Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



επικατάρατος

επικατάρατος (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπικατάρατος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + κατάρατος


επίκεντρο

επίκεντρο Koine-Griechisch ἐπίκεντρον, Maskulinum von ἐπίκεντρος ἐπί + altgriechisch κέντρον κεντέω / κεντῶ (2. (Lehnbedeutung) französisch épicentre· 3. (Lehnbedeutung) englisch epicenter)


επικέντρωση

επικέντρωση Koine-Griechisch ἐπικέντρωσις


επικονίαση

επικονίαση ἐπικονίασις Koine-Griechisch ἐπικονιάω/ἐπικονιῶ ἐπί + κονία κόνις das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1890 von Κωνσταντίνο Μητσόπουλο (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 396)


επικρουστήρας

επικρουστήρας Koine-Griechisch ἐπικρουστήριον altgriechisch ἐπικρούω


επιλαρχία

επιλαρχία Koine-Griechisch ἐπιλαρχία


επιλογή

επιλογή Koine-Griechisch ἐπιλογή


επιμελητεία

επιμελητεία Koine-Griechisch ἐπιμελητεία ((Lehnbedeutung) französisch intendance)


επιμερίζω

επιμερίζω Koine-Griechisch ἐπιμερίζω ἐπί + altgriechisch μερίζω μέρος


επιμερισμός

επιμερισμός Koine-Griechisch ἐπιμερισμός


επιμηκύνω

επιμηκύνω Koine-Griechisch ἐπιμηκύνω


επίμονος

επίμονος Koine-Griechisch ἐπίμονος altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


επινόηση

επινόηση Koine-Griechisch ἐπινόησις altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ


επινοητής

επινοητής Koine-Griechisch ἐπινοητής


επίπαγος

επίπαγος (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπίπαγος (πετρωμένη κρούστα) ἐπί + πάγος θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι


επίπλαστος

επίπλαστος Koine-Griechisch ἐπίπλαστος ἐπί + altgriechisch πλαστός πλάθω


επιπλοκή

επιπλοκή Koine-Griechisch ἐπιπλοκή altgriechisch ἐπιπλέκω ἐπί + πλέκω ((Lehnübersetzung) französisch complication)


επίπτωση

επίπτωση Koine-Griechisch ἐπίπτωσις altgriechisch ἐπιπίπτω ἐπί + πίπτω ((Lehnbedeutung) französisch incidence)


επιρρεπής

επιρρεπής Koine-Griechisch ἐπιρρεπής altgriechisch ἐπιρρέπω ἐπι- + ῤέπω


επισημότητα

επισημότητα Koine-Griechisch ἐπισημότης


επισκίαση

επισκίαση Koine-Griechisch ἐπισκίασις ((Lehnbedeutung) englisch overshadowing)


επισκοπεία

επισκοπεία Koine-Griechisch ἐπισκοπεία


επισκοπή

επισκοπή Koine-Griechisch ἐπισκοπή


επιστήθιος

επιστήθιος Koine-Griechisch ἐπιστήθιος ἐπί + στῆθος


επιστημοσύνη

επιστημοσύνη Koine-Griechisch ἐπιστημοσύνη ("ικανότητα")[1] ἐπιστήμη + -οσύνη


επιστολογράφος

επιστολογράφος Koine-Griechisch ἐπιστολογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε επιστολ(ή) + -ο- + -γράφος


επιστόμιο

επιστόμιο Koine-Griechisch ἐπιστόμιον


επιστύλιο

επιστύλιο Koine-Griechisch ἐπιστύλιον ἐπί + στῦλος


επισφραγίζω

επισφραγίζω Koine-Griechisch ἐπισφραγίζω


επιταγή

επιταγή Koine-Griechisch ἐπιταγή altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω (2.(Lehnbedeutung) französisch mandat)


επίταξη

επίταξη Koine-Griechisch ἐπίταξις altgriechisch ἐπίταξις ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω ((Lehnbedeutung) γαλλικά requisition)


επίτευξη

επίτευξη Koine-Griechisch ἐπίτευξις ("επιτυχία στόχου"). Μορφολογικά, ἐπί + τεῦξις


επιτηρητής

επιτηρητής (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπιτηρητής (επιστάτης φόρων)[1].


επιτηρώ

επιτηρώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπιτηρῶ, συνηρημένου τύπου του ἐπιτηρέω Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + τηρώ


επίτομος

επίτομος Koine-Griechisch ἐπίτομος altgriechisch ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επιτόπου

επιτόπου Koine-Griechisch ἐπί τόπου ((Lehnbedeutung) französisch sur place)


επιτραπέζιος

επιτραπέζιος Koine-Griechisch ἐπιτραπέζιος (=πάνω σε τραπέζι)( (Lehnbedeutung) γαλλικά de table)


επιτραχήλιο

επιτραχήλιο Koine-Griechisch ἐπιτραχήλιον, Maskulinum von ἐπιτραχήλιος ἐπί + altgriechisch τράχηλος


επιφοίτηση

επιφοίτηση Koine-Griechisch ἐπιφοίτησις altgriechisch ἐπιφοιτάω / ἐπιφοιτῶ ἐπί + φοιτάω / φοιτῶ


επιφυλακή

επιφυλακή Koine-Griechisch ἐπιφύλαξ + -ή altgriechisch ἐπιφυλάσσω ἐπί + φυλάσσω proto-griechisch *pʰuláťťō


επιφυλλίδα

επιφυλλίδα Koine-Griechisch ἐπιφυλλίς ((Lehnbedeutung) französisch feuilleton)


επιχορηγώ

επιχορηγώ Koine-Griechisch ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ ἐπί + altgriechisch χορηγέω / χορηγῶ χορός + ἄγω


επίχριση

επίχριση Koine-Griechisch ἐπίχρισις ἐπιχρίω χρίω


επίχρισμα

επίχρισμα Koine-Griechisch ἐπίχρισμα χρῖσμα χρίω


επίχωση

επίχωση Koine-Griechisch ἐπίχωσις + -ση altgriechisch ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω χώννυμι / χωννύω χόω


επιψήφιση

επιψήφιση επιψηφί(ζω) + -ση, Διαφορετικής σημασίας η Koine-Griechisch ἐπιψήφισις (ακριβής μέτρηση)[1]


εποικίζω

εποικίζω Koine-Griechisch ἐποικίζω


εποίκιση

εποίκιση Koine-Griechisch ἐποίκισις ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποικισμός

εποικισμός Koine-Griechisch ἐποικισμός ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποικοδομή

εποικοδομή Koine-Griechisch ἐποικοδομή


εποικοδόμημα

εποικοδόμημα Koine-Griechisch ἐποικοδόμημα altgriechisch ἐποικοδομέω ((Lehnbedeutung) französisch superstructure)


εποφθαλμιώ

εποφθαλμιώ Koine-Griechisch ἐποφθαλμιάω - ἐποφθαλμιῶ


επωμίζομαι

επωμίζομαι Koine-Griechisch ἐπωμίζομαι altgriechisch ἐπι- + -ωμίζομαι ὦμος


επώνυμο

επώνυμο (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπώνυμον, substantiviertes Neutrum altgriechisch ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. siehe auch όνομα


επωφελούμαι

επωφελούμαι Koine-Griechisch ἐπωφελοῦμαι altgriechisch ἐπωφελέω / ἐπωφελῶ ((Lehnbedeutung) französisch profiter)


έρανος

έρανος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔρανος (δημόσιες συνεισφορές) altgriechisch ἔρᾰνος


εργαλειοθήκη

εργαλειοθήκη Koine-Griechisch ἐργαλειοθήκη.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εργαλεί(ο) + {{πρόσφ|-ο-|-θήκη]]


εργοδοσία

εργοδοσία Koine-Griechisch ἐργοδοσία altgriechisch ἐργοδότης ἔργον + δίδωμι


εργόχειρο

εργόχειρο mittelgriechisch εργόχειρο Koine-Griechisch ἐργόχειρον altgriechisch ἔργον + χείρ


ερέα

ερέα Koine-Griechisch altgriechisch εἶρος (ἔριον, μαλλί)


ερειπιώνας

ερειπιώνας Koine-Griechisch ἐρειπιών altgriechisch ἐρείπιον ἐρείπω


ερείπωση

ερείπωση mittelgriechisch ἐρείπωσις Koine-Griechisch ἐρειπόω / ἐρειπῶ


ερημητήριο

ερημητήριο Katharevousa ερημητήριον ερημίτης[1] + -τήριον ((Lehnübersetzung) französisch ermitage ermite λατινικά eremita Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἔρημος)


ερημικός

ερημικός Koine-Griechisch ἐρημικός


ερημίτης

ερημίτης Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἐρῆμος / ἔρημος ((Lehnübersetzung) französisch ermite)


ερήμωση

ερήμωση Koine-Griechisch ἐρήμωσις altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


ερίφι

ερίφι mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερίφιο

ερίφιο mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερμητισμός

ερμητισμός (entlehnt aus) französisch hermétisme hermétique Koine-Griechisch ἑρμητής altgriechisch Ἑρμῆς


ερπύστρια

ερπύστρια Koine-Griechisch, ἑρπυστήρ (Maskulinum), (ζώο, έντομο κτλ. που έρπει) + επίθημα -τρια


ερωτιδέας

ερωτιδέας Koine-Griechisch ἐρωτιδεύς altgriechisch ἔρως


εσοδεία

εσοδεία mittelgriechisch ἐσοδεία Koine-Griechisch *ἐσοδεία εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


εσοδιάζω

εσοδιάζω mittelgriechisch εσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


έσοδο

έσοδο Koine-Griechisch εἴσοδος / ἔσοδος (παρόμοια σημασία) altgriechisch εἴσοδος / ἔσοδος εἰς + ὁδός


εσπερίδα

εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)


εστέτ

εστέτ (entlehnt aus) französisch esthète Koine-Griechisch αἰσθητής


εσχατόγερος

εσχατόγερος Koine-Griechisch ἐσχατόγηρος / ἐσχατόγηρως / ἐσχατογέρων altgriechisch ἔσχατος + γῆρας


εταιρικός

εταιρικός Koine-Griechisch ἑταιρικός(2,3) altgriechisch ἑταιρικός(1) ἑταιρία / ἑταιρεία


ετεροίωση

ετεροίωση λόγιο Koine-Griechisch ἑτεροίω(σις) + -ση ἑτεροιόω, ἑτεροιῶ αλλάζω, μεταβάλλομαι (δείτε και (ἑτεροποιός - (Lehnbedeutung) französisch alternance[1]


ετεροπροσωπία

ετεροπροσωπία Koine-Griechisch ἑτεροπρόσωπος + -ία


ετησίως

ετησίως Koine-Griechisch ἐτησίως altgriechisch ἐτήσιος


ετοιμόγεννος

ετοιμόγεννος Koine-Griechisch ἑτοιμόγεννος[1] ή mittelgriechisch[2] Συγχρονικά αναλύεται σε ετοιμο- + -γεννος


ετυμηγορία

ετυμηγορία Koine-Griechisch ἐτυμηγορία ἔτυμος + ἀγορεύω (το να λέει κάποιος δημόσια τι είναι αλήθεια)


ετυμολογία

ετυμολογία (λόγιο) Koine-Griechisch ἐτυμολογία ἔτυμος (αληθινός) + λέγω, (Lehnbedeutung) französisch étymologie λατινικά etymologia Koine-Griechisch ἐτυμολογία[1]


ετυμολόγος

ετυμολόγος Koine-Griechisch ἐτυμολόγος altgriechisch ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ ἔτυμ(ος) + -ο- + -λόγος


ευαγγέλιο

ευαγγέλιο Koine-Griechisch εὐαγγέλιον εύ = άγγελος + -ιον


ευαγγελιστής

ευαγγελιστής Koine-Griechisch εὐαγγελιστής (3. (Lehnbedeutung) englisch evangelistic)


ευάερος

ευάερος Koine-Griechisch εὐάερος


ευάρεστος

ευάρεστος Koine-Griechisch εὐάρεστος altgriechisch εὖ + ἀρέσκω


ευαρεστούμαι

ευαρεστούμαι Koine-Griechisch εὐαρεστέομαι, Passiv von εὐαρεστές εὐάρεστος altgriechisch εὖ + ἀρέσκω


ευδιαθεσία

ευδιαθεσία ευδιάθετος + -σία Koine-Griechisch εὐδιάθετος


ευδιάκριτος

ευδιάκριτος Koine-Griechisch εὐδιάκριτος


ευθηνός

ευθηνός Koine-Griechisch εὐθηνός


ευθιξία

ευθιξία Koine-Griechisch εὐθιξία


ευθυβολία

ευθυβολία Koine-Griechisch εὐθυβολία εὐθύβολος altgriechisch εὐθύς + βάλλω


ευθύνη

ευθύνη Koine-Griechisch εὐθύνη altgriechisch εὔθυνα (Genitiv: εὐθύνης) ((Lehnbedeutung) französisch responsabilité)


ευκινησία

ευκινησία Koine-Griechisch εὐκινησία


ευκτική

ευκτική Koine-Griechisch εὐκτική εὔχομαι


ευλόγηση

ευλόγηση Koine-Griechisch εὐλόγησις


ευλογητάριο

ευλογητάριο mittelgriechisch εὐλογητάριον Koine-Griechisch εὐλογητός altgriechisch εὐλογέω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback