Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αμπελώνας

αμπελώνας altgriechisch ἀμπελών


αμπελουργώ

αμπελουργώ altgriechisch ἀμπελουργέω / ἀμπελουργῶ ἄμπελος + ἔργον


αμπελουργός

αμπελουργός altgriechisch ἀμπελουργός ἀμπέλι + ἔργον


άμπελος

άμπελος altgriechisch ἄμπελος


αμπελοκόμος

αμπελοκόμος (λόγιο) mittelgriechisch ἀμπελοκόμος[1] altgriechisch ἄμπελος, Συγχρονικά αναλύεται σε αμπελο- + -κόμος


αμπελοκλάδι

αμπελοκλάδι mittelgriechisch αμπελοκλάδι(ν) altgriechisch ἄμπελος + κλάδος


αμπέλι

αμπέλι mittelgriechisch altgriechisch ἀμπέλιον, υποκοριστικό του ἄμπελος


άμπακος

άμπακος άμπακ(ας) + -ος italienisch abbaco lateinisch abacus altgriechisch ἄβαξ (αντιδάνειο)


άμπακας

άμπακας italienisch abbacc(o) + -ας lateinisch abacus altgriechisch ἄβαξ (αντιδάνειο) [1]


άμουσος

άμουσος altgriechisch ἄμουσος μοῦσα


αμουσία

αμουσία altgriechisch ἀμουσία μοῦσα (4. (entlehnt aus) neulateinisch amusia altgriechisch ἄμουσος)


αμόνι

αμόνι mittelgriechisch αμόνι(ν) Koine-Griechisch ἀκμόνιον altgriechisch ἄκμων


άμοιρος

άμοιρος altgriechisch ἄμοιρος στερ. α- + μοῖρα


αμοιβή

αμοιβή altgriechisch ἀμοιβή


αμοιβάδα

αμοιβάδα (entlehnt aus) englisch amoeba neulateinisch amoeba altgriechisch ἀμοιβή (εναλλαγή)


αμνός

αμνός altgriechisch ἀμνός


άμνιο

άμνιο altgriechisch ἄμνιον


αμνηστία

αμνηστία altgriechisch ἀμνηστία ἄμνηστος (= λησμονημένος)


αμνημοσύνη

αμνημοσύνη altgriechisch ἀμνημοσύνη


αμμωνία

αμμωνία (entlehnt aus) neulateinisch ammonia lateinisch ammoniacus altgriechisch ἀμμωνιακός Ἄμμων altägyptisch (jmn)


άμμος

άμμος mittelgriechisch ἄμμος altgriechisch ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)


αμίνη

αμίνη (entlehnt aus) französisch amine ammonia lateinisch ammoniacus Ammon altgriechisch Ἄμμων altägyptisch (jmn)


αμιλλώμαι

αμιλλώμαι altgriechisch ἁμιλλῶμαι


άμιλλα

άμιλλα altgriechisch ἅμιλλα


αμηχανία

αμηχανία altgriechisch ἀμηχανία. Η αρχική σημασία ήταν ένδεια λόγω απουσίας οικονομικών πόρων


αμηνόρροια

αμηνόρροια französisch aménorrhée α- (στερητικό) + altgriechisch μην + -ροια ( altgriechisch ῥέω)


αμετρωπία

αμετρωπία neulateinisch ametropia altgriechisch ἄμετρος + ὤψ


άμετρος

άμετρος altgriechisch ἄμετρος


αμετροέπεια

αμετροέπεια Koine-Griechisch ἀμετροεπία altgriechisch ἀμετροεπής ἄμετρος + ἔπος


άμετε

άμετε άμε mittelgriechisch ἄμε altgriechisch ἄγωμεν ἄγω


αμετάτρεπτος

αμετάτρεπτος altgriechisch ἀμετάτρεπτος μετατρέπω μετά + τρέπω


αμετάπειστα

αμετάπειστα αμετάπειστος + -α altgriechisch ἀμετάπειστος μεταπείθω πείθω


αμεταδοσία

αμεταδοσία Koine-Griechisch ἀμεταδοσία altgriechisch μεταδίδωμι


αμέσως

αμέσως altgriechisch ἀμέσως


αμεσότητα

αμεσότητα mittelgriechisch ἀμεσότης ἄμεσος altgriechisch μέσον


αμέριστα

αμέριστα αμέριστος + -α altgriechisch ἀμέριστος μέρος


άμεμπτα

άμεμπτα άμεμπτος + -α altgriechisch ἄμεμπτος


αμελώς

αμελώς altgriechisch ἀμελῶς ἀμελής μέλει


αμελώ

αμελώ altgriechisch ἀμελέω, -ῶ ἀμελής ἀ- (στερητικό) + μέλω


αμελλητί

αμελλητί Koine-Griechisch ἀμελλητί ἀμέλλητος ἀ- (στερητικό) + altgriechisch μέλλω


αμελής

αμελής altgriechisch ἀμελής ἀ- στερητικό + μέλω


αμελέτητος

αμελέτητος altgriechisch ἀμελέτητος ἀ- + μελετάω (4. νεότερος σχηματισμός: α- + μελετώ + -τος)


αμέλεια

αμέλεια altgriechisch ἀμέλεια ἀμελής


αμέλγω

αμέλγω altgriechisch ἀμέλγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂melǵ-


αμείλικτος

αμείλικτος altgriechisch ἀμείλικτος ἀ- στερητικό + μειλίσσω + -τος


άμε

άμε mittelgriechisch άμε ἄγωμε altgriechisch ἄγωμεν ἄγω


Αμβρόσιος

Αμβρόσιος Koine-Griechisch Ἀμβρόσιος lateinisch Ambrosius altgriechisch ἀμβρόσιος ἄμβροτος ἀ- + βροτός indoeuropäisch (Wurzel) *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- *mer- (πεθαίνω)


αμβροσία

αμβροσία altgriechisch ἀμβροσία substantiviertes Femininum des Adjektivs: ἀμβρόσιος (μη θνητός, αθάνατος) ἀ- + βροτός indoeuropäisch (Wurzel) *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- *mer- (πεθαίνω)


άμβλωση

άμβλωση altgriechisch ἄμβλωσις


αμβλώνω

αμβλώνω altgriechisch ἀμβλόω / ἀμβλῶ ἀμβλύς


άμβλωμα

άμβλωμα Koine-Griechisch ἄμβλωμα altgriechisch ἀμβλύς


αμβλύωπας

αμβλύωπας altgriechisch ἀμβλυωπός


αμβλύτητα

αμβλύτητα altgriechisch ἀμβλύτης ἀμβλύς


αμβλύνω

αμβλύνω altgriechisch ἀμβλύνω ἀμβλύς


άμβικας

άμβικας altgriechisch ἄμβιξ / ἄμβικος


άμαχος

άμαχος altgriechisch ἄμαχος ἀ- στερητικό + μάχομαι


αμαχητί

αμαχητί altgriechisch ἀμαχητί μάχη


αμαύρωση

αμαύρωση altgriechisch ἀμαύρωσις ἀμαυρός


αμαυρότητα

αμαυρότητα altgriechisch ἀμαυρότης ἀμαυρός


αμαρτωλός

αμαρτωλός altgriechisch ἁμαρτωλός


αμάρτυρος

αμάρτυρος (λόγιο) altgriechisch ἀμάρτυρος (χωρίς μάρτυρες ή μαρτυρία) ἀ- + μάρτυς, Lehnbedeutung von deutsch unbezeugt ή την englisch unattested[1]


αμαρτία

αμαρτία altgriechisch ἁμαρτία


αμάρτημα

αμάρτημα altgriechisch ἁμάρτημα


αμαρτάνω

αμαρτάνω altgriechisch ἁμαρτάνω


αμάρα

αμάρα altgriechisch ἀμάρα (3: (Lehnbedeutung) (γαλλικά) conduit)


αμάξι

αμάξι altgriechisch ἁμάξιον ἅμαξα


αμαξηλάτης

αμαξηλάτης altgriechisch ἁμαξηλάτης ἅμαξα + ἐλαύνω


άμαξα

άμαξα altgriechisch ἅμαξα


αμανίτης

αμανίτης altgriechisch ἀμανίτης


αμαθώς

αμαθώς altgriechisch ἀμαθῶς ἀμαθής μανθάνω


αμάθητος

αμάθητος altgriechisch ἀμάθητος


αμαθής

αμαθής altgriechisch ἀμαθής ἀ- στερητικό + μαθ (θέμα αορίστου του μανθάνω) + -ής


αμάθεια

αμάθεια αμαθής, altgriechisch ἀμαθία


αμαζόνα

αμαζόνα Αμαζόνα altgriechisch Ἀμαζών


άμα

άμα altgriechisch ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως)


άλωση

άλωση altgriechisch ἅλωσις ἁλίσκομαι


άλως

άλως (λόγιο) altgriechisch ἅλως


αλωπεκίαση

αλωπεκίαση altgriechisch ἀλωπεκίασις ἀλώπηξ


αλωπεκία

αλωπεκία Koine-Griechisch ἀλωπεκία altgriechisch ἀλωπεκίαι ἀλώπηξ


αλωπεκή

αλωπεκή altgriechisch ἀλωπεκέη/ἀλωπεκῆ


αλχημεία

αλχημεία französisch alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)


άλφιτο

άλφιτο altgriechisch ἄλφιτον


αλφισμός

αλφισμός altgriechisch ἀλφός + επίθημα -ισμός (Lehnübersetzung) französisch albinisme


αλφάδιασμα

αλφάδιασμα αλφαδιάζω + -μα αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό τού altgriechisch ἄλφα


αλφαδιάζω

αλφαδιάζω αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον altgriechisch ἄλφα


αλφάβητο

αλφάβητο mittelgriechisch ἀλφάβητον Koine-Griechisch ἀλφάβητος altgriechisch ἄλφα + βῆτα


αλφαβήτιση

αλφαβήτιση αλφαβητίζω + -ση englisch alphabetize alphabet altgriechisch ἀλφάβητος ἄλφα + βῆτα (αντιδάνειο)


αλφαβητίζω

αλφαβητίζω englisch alphabetize alphabet altgriechisch ἀλφάβητος ἄλφα + βῆτα (αντιδάνειο)


αλφαβήτα

αλφαβήτα mittelgriechisch ἀλφαβῆτα altgriechisch ἄλφα + βῆτα


άλφα

άλφα altgriechisch ἄλφα φοινικική ???????????? (a-l-p) (=χιλιάδα) ???? (ʾaleph) πρωτοσιναϊτικό ιερογλυφικό (αρχαία αιγυπτιακά)


αλυχτώ

αλυχτώ mittelgriechisch αλυχτώ altgriechisch ὑλακτῶ


αλύχτημα

αλύχτημα αλυχτώ + -μα altgriechisch ὑλακτῶ


αλυτρωτισμός

αλυτρωτισμός αλύτρωτος + -ισμός Koine-Griechisch ἀλύτρωτος ἀ- + altgriechisch λυτρόω / λυτρῶ λύτρον λύω proto-indogermanisch *lewH- ((Lehnübersetzung) italienisch irredentismo)


άλυσος

άλυσος mittelgriechisch ἅλυσος altgriechisch ἅλυσις


αλυσίδα

αλυσίδα altgriechisch ἅλυσις


αλυκή

αλυκή mittelgriechisch ἁλυκή altgriechisch ἁλυκός ἅλς


άλτης

άλτης, λόγια λέξη altgriechisch ἅλλομαι


αλτήρας

αλτήρας französisch haltère λατινικά halteres (πληθυντικός) altgriechisch ἁλτῆρες, Mehrzahl von ἁλτήρ ἅλλομαι (αντιδάνειο)


άλσος

άλσος altgriechisch ἄλσος


άλουστος

άλουστος mittelgriechisch άλουστος altgriechisch λούω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback