Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καθηλώνω

καθηλώνω Koine-Griechisch καθηλῶ κατά (καθ-) + ἧλος (καρφώνω)


καθήλωση

καθήλωση Koine-Griechisch καθήλωσις (κάρφωμα) καθηλώνω κατά + ἧλος (καρφί)


καθημερινός

καθημερινός Koine-Griechisch καθημερινός καθ' ἡμέραν (κατά + ἡμέρα)


καθησυχάζω

καθησυχάζω Koine-Griechisch


καθίδρυμα

καθίδρυμα Koine-Griechisch καθίδρυμα altgriechisch καθιδρύω κατά + ἱδρύω


καθοδήγηση

καθοδήγηση Koine-Griechisch καθοδήγησις


καθοδηγώ

καθοδηγώ Koine-Griechisch καθοδηγέω, -ῶ


καθορίζω

καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)


καθοσίωση

καθοσίωση Koine-Griechisch καθοσίωσις κατά + altgriechisch ὅσιος


καθρέφτης

καθρέφτης καθρέπτης Koine-Griechisch κάθοπτρον altgriechisch κάτοπτρον


καθυποτάσσω

καθυποτάσσω (λόγιο) Koine-Griechisch καθυποτάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε (κατα-) καθ- + υποτάσσω (υπο- + τάσσω)


καθυστερώ

καθυστερώ Koine-Griechisch καθυστερέω / καθυστερῶ altgriechisch ὑστερέω / ὑστερῶ ὕστερος


καινοτομία

καινοτομία Koine-Griechisch καινοτομία altgriechisch καινοτόμος καινός + τέμνω


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


καιροσκοπία

καιροσκοπία καιροσκόπος + -ία Koine-Griechisch καιροσκόπος


καιροσκόπος

καιροσκόπος Koine-Griechisch καιροσκόπος altgriechisch καιρός + -σκόπος (σκοπέω)


καιροσκοπώ

καιροσκοπώ Koine-Griechisch καιροσκοπέω / καιροσκοπῶ


κακεντρέχεια

κακεντρέχεια Koine-Griechisch κακεντρέχεια κακεντρεχής altgriechisch κακός + ἐντρεχής


κακοδοξία

κακοδοξία Koine-Griechisch κακοδοξία (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακοδοξία κακόδοξος κακός + δόξα


κακόδοξος

κακόδοξος Koine-Griechisch κακόδοξος (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακόδοξος κακός + δόξα


κακόμοιρος

κακόμοιρος Koine-Griechisch κακόμοιρος κακός + μοίρα


κακοπιστία

κακοπιστία Koine-Griechisch κακοπιστία κακός + πίστη


κακόπιστος

κακόπιστος Koine-Griechisch κακόπιστος κακός + πίστη


κακοποίηση

κακοποίηση Koine-Griechisch κακοποίησις altgriechisch κακοποιέω / κακοποιῶ κακός + ποιέω / ποιῶ


κακόφημος

κακόφημος Koine-Griechisch κακόφημος altgriechisch κακός + φήμη


καλάθι

καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)


καλαθοποιία

καλαθοποιία καλαθοποιός + -ία Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω


καλαθοποιός

καλαθοποιός Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


καλάμι

καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)


καλαμιά

καλαμιά (1-3) Koine-Griechisch καλαμεία / καλαμία altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos


καλαντάρι

καλαντάρι Koine-Griechisch καλανδάριον lateinisch calendarium calendae


καλαπόδι

καλαπόδι mittelgriechisch καλαπόδιν Koine-Griechisch καλαπόδιον altgriechisch καλάπους κᾶλον + πούς


καλένδες

καλένδες mittelgriechisch καλένδαι Koine-Griechisch καλάνδαι lateinisch calendae / kalendae calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)


καλλιγραφία

καλλιγραφία Koine-Griechisch καλλιγραφία altgriechisch καλλιγραφέω καλλι- + γράφω


καλλιγράφος

καλλιγράφος Koine-Griechisch καλλιγράφος altgriechisch καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ καλλι- + -γράφος


καλλιέπεια

καλλιέπεια Koine-Griechisch καλλιέπεια altgriechisch καλλιεπής κάλλος + ἔπος


καλλιέργεια

καλλιέργεια Koine-Griechisch καλλιεργία καλλιεργέω, (Lehnbedeutung) französisch culture


καλλιεργώ

καλλιεργώ Koine-Griechisch καλλιεργέω / καλλιεργῶ altgriechisch κάλλος + ἔργον ((Lehnbedeutung) französisch cultiver)


καλλιλογία

καλλιλογία (λόγιο) Koine-Griechisch καλλιλογία[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καλλι- + -λογία


καλλιτέχνης

καλλιτέχνης Koine-Griechisch καλλιτέχνης altgriechisch κάλλος ( καλός) + τέχνη ((Lehnbedeutung) französisch artiste)


καλλιτεχνία

καλλιτεχνία Koine-Griechisch καλλιτεχνία


καλλιφωνία

καλλιφωνία Koine-Griechisch καλλιφωνία κάλλος + φωνή


καλόγερος

καλόγερος mittelgriechisch καλόγερος Koine-Griechisch καλόγηρος altgriechisch καλός + γῆρας


καλόγηρος

καλόγηρος Koine-Griechisch καλόγηρος


καλοήθης

καλοήθης Koine-Griechisch καλοήθης καλός + ἦθος


καλοκαίρι

καλοκαίρι mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός (πβ. Koine-Griechisch καλόκαιρος)


καλούμπα

καλούμπα venezianisch caloma / caluma spätlateinisch *calauma *chalagma Koine-Griechisch χάλασμα (=χαλάρωμα) χαλάω / χαλῶ (αντιδάνειο)


καλούπι

καλούπι türkisch kalıp arabisch قَالِب (qālib) Koine-Griechisch καλόπους / altgriechisch καλάπους (αντιδάνειο) κᾶλον + πούς


καμινάδα

καμινάδα venezianisch caminada lateinisch caminata[1], Femininum von caminatus, Passiv Perfekt von camino caminus Koine-Griechisch κάμινος (αντιδάνειο)


καμινάρης

καμινάρης mittelgriechisch καμινάρης καμίνι Koine-Griechisch καμίνιον altgriechisch κάμινος


καμινευτήρας

καμινευτήρας Koine-Griechisch καμινευτήρ altgriechisch κάμινος


καμινευτής

καμινευτής Koine-Griechisch καμινευτής καμινεύω altgriechisch κάμινος


καμίνι

καμίνι mittelgriechisch καμίνι(ν) Koine-Griechisch καμίνιον, υποκοριστικό του altgriechisch κάμινος


καμπανίτης

καμπανίτης Καμπανία + -ίτης Koine-Griechisch Καμπανία lateinisch Campania campus indoeuropäisch (Wurzel) *kamp- ((Lehnbedeutung) französisch champagne)


κανάλι

κανάλι mittelgriechisch κανάλι(ν) Koine-Griechisch κανάλιον lateinisch canalis canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο)


καννάβι

καννάβι mittelgriechisch καννάβι(ν) Koine-Griechisch καννάβιον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) κάνναβις


κανονάρχης

κανονάρχης Koine-Griechisch κανονάρχης (πρωτοψάλτης)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κανόν(ας) + -άρχης. siehe auch κανόναρχος


κανονικός

κανονικός Koine-Griechisch κανονικός κανών


καπάρο

καπάρο italienisch caparra (λέξη που θεωρήθηκε ως πληθυντικός) capo e arra lateinisch caput + arra/arrha (arrhabo Koine-Griechisch ἀρραβών hebräisch ערבון)


κάπνισμα

κάπνισμα (καπνίζω) καπνισ- + -μα. siehe auch Koine-Griechisch κάπνισμα (θυμίαμα) καπνίζω[1]


καπνοδόχος

καπνοδόχος (Maskulinum) Koine-Griechisch καπνοδόχος


καπόνι

καπόνι mittelgriechisch καπόνιν, υποκοριστικό του Koine-Griechisch κάπων lateinisch capo (τα 1. & 3. venezianisch capon λατινικά capo)


κάρα

κάρα Koine-Griechisch κάρα (Femininum) altgriechisch κάρα (Neutrum)


καράβι

καράβι mittelgriechisch καράβι(ν) Koine-Griechisch καράβιον (ελαφρύ πλοίο),[1] υποκοριστικό του altgriechisch κάραβος (αστακός, καραβίδα)[2]


καράτι

καράτι italienisch carato mittellateinisch caratus arabisch قيراط (qīrāṭ) Koine-Griechisch κεράτιον altgriechisch κεράτιον, υποκοριστικό του κέρας (αντιδάνειο)


καριοφίλι

καριοφίλι türkisch karanfil [1] (γαρίφαλο, λόγω του σχήματος της κάννης ή των διακοσμητικών μοτίβων που έφερε) osmanisch türkisch قرنفل (karanfil) arabisch قَرَنْفِل (qaranfil) Koine-Griechisch καρυόφυλλον


καρμίρης

καρμίρης κάρμοιρος (Το Λεξικό Μπαμπινιώτη[1] υποθέτει Koine-Griechisch καρίμοιρος (που έχει την μοίρα του Καρός, και γι' αυτό ορθογραφεί με -οι-. Έχει προταθεί επίσης αρμενικά կարմիր παλαιοαρμενικά կարմիր indoeuropäisch (Wurzel) *kʷr̥mis: ζεστός)


