Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αλουσιά

αλουσιά mittelgriechisch αλουσιά altgriechisch ἀλουσία λούω


αλουργίδα

αλουργίδα altgriechisch ἁλουργίς


αλοτροπισμός

αλοτροπισμός altgriechisch ἅλς + τρόπος + -ισμός


αλοιφή

αλοιφή altgriechisch ἀλοιφή ἀλείφω


αλογόνο

αλογόνο (entlehnt aus) französisch halogène halo- ( altgriechisch ἅλς) +‎ -gène ( altgriechisch -γόνος γίγνομαι)


άλογο

άλογο Koine-Griechisch ἄλογον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἄλογος (altgriechisch ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία


αλμυρότητα

αλμυρότητα altgriechisch ἁλμυρότης ἁλμυρός ἅλμη ἅλς :proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)


αλμυρίκι

αλμυρίκι altgriechisch μυρίκη (με παρετυμολόγηση von αλμυρός)


αλμύρα

αλμύρα mittelgriechisch ἁλμύρα altgriechisch ἁλμυρός ἅλμη ἅλς indoeuropäisch (Wurzel) *séh₂l-, *séh₂ls.


άλμη

άλμη altgriechisch ἅλμη


αλμανάκ

αλμανάκ französisch almanach arabisch المناخ (āl-manāḫ) altgriechisch ἀλμενιχιακά (ημερολόγιο) (αντιδάνειο). Η συλλαβή -μαν- πιθανόν indoeuropäisch (Wurzel) *mens- (απ’ όπου και το altgriechisch μήν-μήνας) *me- (μετρώ)


άλμα

άλμα altgriechisch ἅλμα ἅλλομαι


άλλωστε

άλλωστε altgriechisch ἄλλως τε


άλλως

άλλως altgriechisch ἄλλως


αλλοφρονώ

αλλοφρονώ altgriechisch ἀλλοφρονῶ


αλλόφρονας

αλλόφρονας αλλόφρων altgriechisch ἀλλόφρων


αλλοτροπισμός

αλλοτροπισμός englisch allotropism altgriechisch ἄλλος + τρόπος (αντιδάνειο)


αλλοτροπία

αλλοτροπία (entlehnt aus) französisch allotropie altgriechisch ἄλλος + τρόπος


αλλοτριώνω

αλλοτριώνω altgriechisch ἀλλοτριόω - ἀλλοτριῶ


αλλότριος

αλλότριος altgriechisch ἀλλότριος ἄλλος


άλλος

άλλος altgriechisch ἄλλος proto-griechisch *áľľos proto-indogermanisch *h₂élyos *h₂el- (άλλος)


αλλοίωση

αλλοίωση altgriechisch ἀλλοίωσις


αλλοιώνω

αλλοιώνω altgriechisch ἀλλοιόω


αλλοίμονο

αλλοίμονο altgriechisch ἀλλά + οἴμοι


άλλοθι

άλλοθι altgriechisch ἄλλοθι


αλλοδοξία

αλλοδοξία αλλο- + -δοξία altgriechisch ἀλλοδοξία


αλλοδαπός

αλλοδαπός altgriechisch ἀλλοδαπός


αλλογαμία

αλλογαμία (entlehnt aus) französisch allogamie altgriechisch ἄλλος + γαμέω


αλληγορώ

αλληγορώ altgriechisch ἀλληγορέω/ ἀλληγορῶ ἄλλος + ἀγορά ἀγείρω


αλληγόρημα

αλληγόρημα αλληγορώ + -μα altgriechisch ἀλληγορέω


αλλεργία

αλλεργία (entlehnt aus) deutsch Allergie[1] altgriechisch ἄλλος + ἔργον


αλλάσσω

αλλάσσω altgriechisch ἀλλάσσω


αλλαντοπωλείο

αλλαντοπωλείο ἀλλαντοπωλεῖον in Katharevousa altgriechisch ἀλλαντοπώλης


αλλαντοποιία

αλλαντοποιία άλλαντα + -ο- + -ποιία altgriechisch ἀλλᾶς


αλλαντικό

αλλαντικό Maskulinum von επιθέτου αλλαντικός ως ουσ. άλλαντα + -ικό altgriechisch ἀλλᾶς


άλλαντα

άλλαντα altgriechisch ἀλλᾶντες, Mehrzahl von ἀλλᾶς


αλλάζω

αλλάζω altgriechisch ἀλλάσσω


αλλαγή

αλλαγή altgriechisch ἀλλαγή ἀλλάσσω


αλλά

αλλά altgriechisch ἀλλά


αλκυονίδες

αλκυονίδες altgriechisch ἀλκυονίδες ἀλκυών (ίσως επειδή πίστευαν ότι οι θεοί φροντίζουν να βελτιωθεί ο καιρός ώστε τα πτηνά αυτά να μπορέσουν να αναπαραχθούν στις φωλιές τους)


αλκυόνα

αλκυόνα altgriechisch ἀλκυών


Άλκης

Άλκης altgriechisch Ἀλκιβιάδης


αλκή

αλκή altgriechisch ἀλκή


αλιτήριος

αλιτήριος altgriechisch ἀλιτήριος


αλισφακιά

αλισφακιά mittelgriechisch αλισφακιά altgriechisch ἐλελίσφακος altgriechisch ἐλελίζω + σφάκος


αλισάχνη

αλισάχνη mittelgriechisch αλισάχνη altgriechisch ἁλοσάχνη ἅλς + ἄχνη


αλιπηγή

αλιπηγή altgriechisch ἅλς + πηγή


αλίπαστα

αλίπαστα altgriechisch ἁλίπαστος


αλιζάρι

αλιζάρι französisch alizari καταλανικά alitzari arabisch العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (ίσως ριζάρι mittelgriechisch ριζάριον altgriechisch ῥίζα)


αλιεύω

αλιεύω altgriechisch ἁλιεύω ἁλιεύομαι


αλίευμα

αλίευμα altgriechisch ἁλίευμα


αλθαία

αλθαία altgriechisch ἀλθαία


αλήτης

αλήτης altgriechisch ἀλήτης


αλητεύω

αλητεύω altgriechisch ἀλητεύω


αλητεία

αλητεία altgriechisch ἀλητεία


αληθώς

αληθώς altgriechisch ἀληθῶς ἀληθής


αληθινός

αληθινός altgriechisch ἀληθινός


αληθής

αληθής altgriechisch ἀληθής


αλήθεια

αλήθεια altgriechisch ἀλήθεια ἀληθής ἀ- στερητικό + λήθη


άλευρο

άλευρο mittelgriechisch ἀλεύριν ἀλεύριον altgriechisch ἄλευρον ἀλῶ


αλεύρι

αλεύρι mittelgriechisch αλεύριν αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (altgriechisch )


αλέτρι

αλέτρι mittelgriechisch ἀλέτρι (ρωτακισμός) ἀρέτρι ἀρότρι ἀρότριον altgriechisch ἄροτρον


αλεπού

αλεπού altgriechisch ἀλώπηξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αλεξίπτωτο

αλεξίπτωτο αλεξι- ( altgriechisch ἀλέξω, απομακρύνω) και πτωτός, που μπορεί να πέσει.


αλεξικέραυνο

αλεξικέραυνο αλεξ- ( altgriechisch ἀλέξω) + κεραυνός Wort verwendet ab 1782


αλεξανδρινισμός

αλεξανδρινισμός französisch alexandrinisme alexandrin altgriechisch Ἀλέξανδρος (αντιδάνειο)


αλέκτωρ

αλέκτωρ altgriechisch ἀλέκτωρ, ποιητικός τύπος του ουσιαστικού ἀλεκτρυών


αλέκτορας

αλέκτορας altgriechisch ἀλέκτωρ


άλειψη

άλειψη altgriechisch ἄλειψις ἀλείφω


αλείφω

αλείφω altgriechisch ἀλείφω proto-indogermanisch *h₂leibʰ-


άλειμμα

άλειμμα altgriechisch ἄλειμμα ἀλείφω + -μα


αλγώ

αλγώ altgriechisch ἀλγέω/ ἀλγῶ ἄλγος


άλγος

άλγος altgriechisch ἄλγος


αλγηδόνα

αλγηδόνα αλγηδών altgriechisch ἀλγηδών ἀλγέω ἄλγος


αλαφρύς

αλαφρύς altgriechisch ἐλαφρός


αλαφρός

αλαφρός altgriechisch ἐλαφρός


αλάτι

αλάτι mittelgriechisch αλάτι Koine-Griechisch ἁλάτιον altgriechisch ἅλας ἅλς proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)


άλας

άλας altgriechisch ἅλας


άλαλος

άλαλος altgriechisch ἄλαλος


αλαλία

αλαλία neulateinisch alalia altgriechisch λαλιά


αλαλάζω

αλαλάζω altgriechisch ἀλαλάζω ἀλαλαί


αλαλαγμός

αλαλαγμός altgriechisch ἀλαλαγμός


αλαλαγή

αλαλαγή altgriechisch ἀλαλαγή


αλαζονεία

αλαζονεία altgriechisch ἀλαζονεία ἀλαζονεύομαι ἀλαζών


αλαζόνας

αλαζόνας αλαζών ἀλαζών ή altgriechisch ἀλαζόνας Ἀλαζῶνες (λαός Σκυθών) (το επίθετο προέκυψε von λαό των Σκυθών ή αντιστρόφως οι Αλαζώνες και Ἀλαζόνες ως λαός ονομάσθηκαν έτσι von επίθετο ἀλαζών ἄλη)


αλάβαστρο

αλάβαστρο Koine-Griechisch ἀλάβαστρον altgriechisch ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)


ακύρωση

ακύρωση altgriechisch ἀκύρωσις ἀκυρῶ


ακυρώνω

ακυρώνω ἀκυρώνω in Katharevousa altgriechisch ἀκυρόω


ακτινοβόλος

ακτινοβόλος altgriechisch ἀκτινοβόλος


ακτινίδιο

ακτινίδιο (entlehnt aus) neulateinisch actinidium altgriechisch ἀκτίς


ακτίνα

ακτίνα Koine-Griechisch ἀκτῖνα altgriechisch ἀκτίς μέσω της αιτιατικής ἀκτῖνα


ακτή

ακτή altgriechisch


ακταιωρός

ακταιωρός altgriechisch ἀκτωρίς ναῦς, mittelgriechisch ἀκταίωρος, Koine-Griechisch ἀκτωρός (φρουρός ακτών), ἀκρωρόν πλοίον


ακρωτήριο

ακρωτήριο altgriechisch ἀκρωτήριον


ακρωτηριασμός

ακρωτηριασμός altgriechisch ἀκρωτηριασμός


ακρωτηριάζω

ακρωτηριάζω altgriechisch ἀκρωτηριάζω


ακρωτήρι

ακρωτήρι altgriechisch ἀκρωτήριον


ακρώρεια

ακρώρεια altgriechisch ἀκρώρεια ἄκρος + ὄρος (Το ω εξηγείται von φαινόμενο της συνθετικής έκτασης)


ακροώμαι

ακροώμαι (λόγιο) altgriechisch ἀκροάομαι, -ῶμαι


άκρος

άκρος altgriechisch ἄκρος ρίζα *ακ- (όπως και η ακμή, η αιχμή κ.λπ.)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback