Griechische Wörter mit Katharevousa-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



βάσει

βάσει Katharevousa βάσει altgriechisch βάσει, δοτική του βάσις βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch sur la base de)


βιαιότητα

βιαιότητα Katharevousa βιαιότης altgriechisch βιαιότης βίαιος βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


βόρακας

βόρακας Katharevousa βόραξ französisch borax mittellateinisch baurach arabisch بَوْرَق ‎(bawraq) μέση persisch *būrag (persisch بوره)


γαιάνθρακας

γαιάνθρακας Katharevousa γαιάνθραξ γαι- + άνθραξ ((Lehnübersetzung) französisch charbon de terre)


γελοιοποίηση

γελοιοποίηση (Katharevousa) γελοιοποίησις


γελώ

γελώ (Katharevousa) γελῶ mittelgriechisch γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ πιθανόν να σχετίζεται με indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γερούνδιο

γερούνδιο Katharevousa γερούνδιον lateinisch gerundium


γευστικότητα

γευστικότητα (Katharevousa) γευστικότης


γεωτρύπανο

γεωτρύπανο (Katharevousa) γεωτρύπανον γῆ και τρύπανον


γήρανση

γήρανση Katharevousa γήρανσις altgriechisch γήρανσις γῆρας


γλαφυρότητα

γλαφυρότητα Katharevousa γλαφυρότης γλαφυρός + -ότης / ότητα


γλεντοκοπώ

γλεντοκοπώ Katharevousa γλεντοκοπῶ γλεντῶ ( türkisch eğlenmek) + -κοπώ ( κόπτω)


γνησιότητα

γνησιότητα (Katharevousa) γνησιότης altgriechisch γνησιότης γνήσιος


γόμωση

γόμωση (Katharevousa) γόμωσις Koine-Griechisch γόμωσις γομόω-γομῶ (φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω χώρο με φορτίο)


δάκρυ

δάκρυ altgriechisch δάκρυ· οι άλλες πτώσεις von δάκρυο (δάκρυον in Katharevousa) mittelgriechisch δάκρυο και δάκρυον altgriechisch δάκρυον


δημοσιότητα

δημοσιότητα Katharevousa δημοσιότης δημόσιος + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch publicité)


διακοίνωση

διακοίνωση Katharevousa διακοίνωσις διακοινώνω + -σις ((Lehnübersetzung) französisch communication και englisch note) das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1848


διδάκτορας

διδάκτορας Katharevousa διδάκτωρ διδάσκω + -τωρ


διερμηνέας

διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


εγκυρότητα

εγκυρότητα Katharevousa εγκυρότης έγκυρος + -ότης/-ότητα


εγκώμιο

εγκώμιο altgriechisch ἐγκώμιον, ομοίως Katharevousa ἐγκώμιον, (Maskulinum von επιθέτου ἐγκώμιος ἐν + κῶμος)


εγχείριση

εγχείριση Katharevousa εγχείρισις altgriechisch ἐγχειρίζω ἐν + χείρ


εθνόσημο

εθνόσημο Katharevousa εθνόσημον έθνος + -ο- + σήμα + -ο, (Lehnübersetzung) französisch cocarde


εις

εις Katharevousa εἰς (λόγιο) altgriechisch εἰς


εισαγωγέας

εισαγωγέας Katharevousa εισαγωγεύς Koine-Griechisch


εκατομμύριο

εκατομμύριο Katharevousa ἑκατομμύριον ἑκατόν + μύριοι, δηλαδή 100 επί 10.000


εκατοστόγραμμο

εκατοστόγραμμο (Katharevousa) εκατοστό- + -γραμμον (Lehnübersetzung) französisch centigramme


έκβαση

έκβαση Katharevousa έκβασις Koine-Griechisch ἔκβασις


εκδορέας

εκδορέας Katharevousa ἐκδορεύς ἐκδορά + -εύς Koine-Griechisch ἐκδορά altgriechisch ἐκδέρω δέρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-


εκδοροσφαγέας

εκδοροσφαγέας Katharevousa ἐκδοροσφαγεύς ἐκδορεύς ( εκδορά) + -ο- + σφαγεύς ( altgriechisch σφαγεύς)


εκκοκκιστήριο

εκκοκκιστήριο Katharevousa εκκοκκιστήριον εκκοκκίζω + -τήριον Koine-Griechisch ἐκκοκκίζω ἐκ + κόκκος


εκμετάλλευση

εκμετάλλευση ἐκμετάλλευσις in Katharevousa μέταλλο (Βγάλσιμο του μετάλλου von μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση)


εκπόνηση

εκπόνηση Katharevousa εκπόνησις εκπονώ


ελαιόδεντρο

ελαιόδεντρο Katharevousa ελαιόδενδρον ( ελαιο- + δένδρον) με προσαρμογή στη νέα ελληνική ως ελαιό- + δέντρο[1]


ελασματοποίηση

ελασματοποίηση Katharevousa ελασματοποίησις ελασματοποιώ + -σις έλασμα + -ο- + ποιώ ((Lehnübersetzung) französisch laminage)


έμβολο

έμβολο Katharevousa ἔμβολον altgriechisch ἔμβολον ἐμβάλλω


εμμηνόπαυση

εμμηνόπαυση, λόγια λέξη Katharevousa εμμηνόπαυσις ἔμμηνα + παύσις


εμποροπανήγυρη

εμποροπανήγυρη Katharevousa εμποροπανήγυρις έμπορος + -ο- + πανήγυρις


ενδοτικότητα

ενδοτικότητα Katharevousa ενδοτικότης ενδοτικ(ός) + -ότης[1] (Wort verwendet ab 1883) (ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει 1887[2], ενώ ο Στέφανος Κουμανούδης[3] 1890)


εντερίτιδα

εντερίτιδα Katharevousa ἐντερίτις (entlehnt aus) νεολατινικά enteritis altgriechisch ἔντερον


εξαΰλωση

εξαΰλωση Katharevousa εξαΰλωσις εξαϋλώνω + -σις άυλος Koine-Griechisch ἄϋλος altgriechisch ὕλη


εξοικείωση

εξοικείωση Katharevousa ἐξοικείωσις Koine-Griechisch ἐξοικείωσις («χειραφέτηση») altgriechisch ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ οἰκειόω / οἰκειῶ οἰκεῖος οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


επαγωγέας

επαγωγέας Katharevousa επαγωγεύς επαγωγή + -εύς ((Lehnübersetzung) französisch inducteur)


επανατοποθετώ

επανατοποθετώ λόγια λέξη της Katharevousaς ἐπανατοποθετῶ


επετηρίδα

επετηρίδα Katharevousa επετηρίς επι- + Koine-Griechisch ἐτηρίς altgriechisch ἐτήρ / ἔτος ((Lehnübersetzung) französisch annuaire)


επιβλητικότητα

επιβλητικότητα Katharevousa ἐπιβλητικ(ότης) + -ότητα επιβλητικ(ός)


επίθετο

επίθετο altgriechisch ἐπίθετον, Maskulinum von ἐπίθετος ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι), (Katharevousa: ἐπίθετον)


επιλογέας

επιλογέας Katharevousa επιλογεύς επιλογή + -εύς ((Lehnübersetzung) französisch sélecteur ή englisch selector / chooser)


επιχωμάτωση

επιχωμάτωση Katharevousa επιχωμάτωσις επιχωματώ(νω) + -σις (-ση)


ερεισίνωτο

ερεισίνωτο Katharevousa ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής altgriechisch ἐρείδω (υποστηρίζω) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)


ερημητήριο

ερημητήριο Katharevousa ερημητήριον ερημίτης[1] + -τήριον ((Lehnübersetzung) französisch ermitage ermite λατινικά eremita Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἔρημος)


έριδα

έριδα Katharevousa έρις altgriechisch ἔρις


εσπερίδα

εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)


ευχαριστήριος

ευχαριστήριος (Katharevousa) εὐχαριστήριος Koine-Griechisch με τη σημερινή έννοια


εφελκίδα

εφελκίδα Katharevousa εφελκίς Koine-Griechisch ἐφελκίς ἐπί + ἕλκος proto-indogermanisch *selk-


εφηλίδα

εφηλίδα Katharevousa εφηλίς altgriechisch ἐφηλίς ἐπί + ἧλος


ζαχαρότευτλο

ζαχαρότευτλο Katharevousa σακχαρότευτλον σάκχαρον + τεύτλο (Lehnübersetzung) deutsch Zuckerrübe


ζωηρότητα

ζωηρότητα: λόγια λέξη Katharevousa ζωηρότης Koine-Griechisch ζωηρός


ζωτικότητα

ζωτικότητα Katharevousa ζωτικότης, λόγια λέξη von Koine-Griechisch ζωτικός


ηθικότητα

ηθικότητα Katharevousa ηθικότης ηθικός + -ότης


ημερίδα

ημερίδα Katharevousa ημερίς ημέρα + -ίς ((Lehnbedeutung) französisch matinée)


ημικίονας

ημικίονας Katharevousa ημικίων ημι- + κίων


ηπιότητα

ηπιότητα Katharevousa ηπιότης Koine-Griechisch ἠπιότης ἤπιος + -ότης (>-ότητα)


ηφαίστειο

ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)


θαλερότητα

θαλερότητα Katharevousa θαλερότης altgriechisch θαλερός + -ότης/-ότητα


θύμηση

θύμηση θύμησις in Katharevousa mittelgriechisch θύμησις altgriechisch ἐνθύμησις ἐνθυμοῦμαι


ιδιαιτερότητα

ιδιαιτερότητα Katharevousa ιδιαιτερότης ιδιαίτερος + -ότης


ίωση

ίωση Katharevousa ίωσις απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου virosis


καθαρεύουσα

Katharevousa μετοχή ενεστώτα θηλυκού γένους του ρήματος καθαρεύω· επειδή ένας vonυς αρχικούς στόχους των καθαρολόγων μετά την Τουρκοκρατία ήταν η απαλλαγή της γλώσσας από ξένες γλωσσικές προσμείξεις


καθαρευουσιάνος

καθαρευουσιάνος Katharevousa


καθυπόταξη

καθυπόταξη Katharevousa καθυπόταξις καθυποτάσσω


καλώ

καλώ Katharevousa καλῶ altgriechisch καλέω / καλῶ proto-indogermanisch *kelh₁- *kl̥h₁- (καλώ)


καρβουναριό

καρβουναριό (Katharevousa) καρβωναρείον καρβωνάρης


κατάλυση

κατάλυση κατάλυσις in Katharevousa και mittelgriechisch και στην altgriechisch


καυστικότητα

καυστικότητα Katharevousa καυστικότης καυστικός + -ότης


κηροπήγιο

κηροπήγιο Katharevousa κηροπήγιον κηρός + πήγ- (altgriechisch πήγνυμι) + -ιον με κατάληξη της κοινής νεοελληνικής -ιο[1]


κλιμακούμαι

κλιμακούμαι λόγιο ρήμα της Katharevousaς altgriechisch κλῖμαξ


κολπίτιδα

κολπίτιδα κόλπος (Katharevousa) η κολπίτις, της κολπίτιδος


κοστολόγηση

κοστολόγηση Katharevousa κοστολόγησις κοστολογώ + -σις


κοχύλι

κοχύλι κογχύλιον in Katharevousa altgriechisch κογχύλιον


κροτίδα

κροτίδα Katharevousa κροτίς κρότος + -ίς/-ίδα


κυκλώνας

κυκλώνας Katharevousa κυκλών (entlehnt aus) englisch cyclone altgriechisch κυκλόω / κυκλῶ κύκλος


κυοφορώ

κυοφορώ (Katharevousa) κυοφορῶ altgriechisch κυοφορέω-κυοφορῶ κύος και φορέω (θαμιστικό του φέρω)


λαρυγγίτιδα

λαρυγγίτιδα Katharevousa λαρυγγίτις λάρυγξ + -ίτις


λέκτορας

λέκτορας Katharevousa λέκτωρ lateinisch lector ((Lehnbedeutung) englisch lecturer[1] ή (Lehnübersetzung) deutsch Lektor[2])


λεοπάρδαλη

λεοπάρδαλη Katharevousa λεοπάρδαλις Koine-Griechisch λεόπαρδος + altgriechisch πάρδαλις


μαγνητοσκόπηση

μαγνητοσκόπηση μαγνήτης + σκόπησις για να αποδοθεί τότε in Katharevousa η französisch λέξη magnétoscope (η συσκευή) που με τη σειρά της ειχε συντεθεί von αρχ. ελληνικό Μαγνῆτις και σκοπέω-σκοπῶ


μακαριά

μακαριά Katharevousa και mittelgriechisch μακαρία, ουσιστικοποιημένο Femininum von μακάριος altgriechisch μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)


μαλάκυνση

μαλάκυνση μαλάκυνσις λέξη της Katharevousaς von Koine-Griechisch (στην οποία σήμαινε παράλυση, εξασθένιση) zur Wiedergabe von französisch ramollissement


μάλαξη

μάλαξη Katharevousa μάλαξις Koine-Griechisch μάλαξις μαλάσσω


μαλθακότητα

μαλθακότητα μαλθακότης in Katharevousa altgriechisch μαλθακότης


μαρτύριο

μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία


μαστέλο

μαστέλο μαστέλλον in Katharevousa mastello (italienisch)


μεθόδευση

μεθόδευση μεθόδευσις, λέξη της Katharevousaς von επίσης λόγιο μεθοδεύομαι


μεθοδεύω

μεθοδεύω το ρήμα της Katharevousaς μεθοδεύομαι Koine-Griechisch μεθοδεύω


μειονότητα

μειονότητα Katharevousa μειονότης μείον + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch minorité) (Wort verwendet ab 1889)


μεταδοτικότητα

μεταδοτικότητα Katharevousa μεταδοτικότης μεταδοτικός + -ότης / -ότητα


μεταπώληση

μεταπώληση Katharevousa μεταπώλησις μεταπωλώ + -σις


μεταφορέας

μεταφορέας Katharevousa μεταφορεύς μεταφορά + -εύς


μηχανουργείο

μηχανουργείο μηχαν(ο) + Katharevousa -ουργεῖον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback