechisch μεγαλουργῶ
μεγαλοφυΐα Koine-Griechisch μεγαλοφυΐα μεγαλοφυής + -ία
μεγεθύνω Koine-Griechisch μεγεθύνω altgriechisch μέγεθος
μεγιστάνας Koine-Griechisch μεγιστάν altgriechisch μέγιστος μέγας
μεθαύριο Koine-Griechisch μεθαύριον μετά + altgriechisch αὔριον (το θ τέθηκε αναλογικά με τη φράση «μεθ’ ἡμέραν»: μετά από μία μέρα· → siehe: φέτος)
μεθερμηνεύω Koine-Griechisch μεθερμηνεύω
μεθοδεύω το ρήμα της Katharevousaς μεθοδεύομαι Koine-Griechisch μεθοδεύω
μειονέκτημα Koine-Griechisch μειονέκτημα altgriechisch μειονεκτέω / μειονεκτῶ
μελανοδοχείο Koine-Griechisch μελανοδοχεῖον altgriechisch μέλας ( proto-indogermanisch *melh₂-: μέλας) + Koine-Griechisch δοχεῖον ( altgriechisch δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ-: δέχομαι)
μελαχρινός mittelgriechisch μελαχρινός Koine-Griechisch μελαγχρινός altgriechisch μελαγχρής / μελάγχροος / μελάγχρους + -ινός μέλας + χροός / χρώς
μελετητής (λόγιο) Koine-Griechisch μελετητής (προπονητής, προγυμναστής· ρήτορας δημηγοριών)[1][2]. Μορφολογικά, μελέτ(η) + -ητής
μελισσοβότανο Koine-Griechisch μελισσοβότανον altgriechisch μέλισσα + -ο- + βοτάνη + -ον
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.