καροτίνη

καροτίνη französisch carotène λατινικά carota Koine-Griechisch καρωτόν altgriechisch κάρα


καρότο

καρότο italienisch carota lateinisch carota Koine-Griechisch καρωτόν (αντιδάνειο) altgriechisch κάρα


καρποφορία

καρποφορία Koine-Griechisch καρποφορία altgriechisch καρποφόρος καρπός + φέρω


καρύκευμα

καρύκευμα Koine-Griechisch καρύκευμα καρυκεύω καρύκη


καρύκευση

καρύκευση καρυκεύω + -ση Koine-Griechisch καρυκεύω καρύκη


καρυοφύλλι

καρυοφύλλι Koine-Griechisch καρυόφυλλον altgriechisch κάρυον + φύλλον


καρωτίδα

καρωτίδα Koine-Griechisch καρωτίς


κάστανο

κάστανο Koine-Griechisch κάστανον


καταγγελία

καταγγελία Koine-Griechisch καταγγελία altgriechisch καταγγέλλω


καταγραφή

καταγραφή Koine-Griechisch καταγραφή altgriechisch καταγράφω κατά + γράφω


κατάγω

κατάγω Koine-Griechisch κατάγω κατά + altgriechisch ἄγω


καταγωγή

καταγωγή (λόγιο) Koine-Griechisch καταγωγή altgriechisch καταγωγή (αποβίβαση)[1] κατάγω κατά + ἄγω, ἀγωγή


κατάθλιψη

κατάθλιψη Koine-Griechisch κατάθλιψις καταθλίβω θλίβω ((Lehnbedeutung) französisch oppression)


καταιονισμός

καταιονισμός Koine-Griechisch καταιόνησις + κατάληξη -μος καταιονάω / καταιονῶ altgriechisch κατά + αἰονάω / αἰονῶ


κατακεραυνώνω

κατακεραυνώνω Koine-Griechisch κατακεραυνόω / κατακεραυνῶ (2.(Lehnübersetzung) französisch foudroyer)


κατακόκκινος

κατακόκκινος mittelgriechisch κατακόκκινος ολο- + κόκκινος Koine-Griechisch κόκκινος altgriechisch κόκκος vorhellenistisch


κατακραυγή

κατακραυγή mittelgriechisch κατακραυγή Koine-Griechisch κατακραυγάζω κατά + κραυγάζω altgriechisch κραυγή ((Lehnbedeutung) französisch clameur[1])


κατάκριση

κατάκριση mittelgriechisch κατάκρισις (παρόμοια σημασία) Koine-Griechisch κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω


καταληπτικός

καταληπτικός Koine-Griechisch καταληπτικός καταλαμβάνω λαμβάνω


καταλογισμός

καταλογισμός Koine-Griechisch καταλογισμός altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-


κατάμαυρος

κατάμαυρος mittelgriechisch κατάμαυρος κατα- + μαύρος Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός altgriechisch ἀμαυρός proto-indogermanisch *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)


καταμερισμός

καταμερισμός Koine-Griechisch καταμερισμός altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος


καταμέτρηση

καταμέτρηση Koine-Griechisch καταμέτρησις


κατανάλωση

κατανάλωση Koine-Griechisch κατανάλωσις ((Lehnbedeutung) französisch consommation)


καταπάτηση

καταπάτηση Koine-Griechisch καταπάτησις altgriechisch καταπατέω / καταπατῶ κατά + πατέω / πατῶ


καταπέτασμα

καταπέτασμα Koine-Griechisch altgriechisch καταπετάννυμι


καταπιέζω

καταπιέζω Koine-Griechisch καταπιέζω κατά + altgriechisch πιέζω proto-indogermanisch *pisd- (πιέζω) ((Lehnübersetzung) französisch opprimer)


καταπικραίνω

καταπικραίνω mittelgriechisch καταπικραίνω Koine-Griechisch κατάπικρος altgriechisch κατα- + πικρός


καταπίστευμα

καταπίστευμα Koine-Griechisch καταπιστεύω (: εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, έχω πίστη, πεποίθηση σε κάποιον) + -μα ≤ neulateinisch fideicommissum (: αυτό που εμπιστεύθηκε με διαθήκη) Wort verwendet ab 1840


καταπόνηση

καταπόνηση Koine-Griechisch καταπόνησις καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatigue)


καταπονώ

καταπονώ Koine-Griechisch καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatiguer)


καταπράυνση

καταπράυνση Koine-Griechisch καταπραΰνσις



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback