Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischθεομηνία Koine-Griechisch θεός + μῆνις (οργή του θεού)
θεοσοφία (entlehnt aus) englisch theosophy Koine-Griechisch θεοσοφία altgriechisch θεός + σοφία
θεοσοφισμός (entlehnt aus) englisch theosophism theosophy Koine-Griechisch θεοσοφία altgriechisch θεός + σοφία
θεόσοφος Koine-Griechisch θεόσοφος altgriechisch θεός + σοφός
θεότητα Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός proto-griechisch *tʰehós proto-indogermanisch *dʰéh₁s *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s
θεοτικός mittelgriechisch θεοτικός Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός
θεριακλής türkisch tiryaki persisch تریاکی (tiryākī, οπιομανής) تریاك (tiryāk, όπιο) Koine-Griechisch θηριακή, Femininum von θηριακός θηρίον (αντιδάνειο) + -λής[1][2]
θερμαντήρας Koine-Griechisch θερμαντήρ altgriechisch θερμαντός θερμαίνω θερμός ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)
θερμάστρα Koine-Griechisch θερμάστρα
θεσμοθέτηση Koine-Griechisch θεσμοθέτησις
θεσμοθετώ Koine-Griechisch θεσμοθετέω, -ῶ θεσμοθέτης θεσμός + τίθημι
θεωρείο, λόγια λέξη Koine-Griechisch θεωρεῖον
θηλασμός Koine-Griechisch altgriechisch θηλάζω
θηλυμανία θηλυμανής + -ία Koine-Griechisch θηλυμανής
θημωνιά Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁-
θημωνιάζω mittelgriechisch θημωνιάζω θημωνιά + -άζω Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-
θηριομαχία Koine-Griechisch θηριομαχία θηριομάχος
θηριοτροφείο Koine-Griechisch θηριοτροφεῖον altgriechisch θηρίον + τρέφω
θησαυροφυλάκιο Koine-Griechisch θησαυροφυλάκιον altgriechisch θησαυρός + φυλάσσω
θλιπτικός Koine-Griechisch θλιπτικός
θράκα αθράκα αθράκι Koine-Griechisch ἀνθράκιον altgriechisch ἄνθραξ
θρεφτάρι Koine-Griechisch θρεπτάριον altgriechisch τρέφω (με ανομοίωση)
θρέψη Koine-Griechisch θρέψις altgriechisch τρέφω
θρηνολογία mittelgriechisch θρηνολογία Koine-Griechisch θρηνολογέω
θριαμβευτής Koine-Griechisch θριαμβευτής θριαμβεύω θρίαμβος ((Lehnübersetzung) lateinisch triumphator)
θρίαμβος (λόγιο) Koine-Griechisch θρίαμβος (αρχική σημασία: ύμνος στο θεό Διόνυσο)[1]
θρονί mittelgriechisch θρονί(ν) θρονίον Koine-Griechisch θρόνιον altgriechisch θρόνος
θρούμπα mittelgriechisch δρούπα Koine-Griechisch δρύππα altgriechisch δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)
θύλακας Koine-Griechisch θύλαξ altgriechisch θύλακος
θυμελικός Koine-Griechisch θυμελικός altgriechisch θυμέλη
θύμος Koine-Griechisch θύμος
θύτης Koine-Griechisch θύτης altgriechisch θύω
θωμισμός entlehnt aus thomisme Thomas (Thomas d’Aquin) Koine-Griechisch Θωμᾶς + -ισμός [1]
θωράκιο Koine-Griechisch θωράκιον altgriechisch θώραξ
ιαματικός Koine-Griechisch ἰαματικός
ιβίσκος Koine-Griechisch ἱβίσκος
ιδανικεύω ιδανικό + -εύω ιδανικός Koine-Griechisch ἰδανικός altgriechisch ἰδέα ἰδεῖν εἶδον εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) ((Lehnübersetzung) französisch idéaliser)
ιδικός Koine-Griechisch ἰδικός altgriechisch ἴδιος
ιδιοποιούμαι Koine-Griechisch ἰδιοποιοῦμαι ἴδιος +ποιέομαι, -οῦμαι
ιδιορρυθμία Koine-Griechisch ἰδιορρυθμία
ιδιοσυγκρασία Koine-Griechisch ἰδιοσυγκρασία
ιδιοσυστασία Koine-Griechisch ἰδιοσυστασία altgriechisch ἴδιος + συστασία / σύστασις συνίστημι σύν + ἵστημι
ιδιοτροπία Koine-Griechisch ἰδιοτροπία
ιερακοτρόφος Koine-Griechisch ἱερακοτρόφος altgriechisch ἱέραξ + τρέφω -τρόφος
ιεραρχία Koine-Griechisch ἱεραρχία (2, 3: (Lehnbedeutung) französisch hiérarchie mittellateinisch hierarchia Koine-Griechisch ἱεραρχία)
ιερατείο Koine-Griechisch ἱερατεῖον
ιεροδιδάσκαλος (λόγιο) Koine-Griechisch ἱεροδιδάσκαλος (για τον ποντίφικα της Ρώμης).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διδάσκαλος
ιερολογία (λόγιο) Koine-Griechisch ἱερολογία (ομιλία για ιερά θέματα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -λογία
ιερομάντης (λόγιο) Koine-Griechisch ἱερομάντης[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + μάντης
ιερομάρτυρας Koine-Griechisch ἱερομάρτυς ἱερός + μάρτυς
ιεροσκόπος (λόγιο) Koine-Griechisch ἱεροσκόπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -σκόπος
ιερουργώ Koine-Griechisch ἱερουργῶ
ιεροψάλτης Koine-Griechisch ἱεροψάλτης ἱερός + -ο- + ψάλτης
ιερωμένος Koine-Griechisch ἱερωμένος altgriechisch ἱερόω / ἱερῶ ἱερός indoeuropäisch (Wurzel) *ish₂ros
ίζημα Koine-Griechisch ἵζημα ἱζάνω ἵζω indoeuropäisch (Wurzel) *sisdō / *sizdō *sed- (κάθομαι) (2. (Lehnbedeutung) französisch sédiment)
ικανοποίηση ικανοποιώ + -ση Koine-Griechisch ἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ altgriechisch ἱκανός ( ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ
ικανοποιώ Koine-Griechisch ἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ altgriechisch ἱκανός ( ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ
ικρίωμα Koine-Griechisch ἰκρίωμα ἰκριόω / ἰκριῶ altgriechisch ἴκρια
ιλαρότητα Koine-Griechisch ἱλαρότης altgriechisch ἱλαρός
ιλαροτραγωδία Koine-Griechisch ἱλαροτραγωδία
ίλαρχος Koine-Griechisch ἴλαρχος
ίλη Koine-Griechisch ἴλη
ιματιοθήκη Koine-Griechisch ἱματιοθήκη altgriechisch ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα ἕννυμι *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes-: ντύνω) + θήκη ( τίθημι)
ιματιοφυλάκιο Koine-Griechisch ἱματιοφυλάκιον altgriechisch ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα ἕννυμι *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes-: ντύνω) + φυλάκιον ( φυλάττω)
ίνδαλμα Koine-Griechisch ἴνδαλμα ?
ιππάριο Koine-Griechisch ἱππάριον altgriechisch ἵππος (2. (Lehnbedeutung) neulateinisch hipparion)
ιπποδρόμιο Koine-Griechisch ἱπποδρόμιον, Maskulinum von ἱπποδρόμιος
ιπποπόταμος Koine-Griechisch ἱπποπόταμος altgriechisch ἵππος + ποταμός
ιπποτροφείο Koine-Griechisch ἱπποτροφεῖον / ἱπποτρόφιον altgriechisch ἵππος + τρέφω
ισαπόστολος Koine-Griechisch ἰσαπόστολος. Συγχρονικά αναλύεται σε ισ- + απόστολος
ισόκωλο (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσόκωλον, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: altgriechisch ἰσόκωλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + κώλο(ν)
ισοπεδώνω όψιμη Koine-Griechisch ἰσοπεδῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοπεδόω[1] + -ώνω altgriechisch ἰσόπεδος[2] Wort verwendet ab 1856 [3]
ισοσταθμίζω Koine-Griechisch ἰσοσταθμέω / ἰσοσταθμῶ ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής altgriechisch ἴσος + στάθμη ((Lehnübersetzung) französisch équilibrer, balancer)
ισοτιμία Koine-Griechisch ἰσοτιμία ἴσος + τιμή
ιστιοδρομία Koine-Griechisch ἱστιοδρομ(έω, -ῶ) + -ία. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστί(ο) + -ο- + -δρομία
ιστόρημα Koine-Griechisch ἱστόρημα
ιστοριογράφος Koine-Griechisch ἱστοριογράφος[1] ἱστορία + γράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστορί(α) + -ο- + -γράφος
ισχουρία Koine-Griechisch ἰσχουρία
ισχυροποίηση Koine-Griechisch ἰσχυροποίησις
ισχυροποιώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσχυροποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσχυροποιέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ισχυρ(ός) + -ο- + -ποιώ
ιχθυοπωλείο Koine-Griechisch ἰχθυοπωλεῖον / ἰχθυοπώλιον ἰχθύς + πωλέω
ιχθυοπώλης Koine-Griechisch ἰχθυοπώλης altgriechisch ἰχθύς + πωλέω
ιχθυοτροφείο Koine-Griechisch ἰχθυοτροφεῖον altgriechisch ἰχθύς + τρέφω
ιχθυοτροφία ιχθυοτρόφος + -ία Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος altgriechisch ἰχθύς + τρέφω
ιχθυοτρόφος Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος ἰχθύς + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιχθυο- + -τρόφος
ιχνηλασία Koine-Griechisch ἰχνηλασία ἴχνος + ἐλαύνω
ιχνηλάτης Koine-Griechisch ἰχνηλάτης ἴχνος + ἐλαύνω
ιχνηλατώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἰχνηλατῶ, συνηρημένος τύπος του ἰχνηλατέω. Δείτε ἰχνηλάτης
ιωβηλαίο Koine-Griechisch ἰωβηλαῖον (ἔτος) ἰωβηλαῖος ἰώβηλος hebräisch יובל (yovél) (: κέρατο κριαριού που χρησιμοποιούνταν σαν σάλπιγγα κάθε 50 χρόνια)
κάβουρας mittelgriechisch κάβουρας *κάβουρος *κάβαρος Koine-Griechisch κάραβος[1]
καθαγιάζω Koine-Griechisch
καθαιρώ Koine-Griechisch καθαιρέω, -ῶ
καθαρίζω Koine-Griechisch καθαρίζω altgriechisch καθαρός + -ίζω
καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός
καθελκυσμός Koine-Griechisch καθελκυσμός altgriechisch καθέλκω
καθετήρας Koine-Griechisch καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι
καθετηριάζω Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι
καθετηρίαση καθετηριάζω + -ση Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι
καθετηριασμός Koine-Griechisch καθετηρισμός καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι
καθηγητής Koine-Griechisch καθηγητής καθηγέομαι κατά (καθ-) + ἡγέομαι (οδηγώ, προηγούμαι και δείχνω το δρόμο)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.