Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κοράλλι

κοράλλι mittelgriechisch κοράλλιν Koine-Griechisch κοράλλιον lateinisch corall(i)um πιθανόν αντολικής προέλευσης, σημιτική (siehe auch το εβραϊκό רָל‎ ‎('goral')[1]


κορασίδα

κορασίδα mittelgriechisch κορασίς + -ίδα Koine-Griechisch κοράσιον, υποκοριστικό του altgriechisch κόρη[1]


κορβανάς

κορβανάς Koine-Griechisch κορβανᾶς (ονομασία του θησαυρού του ναού στην Ιερουσαλήμ) κορβᾶν (δώρο) hebräisch קרבן (korbán: θύμα, τελετουργική θυσία) protosinaitisch


κόριζα

κόριζα mittelgriechisch κόριζα Koine-Griechisch κόρις


κορμί

κορμί mittelgriechisch κορμί(ν) Koine-Griechisch κορμίον altgriechisch κορμός proto-indogermanisch *(s)ker-[1] (κόβω)


κοσμητεία

κοσμητεία (λόγιο) Koine-Griechisch κοσμητεία (το αξίωμα του κοσμητοῦ, ΄΄δείτε κοσμήτορας)[1]


κοσμοκράτορας

κοσμοκράτορας Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω


κοσμοκρατορία

κοσμοκρατορία mittelgriechisch κοσμοκρατορία Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω


κοσμοκράτωρ

κοσμοκράτωρ Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω


κοσμοπολίτης

κοσμοπολίτης (λόγιο) Koine-Griechisch κοσμοπολίτης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κοσμο- + πολίτης


κουβαλώ

κουβαλώ mittelgriechisch κουβαλῶ Koine-Griechisch κοβαλεύω altgriechisch κόβαλος


κουκούλι

κουκούλι mittelgriechisch κουκούλλιν Koine-Griechisch κουκούλλιον lateinisch cucullus


κουλούρα

κουλούρα mittelgriechisch κουλούρα Koine-Griechisch κολλούρα altgriechisch κολλύρα


κουλούρι

κουλούρι mittelgriechisch κουλούριον, υποκοριστικό του κουλούρα Koine-Griechisch κολλούρα altgriechisch κολλύρα


κουμπώνω

κουμπώνω mittelgriechisch κουμπώνω κομπώνω Koine-Griechisch κομβόω / κομβῶ κομβίον


κουνούπι

κουνούπι mittelgriechisch κουνούπι κουνούπιον Koine-Griechisch κωνώπιον altgriechisch κώνωψ


κουνουπίδι

κουνουπίδι mittelgriechisch κουνουπίδιν Koine-Griechisch κάνωπον


κούπα

κούπα Koine-Griechisch κοῦπα lateinisch cupa


κουπαστή

κουπαστή mittelgriechisch *εγκωπαστή Koine-Griechisch ἔγκωπον ἐν + κώπη


κουραφέξαλα

κουραφέξαλα (αβέβαιης ετυμολογίας) ίσως *κουφόξυλα (πβ. Koine-Griechisch κουφοξυλαία / κουφοξυλέα). Ή κόρα (με σημασία «φλοιός δέντρου») + *φέξαλα altgriechisch ὁ φέξαλος (σπίθα, αποκαΐδια)[1]


κουρεύω

κουρεύω mittelgriechisch κουρεύω Koine-Griechisch κουρεύομαι κουρά


κουστωδία

κουστωδία Koine-Griechisch κουστωδία spätgriechisch κουστωδία λατινικά: custodia (la)


κουτσομπολεύω

κουτσομπολεύω κουτσο- ( κουτσός) + μπολεύω (Koine-Griechisch ἐμπολεύω)


κοφίνι

κοφίνι mittelgriechisch κοφίνι(ν) Koine-Griechisch κοφίνιον, υποκοριστικό τού altgriechisch κόφινος


κοχλάζω

κοχλάζω Koine-Griechisch κοχλάζω altgriechisch καχλάζω[1] Δεν έχει ετυμολογική σχέση ο κοχλίας.


κοχλακίζω

κοχλακίζω mittelgriechisch κοχλακίζω Koine-Griechisch κόχλαξ (χαλίκι) Genitiv: κόχλακος + -ίζω.[1] siehe auch χοχλακίζω, κοχλάζω


κόχλασμα

κόχλασμα Koine-Griechisch κόχλασμα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (κοχλάζω) κόχλασ(α) + -μα. siehe auch χόχλασμα


κραδασμός

κραδασμός Koine-Griechisch κραδασμός κραδαίνω


κράμα

κράμα Koine-Griechisch κρᾶμα altgriechisch κεράννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *ḱh₁erh₂-


κρανιά

κρανιά Koine-Griechisch κρανέα altgriechisch κράνεια / κράνια κράνον


κραταιώνω

κραταιώνω (λόγιο) Koine-Griechisch κραται(ῶ) (κραταιάω) + -ώνω


κρεμάστρα

κρεμάστρα κληρονομημένη von Koine-Griechisch κρεμάστρα altgriechisch κρεμάθρα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (κρεμώ) κρεμασ- + -τρα


κρεμμύδι

κρεμμύδι mittelgriechisch κρεμμύδιν Koine-Griechisch κρέμμυον altgriechisch κρόμμυον[1]


κρεοπώλης

κρεοπώλης Koine-Griechisch κρεοπώλης κρέας + -ο- + πωλώ


κρετινισμός

κρετινισμός französisch crétinisme crétin lateinisch christianus Koine-Griechisch χριστιανός (αντιδάνειο) Χριστός χριστός altgriechisch χρίω proto-indogermanisch *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω *gʰer- (τρίβω)


κρετίνος

κρετίνος italienisch cretino französisch crétin lateinisch christianus Koine-Griechisch χριστιανός (αντιδάνειο) Χριστός χριστός altgriechisch χρίω proto-indogermanisch *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω *gʰer- (τρίβω)


κρόσσι

κρόσσι Koine-Griechisch κροσσίον


κρούσμα

κρούσμα (λόγιο) Koine-Griechisch κροῦσμα altgriechisch κρούω[1]


κρουστός

κρουστός (λόγιο) Koine-Griechisch κρουστός & Lehnbedeutung από τη französisch instruments à percussion ή τη deutsch Schlaginstrumente (στον πληθυντικό)[1]


κρύβω

κρύβω κληρονομημένη von Koine-Griechisch κρύβω altgriechisch κρύπτω. Με μεταπλασμό του θέματος κρυψ- όπως τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω[1]


κρυστάλλι

κρυστάλλι mittelgriechisch κρυστάλλι Koine-Griechisch κρυστάλλιον altgriechisch κρύσταλλος


κρωγμός

κρωγμός Koine-Griechisch κρωγμός altgriechisch κρώζω Onomatopoetikum


κτηνοτρόφος

κτηνοτρόφος Koine-Griechisch κτηνοτρόφος (αγελαδοτρόφος)[1] altgriechisch κτῆνος + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε κτηνο- + -τρόφος


κτηνώδης

κτηνώδης (λόγιο) Koine-Griechisch κτηνώδης. Συγχρονικά αναλύεται σε κτήν(ος) + -ώδης


κυβίστηση

κυβίστηση Koine-Griechisch κυβίστησις κυβιστής altgriechisch κύβος (ζάρι) proto-indogermanisch *keu(b)-


κυκεώνας

κυκεώνας Koine-Griechisch κυκεών (ανακάτεμα) altgriechisch κυκεών


κυκλάμινο

κυκλάμινο mittelgriechisch κυκλάμινον Koine-Griechisch κυκλάμινος (ἡ και σπάνια ὁ) altgriechisch κύκλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷékʷlos


κυνήγι

κυνήγι mittelgriechisch κυνήγι(ν) Koine-Griechisch κυνήγιον altgriechisch κυνηγέσιον κυνηγός κύων + ἄγω


κυοφορία

κυοφορία Koine-Griechisch κυοφορία κυοφόρος κύω + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch gestation)


κυριολεκτώ

κυριολεκτώ Koine-Griechisch κυριολεκτέω / κυριολεκτῶ altgriechisch κύριος + λέγω


κυριολεξία

κυριολεξία Koine-Griechisch κυριολεξία


κυριότητα

κυριότητα (λόγιο) Koine-Griechisch κυριότης, αιτιατική κυριότητα (εξουσία), Lehnbedeutung από τη französisch proprieté[1]


κυψελίδα

κυψελίδα Koine-Griechisch κυψελίς (1η σημασία) altgriechisch κυψελίς (2. (Lehnbedeutung) französisch cellule)


κώδικας

κώδικας Koine-Griechisch κῶδιξ lateinisch codex


κώλος

κώλος mittelgriechisch κῶλος Koine-Griechisch κῶλος (πρωκτός) altgriechisch κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της lateinischς cūlus (πρωκτός)[1][2]


κωνίο

κωνίο Koine-Griechisch κωνίον altgriechisch κῶνος ((Lehnübersetzung) englisch cone)


κωσταντινάτο

κωσταντινάτο mittelgriechisch *κωνσταντινάτον (βλ ἁγιοκωνσταντινάτον) Koine-Griechisch Κωνσταντῖνος lateinisch Constantinus constans consto con + sto proto-italienisch *staēō proto-indogermanisch *sth₂éh₁yeti *steh₂- (ἵστημι)


λάβαρο

λάβαρο Koine-Griechisch λάβαρον lateinisch labarum[1][2] ( ίσως laureum[2] laureus laurus)


λαβράκι

λαβράκι Koine-Griechisch λαβράκιον altgriechisch λάβραξ


λαγούμι

λαγούμι türkisch lağım arabisch لغم (laḡam: ορυχείο, λαγούμι) Koine-Griechisch λαχαίνω (σκάβω) altgriechisch λαγχάνω (αντιδάνειο)


λαγωνικό

λαγωνικό mittelgriechisch λαγωνικός Koine-Griechisch λακωνικός κύων (με παρετυμολόγηση από τη λέξη λαγός)


λαγώχειλος

λαγώχειλος Koine-Griechisch λαγώχειλος λαγῶς ή λαγώς + χεῖλος


λαζαρέτο

λαζαρέτο venezianisch lazareto mittellateinisch Lazarus[1] Koine-Griechisch Λάζαρος hebräisch אלעזר (=ο θεός βοηθός) אל (θεός) + עזר (βοηθός)


λαϊκισμός

λαϊκισμός λαϊκός + -ισμός Koine-Griechisch λαϊκός altgriechisch λαός *lāwós indoeuropäisch (Wurzel) *leh₂wos *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια) ((Lehnübersetzung) englisch populism)


λαϊκός

λαϊκός Koine-Griechisch altgriechisch λαός


λακωνισμός

λακωνισμός Koine-Griechisch λακωνισμός (ίδια σημασία) altgriechisch λακωνισμός λακωνίζω Λάκων


λαλάγγι

λαλάγγι mittelgriechisch λαλάγγι Koine-Griechisch λαλάγγιον, υποκοριστικό του λαλάγγη altgriechisch λάγανον


λαμπαδηδρομία

λαμπαδηδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch λαμπαδηδρομία[1]


λάμψη

λάμψη Koine-Griechisch λάμψις altgriechisch λάμπω


λάξευση

λάξευση Koine-Griechisch λάξευσις


λαξεύω

λαξεύω Koine-Griechisch λαξεύω


λαογραφία

λαογραφία Koine-Griechisch


λαρδί

λαρδί mittelgriechisch λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (Koine-Griechisch) λάρδος lateinisch lardum (=αλατισμένο / παστωμένο κρέας) altgriechisch λαρινός (=παχύς, λιπαρός) (αντιδάνειο)


λαρύγγι

λαρύγγι Koine-Griechisch λαρύγγιον altgriechisch λάρυγξ + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


λατομείο

λατομείο Koine-Griechisch λατομεῖον λατομέω λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


λατόμος

λατόμος Koine-Griechisch λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


λατομώ

λατομώ Koine-Griechisch λατομέω / λατομῶ λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


λαφυραγωγία

λαφυραγωγία Koine-Griechisch


λαφυραγωγώ

λαφυραγωγώ Koine-Griechisch λαφυραγωγέω, -ῶ


λεβιάθαν

λεβιάθαν Koine-Griechisch Λευιάθαν hebräisch לויתן / לווייתן (livyatán: φάλαινα, λεβιάθαν)


λείανση

λείανση Koine-Griechisch


λειτουργιά

λειτουργιά Koine-Griechisch λειτουργία altgriechisch λειτουργός λήϊτον ( λαός) + ἔργον


λειψανδρία

λειψανδρία Koine-Griechisch λειψανδρία λείπω + ἀνήρ (Genitiv: ἀνδρός) + -ία


λέμφος

λέμφος (λόγιο) Koine-Griechisch λέμφος (αρσενικό και ουδέτερο, μύξα) με εσφαλμένη ταύτιση με τη französisch lymphe neulateinisch lympha (λέμφος) lateinisch lympha (διαυγές νερό)[1], πιθανόν ελληνογενές altgriechisch νύμφη[2]


λεξιθηρία

λεξιθηρία Koine-Griechisch λέξις + θήρα


λεξικό

λεξικό Koine-Griechisch λεξικόν (εννοείται βιβλίον), substantiviertes Neutrum des Adjektivs: λεξικός altgriechisch λέξις λέγω (Lehnbedeutung) französisch dictionnaire[1]


λεξικογράφος

λεξικογράφος Koine-Griechisch λεξικογράφος.[1] Αναλύεται σε λεξικο- + -γράφος


λεοπάρδαλη

λεοπάρδαλη Katharevousa λεοπάρδαλις Koine-Griechisch λεόπαρδος + altgriechisch πάρδαλις


λεπίδι

λεπίδι Koine-Griechisch λεπίδιον, υποκοριστικό του λεπίς


λεπτομέρεια

λεπτομέρεια Koine-Griechisch λεπτομέρεια altgriechisch λεπτομερής λεπτός + μέρος


λέπυρο

λέπυρο Koine-Griechisch λέπυρον[1] λέπος (λέπι) ( λέπω) + -υρον


λευίτης

λευίτης Koine-Griechisch Λευΐτης Λευΐ + -ίτης


λεφτά

λεφτά λεπτά Koine-Griechisch λεπτόν altgriechisch λεπτός


λεχώνα

λεχώνα mittelgriechisch λεχώνα Koine-Griechisch *λεχών altgriechisch λεχώ


λήμμα

λήμμα Koine-Griechisch λῆμμα altgriechisch λῆμμα


λήπτης

λήπτης (λόγιο) Koine-Griechisch λήπτης[1] λαμβάνω


λησμονώ

λησμονώ Koine-Griechisch (απαντά ο τύπος μετοχής λησμονηθέντες), συγγενές με το αρχαιοελληνικό λησμοσύνη και το λήθω / λανθάνω


λιακάδα

λιακάδα λιακό + -άδα mittelgriechisch ἡλιακόν Koine-Griechisch ἡλιακός altgriechisch ἥλιος proto-griechisch *hāwélios indoeuropäisch (Wurzel) *sāwélios *sóh₂wl̥


λιακωτό

λιακωτό mittelgriechisch ἡλιακόν + -ωτό Koine-Griechisch ἡλιακός altgriechisch ἡλιακός proto-griechisch *hāwélios proto-indogermanisch *sāwélios *sóh₂wl̥


λιβάδι

λιβάδι Koine-Griechisch λιβάδιον altgriechisch λιβάς



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback