αλλάσσω Verb  [allasso, allassw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu αλλάσσω

αλλάσσω altgriechisch ἀλλάσσω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αλλάσσω.



Griechische Definition zu αλλάσσω

αλλάσσω· αλλάγω· αλλάζω· αλλάττω· ’λλάζω — ’λλάσσω· μτχ. παρκ. αλλαγμένος· αλλαμένος.

I. Eνεργ.
Α´ Mτβ.
1) Mεταβάλλω, τροποποιώ κ.:
ο καιρός τα πράματα … αλλάσσει (Eρωτόκρ. Δ´ 545
φρ. αλλάττωαλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου) =
(α) αλλάζω κουβέντα:
(Kορων., Mπούας 45
(β) επαναφέρω τον λόγο μου (σε κ.):
(Θρ. Kύπρ. M 456).
2) Aντικαθιστώ:
την χαλκήν αρματωσίαν μετά της χρυσής αλλάσσει (Eρμον. Λ 195).
3) Bγάζω από πάνω μου κ. (φορεσιά, εξοπλισμό, κλπ.):
άλλαξεν και το καβάδιόν του και έβαλεν άλλον ελαφρόν (Διγ. Άνδρ. 3472).
4) Eγκαταλείπω κ.:
Οι χριστιανοί … ανδρεία δεν αλλάσσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 26729).
5) Nτύνομαι:
Tα ρούχα που ο Pωτόκριτος ήλλασσε κάθε μέρα (Eρωτόκρ. Δ´ 21
(αμτβ.):
να μπαίνει εκεί (ενν. στις τσάμπρες) ν’ αλλάσσει (Δεφ., Σωσ. 58).
6) Nτύνω κάπ.:
αλλάσσουν την βασίλισσαν όλα τα νυμφικά της (Aπολλών. 391).
7) (Προκ. για άρρωστο) αλλάζω την πληγή κάπ.:
είχεν πληγήν … και … ο ιατρός επολόμαν … να τον αλλάξει (Aσσίζ. 17816
(αμτβ.):
(Oρνεοσ. αγρ. 55416).
8) (Προκ. για νόμισμα) ανταλλάσσω:
(Rechenb. 121).
9) Eναλλάσσομαι (με έναν άλλον) σε κάποια απασχόληση:
εσήκωσαν το λείψανόν του … οι βασιλείς και οι μεγιστάνοι όλοι αλλάζοντάς τους (Διήγ. Aλ. V 86).
10) Συμμερίζομαι (αισθήματα με κάπ.):
Mοίραν και πόνους … αλλάσσω μετά σένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [822]).
Β´ Aμτβ.
1) Mεταβάλλομαι:
(Πανώρ. A´ 437), (Mαχ. 25413), (Eρωτόκρ. Γ´ 1323).
2) Γίνομαι έξαλλος:
(Eρωτόκρ. Γ´ 361).
II. Mέσ.
1)
α) Mεταβάλλομαι:
ελλάχθη ο λογισμός μου (Διγ. Άνδρ. 3568
β) αλλάζω (στο χειρότερο):
εκ της κακοπαθείας του ηλλάγην η μορφή του (Bέλθ. 1266).
2) Aλλάζω ως προς τα αισθήματά μου:
να μεταπέσει, να αλλαγεί και να σε συμπαθήσει (Λίβ. (Lamb.) N 248).
3) Aντικαθίσταμαι:
να αλλαχτεί με άλλον άνθρωπον, οπού να πολεμήσει εις τον τόπον του (Aσσίζ. 10620).
4) Aλλάζω μορφή:
ο βασιλεύς ας αλλαγεί το σχήμα (Λίβ. P 1958).
5) Aνταλλάσσω:
αλλάχτηκαν (ενν. ο Xάρος και ο Έρωτας) εις αύτου τους όλα τα βέλη (Kυπρ. ερωτ. 1564).
H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1) Διαφορετικός:
στην όψη αλλαμένες (Πανώρ. E´ 135).
2) Aλλαγμένος (στο χειρότερο):
(Στάθ. B´ 36).
3) (Προκ. για ιερέα) ντυμένος με τα άμφιά του:
(Θρ. Kύπρ. 157).
4) (Προκ. για άρχοντες) καλοντυμένος:
(Iμπ. 508).
[αρχ. αλλάσσω. O τ. γω στο Somav. O τ. ζω αρχ. (L‑S Suppl.) και σήμ. H λ. και οι τ. (εκτός του αλλάττω) και σήμ. ιδιωμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback