Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischευλογητός Koine-Griechisch εὐλογητός altgriechisch εὐλογέω
ευλογία Koine-Griechisch εὐλογία (παρόμοια σημασία) altgriechisch εὐλογία (καλός λόγος, έπαινος) εὖ + λέγω
ευμάλακτος Koine-Griechisch εὐμάλακτος altgriechisch εὖ + μαλάσσω
ευνόητος Koine-Griechisch εὐνόητος altgriechisch εὖ + νοητός νόος / νοῦς
ευνοήτως mittelgriechisch ευνοήτως Koine-Griechisch εὐνόητος
ευνουχίζω Koine-Griechisch εὐνουχίζω
ευπιστία Koine-Griechisch εὐπιστία altgriechisch εὔπιστος εὖ + πίστις
ευπρεπίζω mittelgriechisch ευπρεπίζω Koine-Griechisch εὐπρεπίζομαι altgriechisch εὐπρεπής εὖ + πρέπω
ευπρόσδεκτος (λόγιο) Koine-Griechisch εὐπρόσδεκτος altgriechisch εὖ + προσδέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + προσ- + δεκτός
ευρεσιτεχνία Koine-Griechisch εὑρεσίτεχνος + -ία
ευσπλαγχνίζομαι Koine-Griechisch εὐσπλαγχνίζομαι
ευσπλαγχνικά ευσπλαγχνικός + -ά mittelgriechisch ευσπλαγχνικός Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον
ευσπλαγχνικός mittelgriechisch ευσπλαγχνικός Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον
εύσπλαγχνος Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον
ευσπλαχνίζομαι ευσπλαγχνίζομαι Koine-Griechisch εὐσπλαγχνίζομαι
ευστόμαχος Koine-Griechisch εὐστόμαχος altgriechisch εὖ + στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
ευστοχώ Koine-Griechisch εὐστοχέω / εὐστοχῶ altgriechisch εὔστοχος
ευστροφία Koine-Griechisch εὐστροφία altgriechisch εὔστροφος
ευσυνειδησία (λόγιο) Koine-Griechisch εὐσυνειδησία (καθαρή συνείδηση) εὖ + συνείδησις
ευσυνείδητος Koine-Griechisch εὐσυνείδητος ((Lehnbedeutung) französisch consciencieux)
ευφημισμός Koine-Griechisch εὐφημισμός
ευφράδεια Koine-Griechisch εὐφράδεια altgriechisch εὐφραδής εὖ + φράζω
ευφραντικός Koine-Griechisch εὐφραντικός
ευφρόσυνος Koine-Griechisch εὐφρόσυνος altgriechisch εὔφρων φρήν
ευχαριστήριος (Katharevousa) εὐχαριστήριος Koine-Griechisch με τη σημερινή έννοια
ευχαριστώ Koine-Griechisch εὐχαριστέω / εὐχαριστῶ altgriechisch εὐχάριστος εὖ + χάρις
ευχέρεια Koine-Griechisch εὐχέρεια εὐχερής
ευχέτης Koine-Griechisch εὐχέτης altgriechisch εὐχετάομαι / εὐχετῶμαι, επικός τύπος του εὔχομαι εὐχή
εφεδρεία Koine-Griechisch ἐφεδρεία altgriechisch ἐφεδρεία ( ἐφεδρεύω ἔφεδρος ἐπι- + ἕδρα)
εφελκίδα Katharevousa εφελκίς Koine-Griechisch ἐφελκίς ἐπί + ἕλκος proto-indogermanisch *selk-
εφετινός Koine-Griechisch ἐφετινός
εφέτος Koine-Griechisch ἐφέτος ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν)
εφεύρεση Koine-Griechisch ἐφεύρεσις ἐπι- + εὕρεσις
εφήβαιο Koine-Griechisch ἐφήβαιον ἐπί + ἥβη
εφηβεία Koine-Griechisch ἐφηβεία altgriechisch ἔφηβος ἐπί + ἥβη
εφημερεύω Koine-Griechisch ἐφημερεύω altgriechisch ἐφήμερος ἐπί + ἡμέρα
εφημερία Koine-Griechisch ἐφημερία ἐπί + ἡμέρα
εφημερίδα αιτιατική -ίδα von Koine-Griechisch ἐφημερίς (στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο) ἐπί + ἡμέρα, (Lehnbedeutung) französisch journal[1]
εφησυχάζω Koine-Griechisch ἐφησυχάζω
εφίδρωση Koine-Griechisch ἐφίδρωσις ἐφιδρόω / ἐφιδρῶ ἐπί + ἱδρόω / ἱδρῶ ἱδρώς
εφίππιο Koine-Griechisch ἐφίππιον altgriechisch ἐφίππιος ἵππος
εφοδιασμός Koine-Griechisch ἐφοδιασμός
εφόσον Koine-Griechisch, ἐφ' ὅσον
εχεμύθεια Koine-Griechisch ἐχεμυθία + -εια (το -εια τίθεται λανθασμένα) ἔχω + μῦθος
ζαφείρι mittelgriechisch ζαφείρι(ν) ζάφειρος Koine-Griechisch σάπφειρος σημιτική
ζάχαρη mittelgriechisch ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) proto-indogermanisch *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)
ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) indoeuropäisch (Wurzel) *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)
ζαχαρομύκητας (entlehnt aus) englisch saccharo- + myces Koine-Griechisch σάκχαρον + μύκης
ζείδωρος Koine-Griechisch ζείδωρος altgriechisch ζείδωρος
ζέστη mittelgriechisch ζέστη Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω
ζεστός Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω
ζέχνω mittelgriechisch ζένω Koine-Griechisch ὤζεσα, αόριστος του altgriechisch ὄζω
ζιζάνιο Koine-Griechisch
ζούδι mittelgriechisch ζούδιον Koine-Griechisch ζῴδιον
ζοχάδα mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω
ζοχαδιάζω ζοχάδα + -ιάζω mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω
ζυγιάζω Koine-Griechisch ζυγιάζω altgriechisch ζυγός indoeuropäisch (Wurzel) *yugóm (ζυγός) *yewg- (ενώνω, ζεύω)
ζυγώνω Koine-Griechisch altgriechisch ζυγῶ
ζύθος Koine-Griechisch ζῦθος (μπύρα αιγυπτιακή με κριθάρι και ίσως ζῦτος η μπύρα των βόρειων λαών) ζέω (θερμαίνω, βράζω)
ζυμώνω Koine-Griechisch ζυμόω / ζυμῶ ζέω proto-indogermanisch *yes- (βράζω, αφρίζω)
ζωηρότητα: λόγια λέξη Katharevousa ζωηρότης Koine-Griechisch ζωηρός
ζωηφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ζωηφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ζωή + -φόρος.
ζωοδότης Koine-Griechisch ζωή + -δότης ( δίδωμι)
ζωοποιός Koine-Griechisch ζωοποιός ζωή + -ποιός ( ποιῶ
ζωοποιώ Koine-Griechisch ζωοποιέω
ζωοτροφείο Koine-Griechisch ζῳοτροφεῖον altgriechisch ζῷον + τρέφω
ζωοφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ζῳοφόρος (πίναξ) (που παριστάνει ζώα)[1] -ζῳοφόρος (που παρέχει ζωή)-. siehe auch ζωφόρος
ζωτικότητα Katharevousa ζωτικότης, λόγια λέξη von Koine-Griechisch ζωτικός
ζωύφιο Koine-Griechisch ζῳύφιον
ηγεσία Koine-Griechisch ἡγεσία ἡγέομαι/ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-
ηγουμένη mittelgriechisch ἡγουμένη Koine-Griechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι
ηθική Koine-Griechisch ἠθική altgriechisch ἠθικός ἦθος
ηθογραφώ Koine-Griechisch ἠθογραφέω, -ῶ
ηθολογία Koine-Griechisch ἠθολογία (Lehnbedeutung) französisch éthologie)
ηθολόγος Koine-Griechisch ἠθολογία, (Lehnbedeutung) französisch éthologue ήθ(ος) + -ο- + -λόγος
ηθοποιία Koine-Griechisch ἠθοποιία altgriechisch ἠθοποιός
ηλιακός (λόγιο) Koine-Griechisch ἡλιακός ἥλιος
ηλίαση Koine-Griechisch ἡλίασις
ηλιθιώδης Koine-Griechisch ἠλιθιώδης altgriechisch ἠλίθιος ἤλιθα
ηλιόμορφος Koine-Griechisch ἡλιόμορφος
ημερονύκτιο Koine-Griechisch ἡμερονύκτιον
ημίγυμνος Koine-Griechisch ἡμίγυμνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ημί- + γυμνός
ημικρανία Koine-Griechisch ἡμικρανία
ηπατικός Koine-Griechisch ἡπατικός
ηπιότητα Katharevousa ηπιότης Koine-Griechisch ἠπιότης ἤπιος + -ότης (>-ότητα)
ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος
θα mittelgriechisch θα θένα θέλει ἵνα Koine-Griechisch θέλω ἵνα
θαλαμηγός Koine-Griechisch
θαλαμηπόλος Koine-Griechisch ὁ θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), altgriechisch ἡ θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1] θάλαμος + πέλω
θαλασσοκρατία (λόγιο) Koine-Griechisch θαλασσοκρατία[1] altgriechisch θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία
θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα
θαυμασμός Koine-Griechisch θαυμασμός altgriechisch θαυμάζω θαῦμα θάομαι
θαυματουργία Koine-Griechisch θαυματουργός altgriechisch θαῦμα + ἔργον
θέαση Koine-Griechisch θέασις altgriechisch θεάομαι / θεῶμαι θέα
θεατρώνης Koine-Griechisch θέατρον και ὠνέομαι
θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον
θειαφιστήρι θειαφίζω + -τήρι θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον
θεογνωσία Koine-Griechisch θεογνωσία θεο- + -γνωσία
θεοκρατία Koine-Griechisch θεοκρατία altgriechisch θεός + κρατέω / κρατῶ
θεολογείο Koine-Griechisch θεολογεῖον
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.